Νικόλας Σμυρνάκης | «Ro-maniac»

Φεύγοντας από το Βελιγράδι, αποχαιρετώντας τη μαμά Σερβία και συνεχίζοντας το «εδώ είναι Βαλκάνια δεν είναι παίξε γέλασε» τουρ μου, μπήκα στο τρένο για Ρουμανία…

[minti_divider style=”1″ icon=”” margin=”30px 0px 30px 0px”]

Ο άνθρωπος στο ΝηΣί σκέφτεται:
– Αν έχει κύματα το ταξίδι; – Θα δροσιστούμε. – Αν έχει τέρατα; – Θα τα αγαπήσουμε. – Κι αν έρθει η Σειρήνα; – Θα της τραγουδήσουμε.

2008 Ιούλιος
Φεύγοντας από το Βελιγράδι, αποχαιρετώντας τη μαμά Σερβία και συνεχίζοντας το «εδώ είναι Βαλκάνια δεν είναι παίξε γέλασε» τουρ μου, μπήκα στο τρένο για Ρουμανία.

Αφού έγινα μάρτυρας λαθρεμπορίου – ξήλωσαν με χειρουργικές κινήσεις την οροφή του τρένου και παράχωναν εκεί ψάθινες τσάντες δεμένες με διάφανη ταινία – αφού πίστεψα καμιά δεκαριά φορές ότι θα βρισκόμουν πεταμένος σε κανένα χαντάκι, σε ημιεμβρυακή στάση, ακίνητος αιώνια ή τουλάχιστον μέχρι να εξαϋλωθώ από σερνόμενα πλάσματα, κοινώς σκουλήκια, έφτασα στον σταθμό της Τιμισοάρα.

Τιμισοάρα. Ο σταθμός αυτής της πόλης είναι ο χειρότερος που έχω βρεθεί ποτέ στη ζωή μου. Και έχω βρεθεί σε αρκετούς. Στα σοκάκια τρυπημένοι άνθρωποι από βελόνες που ακόμα πρέπει να στάζουν αίμα, όρθιες οδοντογλυφίδες που τρέκλιζαν και έβγαζαν από τις τεράστιες φαρδιές τσέπες τους δίλιτρα μπουκάλια κρασί, όπως ένας μάγος βγάζει λαγό από το μανίκι του. Ή από το καπέλο τoν βγάζουν; Ο συγκεκριμένος λαγός μπορεί να είναι άσσος. Γι’ αυτό βγαίνει από το μανίκι. Αυτό είναι το θέμα μας τώρα;

Στην αποβάθρα 4 τώρα, περίμενα το τρένο για Sibiu, πιστεύοντας ότι έχω μια ολόκληρη ώρα στη διάθεσή μου. Τελικά έβγαλα τη νύχτα εκεί γιατί πέρασε το τρένο κι εγώ δεν επιβιβάστηκα. Κι αυτό γιατί ήταν 23:05 κι όχι 22:05 όπως νόμιζα. Δεν είχα, για άλλη μια φορά, αλλάξει την ώρα στο ρολόι μου. Στο Βελιγράδι δε μου κόστισε. Εδώ όμως…

Τελικά τα κατάφερα. Μετά από αρκετές ώρες έφτασα σώος και αβλαβής στην Sibiu, μια πόλη στην Τρανσυλβανία. Εκεί αποφάσισα να γίνω και πάλι κοινός ταξιδευτής. Το είχα ανάγκη. Άλλωστε ποτέ δε ζήτησα πρωταγωνιστικό ρόλο στην περιπέτεια που μου επιφύλασσε η τύχη ή η ατυχία μου. Τώρα που τελείωσε, δεν μπορώ να πω βέβαια πως, ως ένα βαθμό πάντα, δεν το απόλαυσα. Πολύ αδρεναλίνη. Και για κάποιο λόγο, έχω την εντύπωση ότι η αδρεναλίνη είναι ένα από τα βασικά συστατικά της ευχαρίστησης.

Επισκέφτηκα το μουσείο Brukatel όπου εντυπωσιάστηκα από την αποκαθήλωση του Χριστού του Sambach. Ο Χριστός, οι δύο Μαρίες, ο Ιωάννης, όλοι καμωμένοι από ένα ασημίζων χωμάτινο υλικό με μάτια χωρίς κόρες και χρυσές αναλαμπές στα σημεία που σκίαζαν τα σώματά τους.

Αργότερα βόλτα στην πόλη η οποία ανάβλυζε μεσαιωνικό αέρα. Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκαναν τα μεγάλα κτίρια στο σύνορο της πόλης που ήταν χτισμένα ημικυκλικά. Σαν να έκαναν στροφή, έτοιμα να δραπετεύσουν. Πάντα εκεί και πάντα έτοιμα να φύγουν.

Τα σοκάκια γεμάτα. Η ατμόσφαιρα ολόγυρα ηλεκτρισμένη. Κουβαλά κάτι από την αίσθηση της Φλωρεντίας. Η αρχιτεκτονική της φέρνει πολύ σε αυτήν της ιταλικής πόλης. Αλλά δεν είναι για να μείνω άλλες 200 λέξεις. Έχει κι άλλες πόλεις η διαδρομή γι’ αυτό ας προχωρήσει η γραφή σε νέους προορισμούς.

Επόμενος σταθμός, Sighisoara. Υπέροχη πόλη αλλά είχα την ατυχία να βρεθώ εκεί σε περίοδο ανακαίνισής της. Ακόμα και τα πεζοδρόμια ανακατασκευάζονταν. Βασικά ξηλώνονταν. Δεν είχα από που να περάσω. Έσερνα τσάντες και βαλίτσες στα χώματα σιχτιρίζοντας την τύχη μου και την επιμονή μου πρώτον να ταξιδεύω και δεύτερον να ταξιδεύω μόνος.

Χτισμένη πάνω σε λόφο, με απίστευτο πράσινο. Πολύ πράσινο. Όχι βαθύ, πολύ σε ποσότητα. Οι κορυφές των σπιτιών ήταν τόσο μυτερές, που έμοιαζαν να πληγώνουν τον αέρα γύρω τους. Πλακόστρωτα σοκάκια παντού καθόλου φιλικά σε τσάντες με ροδάκια. Η δική μου έχασε τελικά και τα δύο της. Ή τα ροδάκια μου έμειναν ορφανά από τσάντα. Λες και δεν κάνει το ίδιο.

Δεν είχα κλείσει hostel και έψαχνα ξεψυχισμένος πού να μείνω. Τότε έμαθα για το καζάρε. Κάτι σαν ανάδοχοι γονείς είναι αυτό, πληρώνεις μια οικογένεια και ζεις για λίγο τη ρουμανική εμπειρία φιλοξενίας. Αυτό έκανα κι εγώ αλλά έζησα μόνο τη ρουμανική εμπειρία και όχι αυτή της φιλοξενίας γιατί ούτε παραδοσιακό φαγητό με κέρασαν ούτε και τις πρώτες ρουμάνικες λέξεις έμαθα από τους οικοδεσπότες μου, οι οποίοι δεν φάνηκαν δυο μέρες.

Τουλάχιστον επισκέφθηκα το σπίτι που γεννήθηκε ο Δράκουλας το 1431 – απ’ έξω το επισκέφθηκα – και θαύμασα την τουριστοχαζομάρα αλλά και την ανάγκη των ανθρώπων να πιστεύουν στο απίστευτο γύρω τους μπας και το βρουν μπροστά τους. Ποιος θα τους πει ότι αρκεί να πιστέψουν στο απίστευτο μέσα τους για να το βρουν μπροστά τους.

Λίγο πριν φύγω μου ήρθε η εξής φράση: «Για κάθε στιγμή σου Χρόνε που θα αφήνω αδέσποτη να ζει, αδιόρατη να περνά, να μου ασπρίζεις κι από μια μου τρίχα. Στο επιτρέπω». Χάρηκα για τη φράση και αποφάσισα να την κάνω πράξη για τις επόμενες 5,6 στιγμές. Συνολικά τα επόμενα 5 λεπτά ζούσα κάθε στιγμή στο έπακρο. Κουράστηκα κάποια στιγμή. Τότε ήταν που αποφάσισα ότι οι άσπρες τρίχες είναι γοητεία.

Την επομένη αποφάσισα να αλλάξω και πάλι πόλη. Πόλη και ζωή. Κατευθύνθηκα στο Brasov. Πρώτη μου στάση το ρεστοράντ Gustari. Δεύτερη στάση κάτι ώρες μετά ένα υπόγειο μπαρ, πάλι στο Brasov. Αυτή η πόλη με έκανε να αποβάλλω κάθε άγχος προορισμού. Δεν με ένοιαζε ούτε που ήμουν ούτε αν θα προλάβω να δω τα μουσεία και τα αξιοθέατα. Ήμουν έτοιμος να δεχτώ ό,τι θα ερχόταν κι όχι ό,τι θα επιζητούσα.

Μια κυρία μου ζήτησε ευγενικά να κάτσει στο τραπέζι μου. Έπειτα μια φίλη της μας ακολούθησε, δήθεν τυχαία. Μετά από δέκα λεπτά μου πρότειναν να κάνουμε επί πληρωμή παρέα στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου που λεγόταν «No name». Τους είπα ότι δεν μου αρέσουν τα ξενοδοχεία δίχως όνομα και τις αποχαιρέτησα επώνυμα.

Το Brasov με την πρώτη ματιά, μου θύμισε αμερικανιά. Προσπάθησα πολύ για τη συγκεκριμένη ομοιοκαταληξία. Το Β, το R, το Α, το S, το Ο, το V βρίσκονται στον πιο ψηλό λόφο του, ακριβώς όπως το H-o-l-l-y-w-o-o-d στον αντίστοιχο λόφο υπερπαραγωγή. Κατά τα άλλα, ιδιαιτέρως συμπαθητική πόλη.

Δε θα πω ψέματα, δεν επισκέφτηκα το πολυδιαφημισμένο Πύργο του παλουκωματή, ανασκολοπιστή «Δράκουλα». Τον βάζω σε εισαγωγικά αυτή τη φορά μη δραπετεύσει, αρχίσει τα ερυθρά δαγκώματα και λερώσει τη ψηφιακή σελίδα του protagon.

Το ταξίδι μου τελείωσε στο Βουκουρέστι όπου επισκέφτηκα το Muzeul National de Arta al Romaniei. Έκατσα ένα δεκάλεπτο μπροστά από το Virgin and Child του Gentileschi. Γήινη η Παναγία, ανθρώπινος ο Χριστός. Χωρίς φωτοστέφανα και θεϊκά φτιασιδώματα.  Σαν μια οποιαδήποτε μάνα με το παιδί της. Άλλωστε αυτό δεν ήταν; Θήλαζε το Χριστό με τον αριστερό μαστό της.

Λίγο αργότερα βρέθηκα στο Cismigiu Park να κάνω κούνιες στη παιδική χαρά του, νιώθοντας μια πρωτόγνωρη παιδική χαρά μέσα μου μέχρι που κουράστηκα να χαίρομαι και λυπήθηκα που ταξίδευα μόνος.

Τότε ήταν που αποφάσισα να συνεχίσω μόνος. Αυτή τη φορά ο προορισμός μου θα ήταν τελικός. Η Βουλγαρία και η Σόφια με περίμεναν αλλά δεν το ήξεραν ακόμα. Θα το μάθαιναν την επόμενη μέρα. Κι εγώ έχω ξεπεράσει κατά πολύ το όριο λέξεων οπότε του μπι κοντίνιουντ (ορ νοτ του μπι).

*Ο Νικόλας Σμυρνάκης αλλού γεννήθηκε κι αλλού ζει. Καταδιώκεται στον ύπνο και στον ξύπνιο του από έναν άνθρωπο σε ένα ΝηΣί, ο οποίος του συστήνεται και ως Σκιά (όχι πολύ υπάκουη – για σκιά πάντα). Συχνά γράφει αντί γι’ αυτόν στο facebook.com/man.of.island.

Το www.IslandOfMan.me είναι ο δικτυακός τόπος που μοιράζονται. Όχι πάντα αναίμακτα.