Νικόλας Σμυρνάκης | Αγάπησα ένα μυρμήγκι

tumblr_m1cu2y3hCu1r4hp3vo1_r1_500

διήγημα δημοσιευμένο στο ηλεκτρονικό περιοδικό deity.gr , 2012

Γράφει ο Νικόλας Σμυρνάκης

Πρέπει να είμαι ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος πάνω στη Γη. Και δικαίως. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι πώς δεν είναι και όλοι οι άλλοι το ίδιο. Θα ήταν βέβαια μεγάλο μπέρδεμα να είμαστε όλοι οι άνθρωποι οι πιο δυστυχισμένοι άνθρωποι πάνω στη Γη, αλλά δε μας αξίζει τίποτα περισσότερο από αυτό.

Και πώς να μας αξίζει όταν και μόνο επειδή υπάρχουμε πεθαίνουν μυριάδες γύρω μας. Φοβάμαι να περπατήσω, να αναπνεύσω, να οδηγήσω γιατί κάθε φορά που περπατώ, που αναπνέω, που οδηγώ, γίνομαι δολοφόνος. Δεν αντέχω τις τύψεις και το μόνο πια που μου μένει είναι, μέσα στους μυριάδες που σκοτώνω, να τελειώσω άλλον έναν, μήπως και ησυχάσω μια και καλή.

 

Σκέφτομαι καιρό να αυτοκτονήσω, αλλά πριν από αυτό θα ήθελα ένας γίγαντας να με πατήσει, να μου συντρίψει τα κόκαλα αλλά να μη με σκοτώσει, να γκρεμίσει το σπίτι μου και να με αφήσει να βολοδέρνω στη παγωμένη φύση, να επιτεθεί στα παιδιά μου, έτσι από ανία, μια μέρα που δεν θα έχει πώς αλλιώς να σκοτώσει το χρόνο του.

Η αρρώστια μου – ίσως να το έχετε καταλάβει ως τώρα – είναι ότι θεωρώ ότι όλα τα ζώα και τα φυτά έχουν ακριβώς την ίδια αξία με εμένα. Σε κάθε έναν από τους μύριους θανάτους γύρω μου, θρηνώ, πονώ και δακρύζω όπως θα θρηνούσα, θα πονούσα και θα δάκρυζα για έναν δικό μου άνθρωπο. Είμαι επομένως καταδικασμένος να θρηνώ, να πονώ και να δακρύζω συνεχώς και όταν για μερικά λεπτά ξεχνιέμαι μέσα στο σπίτι, κλείνω τα μάτια και δε βλέπω μια μύγα σε έναν ιστό ή πεθαμένη στο πάτωμα από φυσικά αίτια, που δε σκέφτομαι πως ένας αθέατος στο μάτι μικροοργανισμός χάθηκε γιατί χθες η Κυρά Φρόσω, η σπιτονοικοκυρά μου, έβαλε ηλεκτρική σκούπα στο σπίτι της, αναπολώ και μετανιώνω για τις ζωές που πήρα πριν αρρωστήσω.

Μυρμήγκια που πάτησα γιατί κοιτούσα ευθεία μπροστά κι όχι κάτω, χορτάρια που ξεπάτωσα για να φυτέψω φυτά τις επιλογής μου, λουλούδια που απέκοψα από τον κορμό της μάνας τους γιατί ήθελα κάπου να τα δωρίσω, σαλιγκάρια που έσπασα γιατί δεν ξεκολλούσαν από τα κουτσούρια που μάζευα για να ζεσταθώ το χειμώνα, αρνάκια που έφαγα για να κορέσω την πείνα μου.

Δεν τρώω, αρνούμαι να ζεσταθώ, δεν πλένω τα ρούχα μου, δεν βγαίνω από το σπίτι, η κατάστασή μου τελευταία έχει επιδεινωθεί, η αρρώστια έχει προχωρήσει, την νιώθω στο κεφάλι σαν έναν υπερμεγέθη όγκο που κατατρώει τις σκέψεις μου. Είμαι ένας ζωντανός νεκρός που κάποτε άφηνε νεκρούς στο πέρασμά του για να παραμείνει ζωντανός και τώρα παρακαλεί να γίνει σύντομα ένας σκέτος νεκρός.

Καμιά φορά βυθίζομαι σε λήθαργους ύπνου που μοιάζουν με προσωρινούς θανάτους. Το μόνο που τους διαφοροποιεί από τον οριστικό θάνατο είναι τα όνειρα με τα οποία συνοδεύονται.

Ένα από αυτά, το πιο συχνό απ’ όλα, είναι το αγαπημένο μου:

Σέρνομαι με τις λιγοστές μου δυνάμεις προς την εξώπορτα, έτοιμος να βγω και πάλι στον έξω κόσμο. Με τύψεις, είναι η αλήθεια, αλλά η επιθυμία μου ξεπερνά για λίγο τις ενοχές για τις ζωές που θα χαθούν. Καταφέρνω και την ανοίγω με εξαιρετική δυσκολία. Ένας καινούριος κόσμος απλώνεται μπροστά μου.

Ανακτώ αμέσως τις δυνάμεις μου, παίρνω δέκα κιλά που με δείχνουν και πάλι υγιή, σηκώνομαι στα πόδια μου και περπατώ κατά μήκος τεράστιων γεφυρών που οδηγούν στον ουρανό. Δεν πατώ στο χώμα, πουθενά τσιμέντο, κανένα πλάσμα δεν πεθαίνει, δεν πονά εξαιτίας μου. Είμαι για πρώτη φορά χαρούμενος.

Λίγο πιο πέρα, πάντα πάνω στη γέφυρα, ανάμεσα σε δύο αστέρια της ημέρας, λίγο πριν τον ήλιο, στο σημείο που θα βγει το βράδυ η σελήνη – μη ρωτάτε που τα ξέρω όλα αυτά, οι αστρονομικές αυτές γνώσεις είναι μέρος του ονείρου – εξελίσσεται μια κηδεία. Όσο πλησιάζω ο θρήνος γίνεται σπαραγμός και ο αλαλαγμός οδυρμός. Πλήθος ανθρώπων συνοδεύουν στην τελευταία του κατοικία τον νεκρό. Το ανοιχτό φέρετρο είναι κοντά δύο μέτρα σε μήκος, ο άνθρωπος που φιλοξενεί σίγουρα θα είναι ευμεγέθης.

Πλησιάζω με σκοπό να κοιτάξω μέσα. Περνώ μέσα από σπρωξίματα, δάκρυα, μαλλιοτραβήγματα και φτάνω στο νεκρό. Αλλά πουθενά νεκρός. Κοιτώ πιο προσεχτικά και στο βάθος του φέρετρου τελικά κάτι ξεδιαλύνω. Ένα μυρμήγκι. Η κοινωνία αυτή θρηνεί για ένα τόσο δα μυρμήγκι.

Ξαφνικά νιώθω πως πρέπει να είμαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος πάνω στη Γη. Βλέπω τους γύρω μου να κλαίνε και δεν καταλαβαίνω πώς δεν είναι και εκείνοι το ίδιο. Θα ήταν βέβαια μεγάλο μπέρδεμα να είμαστε όλοι οι άνθρωποι, οι πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι πάνω στη Γη, αλλά δε θα μας άξιζε τίποτα λιγότερο από αυτό.

Για πρώτη φορά δεν είμαι μόνος, για πρώτη φορά κι άλλοι άνθρωποι μοιράζονται την αρρώστια μου. Μόνο που σε αυτόν τον κόσμο, το να είσαι υγιής σημαίνει να έχεις την αρρώστια μου. Μόλις περνάει η επίδραση της πρώτης χαράς μου, συνειδητοποιώ ότι είμαι ένας χαρούμενος ανάμεσα σε ένα πλήθος δυστυχισμένων. «Και πάλι μόνος είμαι», σκέφτομαι και ύστερα συνέρχομαι από τον λήθαργο ύπνου που μοιάζει τόσο με προσωρινό θάνατο.

Συνέρχομαι, όπως συνήλθα μόλις. Συνήλθα από το όραμα αλλά σαν να μην ξύπνησα. Δε βλέπω τα καχεκτικά χέρια μου, το μαύρο από την απλυσιά στρώμα μου. Για πρώτη φορά όλα γύρω μου, μα πρωτίστως μέσα μου είναι κενά, σαν έναν θάνατο δίχως όνειρα, σαν έναν θάνατο οριστικό.