Νικόλας Σμυρνάκης | “Μια κωλόμυγα λιγότερη”

tumblr_m1ctzr13vl1r4hp3vo1_250

Διήγημα δημοσιευμένο στοwww.onestory.gr, 2011

– Ανοικτή λογοτεχνική πλατφόρμα που φιλοξενεί κάθε μέρα και μια καινούρια ιστορία από διαφορετικό συγγραφέα –

«Δικέ μου, ε, φιλαράκο, μα πού είσαι;». Α, να τον. Κοιμάται του καλού καιρού. «Έλα σήκω». Zzzzzz. «Σήκω σου λέω, θέλω να παίξουμε». Zzzzzz.

Χμ, μια επίθεση στο δεξί ρουθούνι θα τον πείσει. Είναι το αγαπημένο του. Οχτώ μέρες τώρα, από τότε που ήμουνα μικρή δηλαδή – μα πώς περνάει έτσι ο καιρός – επισκέπτομαι το δεξί του ρουθούνι και εκείνος, ο γλυκός μου, ανταποκρίνεται αμέσως.

Zzzzzz. «Επιτέλους ξύπνησες». Χαχα. Το κυνηγητό άρχισε. Α, τι όμορφα! «Λοιπόν αυτά τα κολλημένα μεταξύ τους πεπιεσμένα χαρτιά καθόλου δεν μπορούν να απειλήσουν μια Musca Domestica Linnaeus, απόγονο των πιο γρήγορων μυγών του κόσμου που τα έβγαζαν πέρα με τους δεινόσαυρους της Καινοζωϊκής Περιόδου».

Ένα πέταγμα διπλή πιρουέτα – τι βολικό να μπορεί κανείς να πετά ανάποδα – και ζαπ, να ‘μαι στο ταβάνι. Τον έπιασα στα δίχτυα μου. Τώρα θα κάνει την αγαπημένη του κίνηση. Ναι, ναι, να τον. Παίρνει θέση. Κρατά στα χέρια του τα πεπιεσμένα χαρτιά, λυγίζει τα γόνατα, τεντώνει τα χέρια που σχεδόν ακουμπούν στο έδαφος και – στο σημείο αυτό είναι που εγώ έχω ήδη απομακρυνθεί αλλά εκείνος θα το καταλάβει μόλις αστοχήσει – εκσφενδονίζει τα χαρτιά με στόχο το ταβάνι και τη μικρή μυγούλα.

Χαχα, μα πόσο πλάκα έχει το γλυκό μου. «Λοιπόν, δεν στο έχω πει ποτέ, κι ας γνωριζόμαστε τόσες μέρες, αλλά αν ήσουνα μυγούλα θα σε παντρευόμουν».

Μόλις ξανακάτσω στο ταβάνι θα ξεκινήσει δεύτερος γύρος. Σύντομα θα καταλάβει, για πολλοστή φορά, ότι με τα πεπιεσμένα χαρτιά δεν καταφέρνει τίποτα – και πώς θα μπορούσε αφού η αντίσταση του αέρα είναι μεγάλη, άρα η ταχύτητά τους πολύ μικρή – και θα αρπάξει μαινόμενος το συνοθύλευμα πούπουλων που έχει στην πάνω μεριά του κρεββατιού του. «Μα πόσο καλά σε ξέρω!». Άντε πάλι η κίνηση ‘‘κάνω κακάκια σε βαθύ κάθισμα’’, δωσ’ του το χέρι σφεντόνα να πετάει τα πούπουλα προς τα πάνω, μαζί με το περιτύλιγμά τους και… Μα ούτε ένα να μη με αγγίξει; Χαχα.

Πόσο διασκεδαστικό είναι αυτό το παιχνίδι! Αφού αν μια μέρα δεν παίξουμε μελαγχολώ. Όπως εκείνη την ημέρα, που έλειπε όλη μέρα και μελαγχόλησα. Δεν έχω περάσει χειρότερη μέρα στη ζωή μου, ένιωσα ότι πήγε όλη η μέρα χαμένη, ότι έχασα μια μέρα από τη ζωή μου και μιλάμε για μια ολόκληρη μέρα. Μια μέρα! Τόσος πολύς χρόνος, ποτέ δεν πρέπει να πηγαίνει χαμένος.

Θυμάμαι έκανα μια μακρινή βόλτα να ξεχαστώ και πέτυχα έναν στάβλο. Μα ούτε αλογίσιες ουρές είχα όρεξη να αποφύγω, ούτε καν τα παιχνιδιάρικα ασπρόμαυρα φύλλα χαρτιού που κάνουν χρατς χρατς με ενδιέφεραν, αυτά που χρησιμοποιούν για να τυλίγουν αντικείμενα ντε. Και είχε αρκετά από δαύτα στο σπίτι δίπλα στο στάβλο. Τα κρατούσαν δυο δερμάτινες παλάμες μέσα στο σπίτι. Αυτό δίπλα στον στάβλο. 

Όπως είχε κι ένα τεράστιο ψίχουλο ζυμωμένο στο φούρνο, αχνιστό αχνιστό κι ακόμη ένα γιγάντιο καζάνι πάνω στο μάτι της κουζίνας με αγνώστου ταυτότητας αλλά λαχταριστό περιεχόμενο. Ούτε να τα φτύσω να μαλακώσουν δεν είχα όρεξη. Σε όλα αυτά δεν έβρισκα παρά το ασήμαντο νόημα μιας ασήμαντης ύπαρξης. Ούτε να διαιωνίσω το είδος μου για οχτακοσιοστή πεντηκοστή όγδοη φορά ήθελα, γιατί αυτό θα έδινε κάποιο νόημα στην ασήμαντη ζωή μου.

Γύρισα στο στάβλο, έκατσα σε ένα περίττωμα και θυμήθηκα τα παιδικά μου χρόνια. Συγκινήθηκα και δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ. Γέννησα τελικά το οχτακοσιοστό πεντηκοστό ένατο παιδί μου. Κι άλλα εκατόν πενήντα αδερφάκια του δηλαδή…

Zzzzzz. Η βόλτα στο Λούνα Παρκ συνεχίζεται. Ώρα να πετάξω γύρω του. Είναι η φάση που μου κάνει αέρα με τις ανοιχτές δερμάτινες παλάμες του κι εγώ εκμεταλλεύομαι τα ρεύματα και πετάω χωρίς να κουνάω τα φτερά μου.

Μία παλάμη. «Πιο δυνατά». Δεύτερη παλάμη. «Έλα σου λέω, ακόμα πιο δυνατά». Τρίτη παλάμη. «Τέλεια! Ευχαριστωωωώ!». Αυτή είναι πτήση. Zzzzzz.

Όταν γύρισα στο σπίτι αργά το βράδυ, εκείνη την αποφράδα ημέρα, κατάκοπη και μελαγχολική, πιστεύοντας ότι από δω και πέρα μόνη παρέα μου θα είναι οι – πάντα πιστοί είναι η αλήθεια – εκατό παθογόνοι παράγοντες που κουβαλώ στην πλάτη, εκείνος ήταν ήδη εκεί. Ο γλυκός μου, είχε ανοίξει την μπαλκονόπορτα και με περίμενε. Ήμουν πολύ κουρασμένη για να τον προσκαλέσω στο παιχνίδι μας. Μου αρκούσε όμως που κόλλησα σε μια γωνιά του τοίχου και τον κοίταζα. Είναι όμορφος, όχι γιατί μπορώ να διακρίνω την ομορφιά του όντος που αντιπροσωπεύει – κι ας έχω τέσσερις χιλιάδες ξεχωριστά μάτια, κι ας διακρίνω διακόσιες εικόνες το λεπτό – αλλά γιατί όλα τα όντα είναι όμορφα όταν φέρονται τόσο τρυφερά στα άλλα όντα. Και εκείνος με προσέχει, παίζει μαζί μου, με αγαπά παρόλο που είμαι σίγουρη πως δε με βρίσκει δα και πανωραία.

Zzzzzz. Και τώρα το παιχνίδι θα κλείσει με την πιο απολαυστική σκηνή αποφυγής. Εκείνος θα… δε χρειάζεται να το προλογίσω, το κάνει ήδη. Πάει μέσα στο μπάνιο για να εξοπλιστεί. Θα φέρει μια πετσέτα και θα αρχίσει τα ζιπ, τα ζαπ, τα σπατς, τα φλαπ. Ξέρει ότι βλέπω τα πάντα σε αργή κίνηση και ότι είμαι σε θέση να αποφεύγω όποιο χτύπημα κι αν μου καταφέρνει. Αυτό είναι και το νόημα του παιχνιδιού. Να συνεχίζεται.

Κοιμηθήκαμε μαζί στο δωμάτιο και την επομένη το πρωί, έκατσα στο πέτο του. Εκείνος έκανε ότι δε με είδε. Μάλλον ήταν πολύ αγουροξυπνημένος για να ξεκινήσει το γνωστό μας παιχνίδι. Ούτε μια φιλική σπρωξιά για να αλλάξω πέτο, δε μου έδωσε. Ένιωσα τόσο όμορφα. Εγώ να τον μυγιάζω τρίβοντας πόδια και φτερά, εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη μου για το νόημα που έδινε στην ύπαρξή μου, κι εκείνος να με αφήνει να κάθομαι πάνω του, να τον μυγιάζω, δηλαδή, να δίνω νόημα στην ύπαρξή μου. Πόσο διαφορετικοί είμαστε, αλλά πόσο ανάγκη έχουμε ο ένας τον άλλον. Είμαι σίγουρη ότι και εκείνου του αρέσει όταν τον μυγιάζω. Δεν έχω καταλάβει ακόμα γιατί, αλλά είμαι σίγουρη ότι του αρέσει. Κι ας κάνει τον ανήξερο.

Zzzzzz. Τον ακούω να γυρίζει από το μπάνιο. Έχω κουραστεί λίγο, αλλά θα βάλω τα δυνατά μου για να ικανοποιήσω τη δίψα του για παιχνίδι. «Επίμονος που είσαι όμως». Αυτή τη φορά δεν κρατά πετσέτα αλλά ένα… «Άλλαξες τους όρους του παιχνιδιού βλέπω, επιτέλους μήπως γίνει λίγο πιο ενδιαφέρον. Βαρέθηκα να σε βλέπω να χάνεις». Δεν ξέρω ακριβώς τι είναι αυτό που κρατά αλλά έχει πλαστική λαβή και καταλήγει σε μια εξίσου πλαστική παλάμη, στο μέγεθος μιας κανονικής από δέρμα, η οποία όμως είναι γεμάτη από τρύπες στο μέγεθος περίπου του σώματός μου. «Τι θα το κάνεις αυτό, καλέ; Να πετάξω ή πρέπει να μείνω ακίνητη; Τάχα μου, τάχα πως δε σ’ έχω δει και τέτοια».

«Καλά καλά, πετάω, σώπα». Zzzzzz. Αυτό το πράγμα είναι πολύ γρήγορο ακόμα και για μένα. Λογικό, αφού με τις τρύπες η αντίσταση του αέρα μειών… Zzzzzz. Σιγά, έτσι που πας θα με πετύχεις. Χα, χα. Zzzzzz. Ωπ, μα τι γίνεται; «Παραλίγο να τα καταφέρεις δικέ μου, το ξέρεις; Αυτή η πλαστική παλάμη κάνει θαύματα». Zzzzzz. «Άλλη μια τέτοια και μου φαίνεται πως…». Zzz.

Ε, τι γίνεται; Πώς βρέθηκα έτσι μπλεγμένη; Ένα μου πόδι κολλημένο στα φτερά και τέσσερα μάτια μου στο πάτωμα. Και τα φτερά μου κομμένα. Τη στάση είναι αυτή; Θα σηκωθώ. Δεν μπορώ. Όχι, θα σηκωθώ και θα πετάξω. Πρέπει να τελειώσουμε το παιχνίδι. Ναι, απλά είμαι λίγο κουρασμένη. Θα κάτσω λίγο εδώ και θα ξεκουραστώ και σε λίγο θα πετάω πάλι. Θα περιμένω να κοιμηθεί και θα ζουζουνίσω το δεξί του ρουθούνι που τόσο του αρέσει. Ο καλός μου!

Μα, γιατί δεν μπορώ να κουνηθώ; Βοήθεια. «Πού είσαι; Βοήθεια». Μάλλον με χτύπησε περισσότερο απ’ ότι ήθελε κατά λάθος. Κάτι δεν πάει καλά. Και τώρα; Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό που… Αποκλείεται να είναι αυτό. Όχι, άλλωστε, ο εγκέφαλός μου είναι πολύ μικρός για να χωρέσει και να δεχθεί την ιδέα του θανάτου κι ας έχω δει χιλιάδες άλλες μύγες να μολύνονται από αυτόν.

Πώς να δεχθώ κάτι τόσο παράλογο και τόσο βασανιστικό; Ναι, είναι βασανιστική μια τόσο αργή επίγνωση θανάτου. Μα, είναι δυνατόν; Ακόμα και το θάνατό μου, να τον ζω σε αργή κίνηση; Να Ζω, το Θάνατο. Είναι τρελό και αρνούμαι να το δεχθώ.

Αν το ήξερα, θα είχα προσπαθήσει λίγο περισσότερο να αποφύγω την πλαστική παλάμη. «Όχι, δε φταις εσύ. Άλλωστε σε λίγες ώρες θα έκλεινα την ένατη μέρα της ζωής μου. Είμαι, αυτό που λένε πλήρης ημερών».

«Το ξέρω ότι ήταν ατύχημα. Πάνω στο παιχνίδι… Μην έχεις τύψεις. Να το ξέρεις, εγώ σε συγχωρώ. Μόνο μη, μη, σε παρακαλώ, τι πας να κάνεις; Μη με πατήσεις κι από πάνω. Άσε με λίγο ακόμα. Δεν το εννοούσα όταν έλεγα ότι είναι βασανιστική μια τόσο αργή επίγνωση θανάτου. Απολαυστική είναι, φτάνει να ζήσω λίγο ακόμα. Ακόμα και σε αυτή την κατάσταση. Μόνο να ζήσω. Σε παρακαλώ, μη με πατάς. Σε παρ-αααα…

«Ε.Π.Ι.Τ.Ε.Λ.Ο.Υ.Σ.! Μια κωλόμυγα λιγότερη».