Νικόλας Σμυρνάκης | «Χαλό Αμέρικα»

Κανονικά έπρεπε τώρα να γράφω για τη Βαρκελώνη τον Φεβρουάριο αλλά εκείνο το ταξίδι και τούτο εδώ που περιγράφω είναι τόσο κοντά που η Βαρκελώνη θυσιάζεται μπαίνοντας σε ένα νοητικό χρονοντούλαπο το οποίο θα βρεθεί μετά τον ψυχοπνευματικό μου θάνατο.

[minti_divider style=”1″ icon=”” margin=”30px 0px 30px 0px”]

04/04/13 – Αεροπλάνο για Αθήνα

Κανονικά έπρεπε τώρα να γράφω για τη Βαρκελώνη το Φεβρουάριο αλλά εκείνο το ταξίδι και τούτο εδώ που περιγράφω είναι τόσο κοντά που η Βαρκελώνη θυσιάζεται μπαίνοντας σε ένα νοητικό χρονοντούλαπο το οποίο θα βρεθεί μετά τον ψυχοπνευματικό μου θάνατο.

Η Βαρκελώνη λοιπόν θυσιάζεται (τα βατραχοπόδαρα και οι τρίχες από μασχάλη νεράιδας πάντα βοηθάνε προς τούτη την κατεύθυνση) και ξεκινά ο αλαφρύς κόπος της υπερατλαντικής διήγησης:

Δεύτερος σταθμός (ο πρώτος ήταν Αθήνα) θα έπρεπε να πω Nτίσελντορφ, αλλά σταθμός είναι όπου νιώθεις ότι κάτι σημαντικό γίνεται και όχι όπου σταθμεύεις. Δεύτερος σταθμός λοιπόν ο ουρανός καθώς πλησιάζουμε Γερμανία. Τι σημαντικό συνέβη εκεί; Μια λευκή θάλασσα από σύννεφα πλημμύριζε τη θέα κάτω μας, από την οποία ξεπρόβαλλαν κορφές βουνών σαν ξέρες πνιγμένες από αλμυρό χιόνι. Θέαμα μεθυστικό που διέκοψα για να καταγράψω. Τα κακά του «επαγγέλματος».

Ντίσελντορφ. Άντε να τον αναφέρω σαν σταθμό. Ένα ολόκληρο βράδυ μείναμε. Αν και το μόνο αξιόλογο που έχω να αναφέρω είναι ότι η λέξη “αξιόλογο” εδώ δεν έχει ακόμα εφευρεθεί, ίσως γιατί στα γερμανικά είναι δύσκολη η προφορά της.

05/04/13 – Στο αεροπλάνο για Μαϊάμι

Όσες φορές κι αν πετάξω, ποτέ δε θα συνηθίσω την απίθανη αίσθηση της πτήσης, τη μεγαλύτερη εφεύρεση του ανθρώπου και ίσως την πιο ακατανόητη. Εφεύρεση που ικανοποίησε την πλέον έμφυτη τάση του. Αυτή για ελευθερία.

Καθώς ανεβαίναμε τον ψυχρό και σκοτεινό γερμανικό ουρανό και ξεπερνούσαμε χίλιες στρώσεις βαμβάκι, ανακαλύψαμε αυτό που λείπει τα τελευταία δέκα εκατομμύρια χρόνια από αυτή τη χώρα: τον ήλιο. Όλα τα έχουν, μα δεν έχουν τίποτα γιατί δεν έχουν αυτό που δίνει ζωή σε όλα. Τον ήλιο.

Τρίτος σταθμός, Μαϊάμι. Από ψηλά όλα είναι τετράγωνα. Και τα τρίγωνα. Τοπίο με φοίνικες, ουρανοξύστες χτισμένους στον αφρό και πλοία εκατομμυρίων μέσα από τον συρρικνωτικό φακό που δημιουργούν οι σταγόνες της βροχής. Με καταιγίδα μας υποδέχτηκε η πόλη αλλά η διάθεσή μας δεν πτοήθηκε.

Μια και ο καιρός δεν επέτρεπε πολλές βόλτες, ακολούθησε επίσκεψη σε εμπορικό κέντρο. Τη χαρά των μάστερκαρντς και τη λύπη των μάστερς τους. Έπειτα, επιστροφή στο ξενοδοχείο. Στις 5 το πρωί.
Άλλοι μπεκροπίνουν τέτοια ώρα κι εμείς ψωνίζαμε άγρια χαράματα μη χάσουμε την ευκαιρία του δολαρίου. Μετάφραση: Ψώνισέ τα όλα σε δολάρια για να κερδίσεις από την ισοτιμία και να χάσεις ταυτόχρονα ό,τι κέρδισες, γιατί ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο θα αγοράσεις ένα σωρό αχρείαστα πράγματα.

Μα, στις 5 το πρωί; Εντάξει, θα το μαρτυρήσω. Η τοπική ώρα ήταν 22:00. Ή κάπου εκεί κοντά. Ώρα να αλλάξουμε τα ρολόγια γιατί αύριο το πλοίο θα φύγει χωρίς εμάς….

06/04/13 – Ξενοδοχείο Urbano – Brickel avenue

Από το παράθυρο του ξενοδοχείου τους βλέπω όλους να τρέχουν προς διάφορες κατευθύνσεις. Με τις φορμούλες και τα άι ποντ τους τζοκάρουν ασταμάτητα. Σαν να παρακολουθώ αγώνα δρόμου χωρίς αφέτη.

Το τοπίο στο Μαϊάμι είναι ακριβώς όπως στις ταινίες. Και μια όμορφη πάντα στο κέντρο της σκηνής ισχνά απορημένη και περήφανα ευτυχισμένη με την πανδαισία γύρω της μα, κυρίως, τη διαφορετικότητα που ζουν τα μάτια της. Στο ρόλο της όμορφης η Ε., μούσα για φράσεις όπως η παραπάνω.

Γεμίζει το μυαλό σου διαφορετικότητα εδώ. Μένει απασχολημένο με τόσες εικόνες που οι σκέψεις έχουν πια μόνο χρώμα και καθόλου λέξεις.

Αν μας δεις από μακριά δεν διακρίνεις χαρακτηριστικά. Είμαστε όλο μπλε.

07/04/13 – Μέσα στο κρουαζιερόπλοιο Κάρνιβαλ Βίκτορι

Μπήκαμε, αποκατασταθήκαμε, φάγαμε με παράθυρο το κύμα και θέα τον αφρό. Κληθήκαμε να αποφασίσουμε αν θα κάνουμε περιήγηση αλά Ταρζάν στην Τζαμάικα τη μεθεπόμενη ημέρα, αν θα φιλήσουμε χαμογελαστά δελφίνια ή θα κολυμπήσουμε με άλογα. Αφού δεν αποφασίσαμε (είχαμε 2 μέρες ακόμα) επισκεφτήκαμε το καζίνο.

Εδώ άρχισαν τα “ωχ”. Άλλοι ξημερώθηκαν εκεί και άλλοι όταν ξύπνησαν επέστρεψαν στον τόπο του εγκλήματος για να κερδίσουν τα σπασμένα. Μετάφραση: να μείνουν νηστικοί χάνοντας.

Το φιλοσόφησα. Στο καζίνο τελικά πας μόνο για να χάσεις. Όταν κερδίζεις θέλεις να κερδίσεις κι άλλο, άρα παίζεις μέχρι να χάσεις αφού δε γίνεται να κερδίζεις για πάντα. Και όταν χάνεις συνεχίζεις να παίζεις για να κερδίσεις, μέχρι που τα χάνεις όλα.

09/04/13 – Τζαμάικα

Μόλις πλησιάσαμε με το πλοίο αντίκρισα τοπίο Τζουράσικ Παρκ, τροπικό κλίμα, ζέστη συνοδευόμενη άλλοτε με μικρές μπόρες και άλλοτε με ήλιο 24άρων καρατίων.

Στην Τζαμάικα κάναμε εξτρίμ σπορτς για φλώρους, δραστηριότητες που μας έδωσαν την ευκαιρία να δούμε το δάσος αφ’ υψηλού.

Ένα τελεφερίκ μας ύψωσε εξακόσια μέτρα πάνω από τις ρίζες των δέντρων και αντικρίσαμε την απόλυτη ησυχία του δάσους που διακοπτόταν από ιαχές πουλιών και απροσδιόριστων ζώων αλλά και από τα δικά μας “αχ” και “ωπ” καθώς ανεβαίναμε στο χάος με μόνο μια μπάρα να συγκρατεί μια ενδεχόμενη πτώση.

Φτάσαμε εκεί που ανέλαβαν κάτι Τζαμαϊκανές να μας χορέψουν στους τοπικούς ρυθμούς, πολύ τουριστικό θέαμα, και έπειτα μπήκαμε στο Τζαμάικα, για μαν, νο πρόμπλεμ αμαξίδιο, αναπαράσταση αυτού που διαγωνίστηκε στους χειμερινούς Ολυμπιακούς του κάποτε και έγινε ταινία, το οποίο μας κατέβασε με ταχύτητα «συκωτιού ανακάτεμα» στο δάσος και μας επέστρεψε στις Τζαμαϊκανές.

Έπειτα ήρθε η ώρα των διάσημων γουότερ φολς -καταρράκτες- τους οποίους ανεβήκαμε μέσα από το νερό ωσάν εκκολαπτόμενοι σολομοί, καθόλου ίδιοι και νόστιμοι με αυτόν που δοκιμάσαμε στο πλοίο της αγάπης, της κρουαζιέρας και της παρέας, το οποίο μας πηγαίνει και μας φέρνει τις τελευταίες τρεις, τέσσερις μέρες σε τόπους άλλους και σε θάλασσες πράσινες.

11/04/13 – Πάνω από Ατλάντα καθοδόν προς Λας Βέγκας

Η επόμενη στάση μας ήταν τα νησιά Κέιμαν. Φτάσαμε νωρίς το πρωί και ξεκίνησε η οδύσσεια. Πρωταγωνιστές ασυνήθιστα υδάτινα πλάσματα.

Λίγο πριν, ένα λεωφορειάκι μας πέρασε από 85 τράπεζες και δεκάδες σπιτάκια των κουρασμένων από την άτιμη ζωή εκατομμυριούχων που ξαποσταίνουν απολαμβάνοντας πολιτισμό, ησυχία, διακριτικότητα, φύση με εξωτικό ταμπεραμέντο και θάλασσα με χρώμα Καραϊβικής.

Φτάσαμε εκεί που τα δελφίνια ενθαρρύνονται και επιβραβεύονται για να επικοινωνήσουν και να κολυμπήσουν με τους ανθρώπους. Τι να έλεγε, τι να σκεφτόταν, τι να αναρωτιόταν αυτό το πανέξυπνο πλάσμα, σκεφτόμουν και αναρωτιόμουν και ξέχασα να συνειδητοποιήσω ότι κολύμπησε μαζί μου, με φίλησε στο στόμα, με πήγε μια γρήγορη βόλτα, με χαιρέτησε, μου κούνησε την ουρά του, μου χαμογέλασε, μου μίλησε, όλα βέβαια με την παρότρυνση του εκπαιδευτή του, που λειτουργεί περισσότερο ως καρδιακός φίλος. Στο τέλος, μας έκανε επίδειξη υψηλής τούμπας. Όσο το χειροκροτούσαμε, τόσο πιο ψηλά πετούσε. Τότε θυμήθηκα ένα παλαιότερο απόφθεγμα του ανθρώπου στο ΝηΣί:

Η αναγνώριση για τον άνθρωπο είναι το μεγαλύτερο κίνητρο εν ζωή, τόσο που για να αποκτηθεί, έστω και μετά θάνατον, μπορεί να οδηγήσει στην απώλεια της ίδιας της ζωής.

Το ξανασκέφτηκα:

Η αναγνώριση για τα θηλαστικά είναι το μεγαλύτερο κίνητρο εν ζωή, τόσο που για να αποκτηθεί, έστω και μέσα στο νερό, μπορεί να οδηγήσει σε τούμπα έξω από αυτό.

Αργότερα επιβιβαστήκαμε σε ένα σκάφος μην έχοντας ιδέα πού πάμε: κάτι για γκρέιλαντ είχα ακούσει, ένα νησί με δάσος για εξερεύνηση νόμιζα στην άλλη άκρη του δικού μας νησιού. Τελικά το γκρέι ήταν ρέι (ray) που στα ξένα σημαίνει… Θα το δείτε σε λίγο τι σημαίνει, μη χαλάσω το σασπένς.

Δυο, τρία μίλια λοιπόν μετά σταματήσαμε καταμεσής μιας θάλασσας απέραντης που από πράσινη άρχιζε να γίνεται χρυσογάλαζη. Κι αυτό γιατί ο πάτος της ανέβηκε τόσο ψηλά που ο καπετάνιος έριξε άγκυρα, μαζί της βουτήξαμε κι εμείς βρισκόμενοι σε ένα νησί ανάβαθα βυθισμένο στο νερό. Το να κολυμπάς με δελφίνια κι αμέσως μετά να αγγίζεις σαλάχια στη μέση της θάλασσας -αυτή ήταν η ρέι έκπληξη, το νερό ήταν γεμάτο γιγάντια σαλάχια- τρία μίλια από την ακτή, σε ένα νησί μισοβυθισμένο στο νερό όσο χρειάζεται για να περπατάς μισοβρεγμένος εσύ, είναι μια εμπειρία.

Όσα γίνονται μετά από αυτό είναι μια άλλη ιστορία που θα διηγηθούμε σε επόμενο κείμενο, καθώς αυτό το ταξίδι συνεχίζεται σε παρελθοντικό χρόνο, αλλά με μελλοντικές λέξεις…

Στην ερώτηση “του μπι, ορ νοτ του μπι;”, εμείς απαντάμε “του μπι κοντίνιουντ”…

Ο Νικόλας Σμυρνάκης αλλού γεννήθηκε κι αλλού ζει. Καταδιώκεται στον ύπνο και στον ξύπνιο του από έναν άνθρωπο σε ένα ΝηΣί, ο οποίος του συστήνεται και ως Σκιά (όχι πολύ υπάκουη – για σκιά πάντα). Συχνά γράφει αντί γι’ αυτόν στο facebook.com/man.of.island.
Το www.IslandOfMan.me είναι ο δικτυακός τόπος που μοιράζονται. Όχι πάντα αναίμακτα.