“Όταν οι «όλοι» γίνουμε «εμείς»”

tumblr_lyiqmm4g5C1r1cwub

– άρθρο δημοσιευμένο στην εφημερίδα πόλης Monitor, 2012

– στήλη Το ΝηΣί του ανθρώπου

Ο άνθρωπος στο ΝηΣί σκέφτεται:

Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία κι ανασταίνεται πρώτη όταν βρεθούν δέκα άνθρωποι να πουν «όχι» σε όσα μας σκοτώνουν. Κι οι δέκα γίνουν εκατό κι οι εκατό γίνουν χίλιοι κι οι χίλιοι γίνουν «όλοι» κι οι «όλοι» γίνουμε «εμείς».    

– – – – – – – – – – – – – –

Ένα χρονογράφημα όπως θέλει να λέγεται τούτο εδώ, με έμπνευση την πόλη και στόχο την παραγωγή ιδεών μέσα από τις ιστορίες της, πρέπει να ακολουθεί μια συγκεκριμένη συλλογιστική.

Πρώτον να χρονογραφεί, δεύτερον να παράγει ιδέες μέσα από της ιστορίες της πόλης. Όταν η πόλη σου δεν παρέχει ερεθίσματα για να παράγεις ιδέες, τότε πρέπει ή να αλλάξει πόλη ή να αλλάξεις στήλη.

Υπάρχει και άλλη επιλογή: Να καταλάβεις ότι οι άνθρωποι της πόλης σου και όλων των άλλων πόλεων δεν είναι παρά πρωταγωνιστές μιας κοινής ιστορίας πόλεων για την οποία θα έπρεπε να δημιουργηθεί μια νέα στήλη στην εφημερίδα, με πανελλαδική χροιά. Κι αυτό γιατί τα τοπικά προβλήματα είναι πια εθνικά προβλήματα, η τοπική αγανάκτηση είναι εθνική αγανάκτηση, η τοπική ελπίδα είναι εθνική ελπίδα.

Οι άνθρωποι της πόλης σου είσαι εσύ, οι άνθρωποι της πόλης σου είναι όλοι οι άνθρωποι όλων των πόλεων της χώρας σου. Δεν ξέρεις τι να περιμένεις από αυτούς γιατί δεν ξέρεις τι να περιμένεις από σένα. Τη μια μέρα οι αντιδράσεις παγώνουν, την άλλη το ηθικό αναπτερώνεται. Τα διλήμματα ξεφυτρώνουν στο δρόμο σαν μανιτάρια, η αντίδραση γίνεται αναμονή, η αναμονή ελπίδα και η ελπίδα καταρρακώνεται ξανά από την σκέψη: «μα γιατί ήλπιζα, αφού πιο πιθανό είναι η αλλαγή να ασχοληθεί με την πολιτική, απ’ το να αλλάξουν οι πολιτικοί».

Ελπίζαμε γιατί είχαμε ανάγκη να ελπίζουμε, όπως ακριβώς εκείνοι είχαν ανάγκη να μας κάνουν να ελπίζουμε, για να βρουν χρόνο να σκοτώσουν την ελπίδα μας. Αυτή που πεθαίνει πάντα τελευταία. Και ανασταίνεται πρώτη όταν βρεθούν δέκα άνθρωποι να πουν «όχι» σε όσα μας σκοτώνουν. Κι οι δέκα γίνουν εκατό κι οι εκατό γίνουν χίλιοι κι οι χίλιοι γίνουν «όλοι» κι οι «όλοι» γίνουμε εμείς.

«Άκουγα φασαρία προς το κέντρο της πόλης. Αποφάσισα να προχωρήσω. Όσο πλησίαζα στην πλατεία η φασαρία γινόταν βουή και η βουή ξεκάθαρες φωνές ενός χαώδους πλήθους που δε ζητούσε πια ελευθερία, δημοκρατία, δικαιοσύνη, δεν αγανακτούσε ούτε ένιωθε αδικία. Είχε πάρει την τύχη στα χέρια του, χέρια που πλήθαιναν ώρα με την ώρα και μπλέκονταν σε όλο και περισσότερες ελπιδοφόρες αγκαλιές».

Αυτή την ιστορία πόλης δεν την είδα για να τη μεταφέρω. Την ήλπισα, τη φαντάστηκα, την πεθύμησα, την αγάπησα, τη θέλησα. Μα πάνω απ’ όλα τη μοιράστηκα.