Νικόλας Σμυρνάκης | Στη Νίκαια και στο Μονακό

Η Νίκαια, δεν μπορώ να πω ότι μας ξετρέλανε. Πολύ τραμ, αρκετοί πεζόδρομοι, μαγαζάκια, μια κεντρική πλατεία που δεν διαφέρει από τις άβερεϊτζ κεντρικές πλατείες της Ευρώπης, καφέ, εστιατόρια χωρίς χρώμα, όμορφη παραλιακή – Promenade des Anglais το όνομά της, δηλαδή αγγλικός περίπατος – για αμέριμνες βόλτες με μπλαζέ διαθέσεις.

[minti_divider style=”1″ icon=”” margin=”30px 0px 30px 0px”]

Ο άνθρωπος στο ΝηΣί σκέφτεται: Όταν το μυαλό είναι παραγεμισμένο από καθημερινές εικόνες αδυνατεί να γεννήσει νέες ιδέες. Και επειδή η πιο ωραία ιδέα είναι η νέα ιδέα, ας ταξιδέψουμε. Αν δεν μπορούμε να ταξιδέψουμε, ας ταξιδέψουμε κι άλλο. Άλλωστε, το μεγαλύτερο ταξίδι εν ζωή γίνεται με τα μάτια κλειστά.

2012: Γαλλία: 
Νίκαια – Μονακό

Στο αεροπλάνο για Αθήνα έγινε το ανήκουστο. Δεν μας σέρβιραν ούτε καφέ. Πιθανότητα αναταράξεων, είπαν, οι αεροσυνοδοί δεμένες. Και αναρωτήθηκα: «Μα δεν είναι εκπαιδευμένες σε περίπτωση αναταράξεων να υπομένουν τα χτυπήματα; Ο εσωτερικός μου εαυτός με αποκάλεσε κάφρο και ξέχασα τη σκέψη.

Έπειτα ήταν η σειρά της Ε. να σκεφτεί: «Self service δεν έχει να πάρουμε το ρίσκο εμείς»; Δίκιο είχε. Εκείνη τη στιγμή θα χτυπούσα – χωρίς τη βοήθεια αναταράξεων – το κεφάλι μου στο παράθυρο με θέα το χιλιοστό τετρακοσιοστό έκτο σύννεφο ανατολικά της Μήλου για έναν καφέ. «Έναν καφέ στο 10F ρε παιδιά. Τι χρειάζεται; Δύο κουταλιές και τέσσερις κουτουλιές; Δίνω μπουρμπουάρ τέσσερις πληγές βραδείας επούλωσης».

Με αυτά και με τα ίδια, φτάσαμε Μιλάνο. Δε λέω, όμορφη είναι για βιομηχανική πόλη. Αυτή τη φορά δεν την περπατήσαμε γιατί είχαμε δρόμο μπροστά μας. Όταν βρεθήκαμε Νίκαια – δεν ήταν τόσο απλό όσο υπονοούν οι τρεις λέξεις: «Όταν» «βρεθήκαμε» «Νίκαια» αλλά χρειάζεται ξεχωριστό ταξιδιωτικό διήγημα για την συγκεκριμένη διαδρομή. Πιο συγκεκριμένα το Νίκαια – Μονακό είναι ένα τσιγάρο δρόμος, ενώ το Μιλάνο – Νίκαια ένα πακέτο, έντονος ξερόβηχας και απόφαση να το κόψεις, εκτός κι αν το έχεις κόψει οπότε παίρνεις απόφαση να το ξεκινήσεις – τι έλεγα, αν ναι, αφού το έχω γραμμένο λίγο πιο πριν, όταν βρεθήκαμε Νίκαια, η Νίκαια μας φάνηκε ότι μοιάζει με Γαλλία. Όταν πάλι φτάσαμε Μονακό – λίγο πιο δίπλα – το Μονακό μας φάνηκε ότι μοιάζει μόνο με το Μονακό.

Πιο πολλές ήταν οι φεράρι από τα τουγιότα. Συγκεκριμένα οι φεράρι ήταν δεκάδες και τα τουγιότα ανύπαρκτα και καθώς από την εποχή του Πυθαγόρα το δέκα ήταν πάντα μεγαλύτερο από το μηδέν, το συμπέρασμα παραμένει το ίδιο: Πιο πολλές ήταν οι φεράρι από τα τουγιότα.

Στο Μονακό τώρα, εκτός από τις φεράρι, άξιες λόγου ήταν και οι Λαμποργκίνι. Αστειεύομαι. Καθώς πλησιάζει κανείς το φοβερό αυτό μέρος περνώντας από στενά τούνελ και χαριτωμένα δρομάκια που χωράνε μετά βίας δύο αυτοκίνητα νιώθει μέρος αγώνα F1. Για να βρεθείς στη θάλασσα κατηφορίζεις έναν δρόμο που νομίζεις σε πηγαίνει σε έναν πεντάστερο Παράδεισο. Όλα γύρω λάμπουν. Η θέα από κάθε σημείο του διαδρομής εξαίσια, κόβεται απότομα μόλις βρεθείς στη χαμηλότερο σημείο του λιμανιού. Εκεί αρχίζει ένα θρίλερ με παιχνίδια λούνα παρκ και φαγώσιμα πανηγυριού που πληγώνουν την αισθητική του τόπου και βοηθούν στην γρήγορη απομυθοποίησή του αλλά και στο δρόμο της επιστροφής.

Η Νίκαια, δεν μπορώ να πω ότι μας ξετρέλανε. Πολύ τραμ, αρκετοί πεζόδρομοι, μαγαζάκια, μια κεντρική πλατεία που δεν διαφέρει από τις άβερεϊτζ κεντρικές πλατείες της Ευρώπης, καφέ, εστιατόρια χωρίς χρώμα, όμορφη παραλιακή – Promenade des Anglais το όνομά της, δηλαδή αγγλικός περίπατος – για αμέριμνες βόλτες με μπλαζέ διαθέσεις.

Στην πλατεία Massena φάγαμε τις πιο μεγάλες γαρίδες που έχω δει στη ζωή μου, πιθανότατα προϊόν μολυσμένου από πυρηνικά απόβλητα εργαστηρίου, και μια ψαρόσουπα χωρίς ψάρια από αλεσμένα κοχύλια, πεταλίδες και άλλα όστρακα του ωκεανού που τραγάνιζε στα δόντια και έγδερνε λάγνα το λαρύγγι σε κάθε γουλιά.

Μια νύχτα βραχήκαμε ως το μεδούλι του εσωτερικού εαυτού μας, μαζί και του «είναι» μας, αυτού που εμπεριέχει το «εγώ» μας, για να μάθουμε να μην ακούμε τον μετεωρολόγο μέρας φίλο που κοιτάζοντας ψηλά αναφώνησε, «μη βαλετέ στο αυτοκίνητό εισι-τη-ριό για το πα-ρκ-ίνγκ, σε λιγό θα βρε-ξεί και δε θα βγει κανείς για γρά-ψι-μό».

Σε ποια γλώσσα το είπε, μη με ρωτάτε. Χρησιμοποίησε όλες τις γλώσσες, εκτός από τη δική του για όλο αυτό το κατεβατό που χαριτογράφοντας προσπάθησα να μεταφέρω με γαλλική προφορά και ελληνικά γράμματα. Χρησιμοποίησε όλες τις γλώσσες εκτός από τη δική του, όχι τη γλώσσα της χώρας του, δηλαδή τα γαλλικά, μάλλον δηλαδή, εκτός από τη γλώσσα του στόματός του. Ω, ναι. Αυτό εί-ναί που στην πραγμα-τι-κό-τη-τά εννοώ με αποτυχη-με-νό γαλλι-κό αξάν.

Κάναμε αμέριμνοι βόλτα και καταλήξαμε να παίξουμε τα back stage του dancing in the rain. Σε γενικές γραμμές περάσαμε τέλεια μην ακούτε που υπερβάλλω. Άνθρωπος είμαι. Απλά πολλαπλασιάστε ό,τι γράφω επί 0,7 και θα δείτε την ωμή αλήθεια.

Αν τα πολλαπλασιάσετε όλα, την πατήσατε γιατί θα πολλαπλασιάσετε και το «Απλά πολλαπλασιάστε ό,τι γράφω επί 0,7 και θα δείτε την ωμή αλήθεια» και θα έχουμε 0,7 επί 0,7 = 0,49 επί 0,7 επί 0,7… και θα καταλήξουμε στο μηδέν δηλαδή στην αρχή μπερδεμένοι, με μια σκέτη ωμή χωρίς αλήθεια.

Δεν θα υπερβάλλω άλλο. Ζήσαμε πρωτόγνωρες εμπειρίες, σπουδαίες στιγμές σε κατάμεστο από 2000 ανθρώπους θέατρο στο οποίο μας μετέφερε μια λιμουζίνα δεκαπέντε μέτρ… Εντάξει σταματώ όντας απόλυτα πεπεισμένος ότι τώρα αναρωτιέστε επί πόσα να πολλαπλασιάσετε το παραπάνω. Αν όλοι μας έχουμε κάτι σπουδαίο να μοιραζόμαστε είναι ότι ανήκουμε σε ένα είδος που αρέσκεται να συλλέγει εμπειρίες. Η αλήθεια πίσω από αυτές είναι μια έννοια σχετική.

Αν κάτι νομίζω ότι αξίζει να μεταφέρω από το συγκεκριμένο ταξίδι δεν είναι ούτε οι αλήθειες του, ούτε οι υπερβολές του. Είναι κάποιες σκέψεις που γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού. Και με αυτό κλείνω (το μπάντζι τζάμπινγκ από τον τριακοστό όροφο του ξενοδοχείου θα το περιγράψω άλλη φορά):

«Ταξιδεύουμε για να δούμε ή για να ταξιδέψουμε; Γιατί η προσμονή του “τι θα δούμε” μοιάζει μεγαλύτερη από τη χαρά όταν το βλέπουμε. Το ταξίδι μοιάζει να κλείνει μία από τις πρωτόγονες τρύπες στη ψυχή του ανθρώπου. Από πού έρχομαι, πού πάω, ποιος είμαι; Έρχεσαι από παντού, πας παντού, είσαι τα πάντα. Καλά ταξίδια και καλή χρονιά σε όλους».

Ο Νικόλας Σμυρνάκης αλλού γεννήθηκε κι αλλού ζει. Καταδιώκεται στον ύπνο και στον ξύπνιο του από έναν άνθρωπο σε ένα ΝηΣί, ο οποίος του συστήνεται και ως Σκιά (όχι πολύ υπάκουη – για σκιά πάντα). Συχνά γράφει αντί γι’ αυτόν στο facebook.com/man.of.island.
Το www.IslandOfMan.me είναι ο δικτυακός τόπος που μοιράζονται. Όχι πάντα αναίμακτα.