Νικόλας Σμυρνάκης | Φθινοπώρωση

tumblr_lyil0x2Uc91r1cwub

– διήγημα δημοσιευμένο στην εφημερίδα πόλης Monitor, 2010

– στήλη Το ΝηΣί του ανθρώπου

Πρόσωπα

Θ: Θεός

Α: Άγγελος

Χ: Χρόνος

Έπρεπε να συναντηθούν σε ουδέτερο έδαφος. Τα έγκατα της Γης με τις πύρινες φλόγες φάνταζαν αποπνιχτικά για ένα πλάσμα, ούτε καν πλάσμα, για ένα πρόσωπο, ούτε καν πρόσωπο, για ένα Ον, ναι αυτή είναι η λέξη που του ταίριαζε περισσότερο, για ένα Ον λοιπόν, σαν το Θεό. Ο Παράδεισος με τις χρυσές λύρες και το καταπράσινο τοπίο φάνταζε πολύ βαρετός, αν όχι επικίνδυνος, για ένα ανυπάκουο πλάσμα – επιμένουμε στο πλάσμα αφού είναι δημιούργημα ενός ανώτερου Όντος – σαν τον Διάβολο. Για να μην σκανδαλιζόμαστε αδίκως, από δω και στο εξής όταν αναφερόμαστε στο Διάβολο θα τον αποκαλούμε Άγγελο.

 Ο τόπος συνάντησης καθορίστηκε στη Γη. Ούτε πολύ πάνω, ούτε πολύ κάτω. Λύση μέση, τομή χρυσή, αυτή που θα ονομάζαμε η πρέπουσα, για δυο προσωπικότητες του βεληνεκούς τους. Η μεγάλη διαπραγμάτευση είχε ήδη ξεκινήσει.

«Τι ώρα είναι;» ρώτησε ο Άγγελος. Ο Θεός κοίταξε τον ήλιο στον αριστερό καρπό του και απάντησε. «Έχουμε ακόμα καλοκαίρι». «Μα τι λες;», φώναξε με αναίδεια ο Άγγελος. «Είναι η ώρα του χειμώνα», και δεν κοκκίνισε ούτε ελάχιστα μια και είχε περάσει καιρός από την τελευταία φορά που κύλησε αίμα στις σκουριασμένες φλέβες του.

Θ: Δεν δέχομαι. Κόψε κάτι.

Α: Κάθε χρόνο την ίδια δουλειά θα κάνουμε;

Θ: Αυτή είναι η δουλειά μας. Να κάνουμε κάθε χρόνο την ίδια δουλειά. Ας αφήσουμε τους ανθρώπους να ξεκουραστούν λίγο ακόμα.

Α: Κρύψε το ρολόι σου από τον ουρανό Θεέ. Εμποδίζεις τα μαύρα μου σύννεφα να φωτίσουν τον κόσμο.

Θ: Να φωτίσουν;

Α: Χωρίς σκοτάδι τι νόημα έχει το φως; Χωρίς εμένα δε θα ήσουν αναγκαίος. Ο κόσμος θα ήταν Παράδεισος και οι άνθρωποι θα πέθαιναν από ανία. Θα αυτοκτονούσαν μετά τα ογδόντα όταν και θα καταλάβαιναν ότι μπορούν να ζήσουν αιώνια.

Θ: Άσε τα πολλά λόγια, Άγγελε. Δεν το ξέρεις ότι απαγορεύω συζήτηση άλλη από την απολύτως απαραίτητη;

Α: Τώρα είμαι σίγουρος.

Θ: Για ποιο πράγμα;

Α: Ότι το πολύγλωσσο και πολύλογο ανθρώπινο γένος δεν μπορεί να έχει δημιουργηθεί καθ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή σου.

Θ: Μην αμαρτάνεις Άγγελε.

Α: Κι άλλο;

Θ: Στο θέμα μας. Οι διακοπές δεν τέλειωσαν ακόμα. Κάποιοι είναι στις παραλίες. Σου απαγορεύω να στείλεις χειμώνα.

Α: Μα τώρα άκουσα έναν αγρότη να σε εκλιπαρεί να στείλεις μια βροχή για τα σπαρτά του. Πού να ήξερε ότι η προσευχή του προοριζόταν για μένα;

Θ: Κι εγώ έναν αδειούχο να παρακαλεί για λίγο ακόμα ήλιο. Δεν είναι η ώρα ακόμα του χειμώνα.

Α: Δε γίνεται δουλειά έτσι. Χρειαζόμαστε διαιτητή.

Θ: Αν και από τη φύση σου Άδικος, έχεις δίκιο. Χρόνε, παρουσιάσου.

Χ: Μάλιστα κύριε διοικητά.

Θ: Τι προτείνεις στο πρόβλημα; Πόλεμο, κατακλυσμό ή συμβιβασμό;

Χ: Πόλεμο δε θα το έλεγα, γιατί όλα τα πεδία μάχης είναι κλεισμένα, κατακλυσμό επ’ ουδενί γιατί πού να μετρώ τις μέρες μου πάλι απ’ την αρχή. Προτείνω ανεπιφύλακτα συμβιβασμό.

Α: Tres banal. Πάλι θα τα βρούμε;

Θ: Εξηγήσου Χρόνε.

Χ: Μάλιστα κύριε Διοικητά. Έχω δυο τρεις μήνες αναπληρωματικούς. Μπορώ να τους διαθέσω. Κρατάνε λίγη βροχή και λίγο ήλιο. Μαλώνουν όμως συχνά μεταξύ τους. Άλλοτε κερδίζει ο ένας κι άλλοτε ο άλλος. Δεν μπορώ να εγγυηθώ για το αποτέλεσμα.

Θ: Τι λες Άγγελε;

Α: Κομμάτια να γίνει. Αλλά εσείς μιλάτε για καινούρια εποχή. Πώς θα την ονομάσουμε;

Θ: Στην εποχή αυτή θα ευδοκιμεί η οπώρα.

Α: Τι είναι αυτό;

Θ: Το φρούτο.

Α: Στην εποχή αυτή θα φθίνει η οπώρα.

Θ: Τι είναι αυτό;

Α: Το φρούτο. Συ είπας.

Θ: Όχι η οπώρα ανόητε. Τι εννοείς λέγοντας «φθίνει»;

Α: Θα σαπίζει και θα πέφτει.

Θ: Έστω. Φθινόπωρο λοιπόν.

Α: Όχι. Φθινοπώρωση. Να γελάσουμε λίγο.

Θ: Δεν έχω χρόνο για άλλες διαπραγματεύσεις.

Α: Πώς δεν έχεις χρόνο; Δίπλα σου είναι ο Χρόνος έτοιμος να χοροπηδήσει στις διαταγές σου.

Θ: Αρκετά. Φθινόπωρο. Η άνοιξη του χειμώνα.

Α: Ο χειμώνας του καλοκαιριού να λες καλύτερα.

Θ: Εκεί θα κολλήσουμε τώρα;

Α: Όχι, προς Θεού. Θεέ, να σε ρωτήσω κάτι;

Θ: Μίλα.

Α: Πέρυσι τι είχαμε αποφασίσει;

Θ: Πού να θυμάμαι; Γέρασα πια και ξεχνάω τα πιο πρόσφατα. Αν με ρωτήσεις πόσα ζώα ήταν στην κιβωτό θα στα απαριθμήσω ένα ένα.

Α: Δε Σε πιστεύω. Τι Θεός είσαι Συ που δε θυμάσαι;

Θ: Δε θυμάμαι.

Α: Δε Σε πιστεύω.

Θ: Ε, εσύ δεν έχεις το Θεό σου!

Α: Τι λέμε τόση ώρα;

——-

Διήγημα του Νικόλα Σμυρνάκη δημοσιευμένο στην εφημερίδα πόλης Monitor, 2010