“Ο άλλος μας εαυτός”

tumblr_lyiqelNB5U1r1cwub

– άρθρο δημοσιευμένο στην εφημερίδα πόλης Monitor, 2011

– στήλη Το ΝηΣί του ανθρώπου

Ο άνθρωπος στο ΝηΣί σκέφτεται:

«Όταν λυπόμαστε τους άλλους είναι επειδή βλέπουμε στα παθήματά τους το ενδεχόμενο μέλλον μας. Στο τέλος, δε λυπόμαστε παρά τον εαυτό μας»

– – – – – – – – – – – – – –

Ίσως να το έχετε δει. Στη Δαιδάλου κυκλοφορεί. Κι αν δεν το έχετε δει επειδή δεν έτυχε να το δείτε ή γιατί δεν είστε από το Ηράκλειο κι ούτε βρεθήκατε εδώ γύρω τελευταία, φανταστείτε το. Ποιο; Με τόσα παράλληλα σχόλια, ξέχασα. Αστειεύομαι. Και τώρα, σοβαρεύομαι:

Το ύφος του, λόγω της φύσης της αναγκαστικής εργασίας στην οποία κάποιος, προφανώς βίαια τον ωθεί καθημερινά, δεν μπορεί να πει κανείς ότι είναι δουλεμένο να ανταποκρίνεται και να γλυκαίνει στη θέα του περαστικού. Ανέκφραστος και χωρίς συναισθηματική χροιά – σιγά να μην περιμέναμε να νιώθει τα βαριά λαϊκά που δεν καταφέρνουν να καταλάβουν ενήλικες με εμπειρία ζωής – δε μοιάζει να παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο καλλιτεχνικό ενδιαφέρον.

Κανένα μαρκετίστικο πλακάτ του τύπου: «δεν μπορώ να δω τον ήλιο το πρωί, δεν μπορώ να απαντήσω σε ένα χαμόγελο, όμως κάθε πρωί προσπαθώ να χαμογελώ» δεν τον ακολουθεί όπου κι αν πηγαίνει, μήπως και μιλήσει στις κουφάλες της καρδιάς του κάθε βολεμένου, που θέλει ένα παραπάνω σπρώξιμο για να επιβεβαιώσει την ανθρωπιά του.

Παρόλα αυτά, και τον κόσμο μαζεύει και τα κέρματα πέφτουν πάνω στη θήκη του μπαγλαμαδακίου. Γιατί; Γιατί το θέαμα που προσφέρει έχει τεράστιο κοινωνιολογικό ενδιαφέρον. Έχει καστανόξανθα μαλλιά τα οποία μοιάζουν καθαρά, τα ρούχα του είναι φυσιολογικά και το δέρμα του σταρένιο. Ή μήπως θα έπρεπε να πω: δεν είναι πολύ μελαχρινό, δεν κρέμονται διάφορα στολίδια από το λαιμό του και δε φωνάζει «κύριους κύριους, τα μου ντώσεις κάτι να φάω;». Ένα τέτοιο αγόρι, ίσως να μη μας έκανε καμιά εντύπωση. Ακόμα χειρότερα, ίσως μας φαινόταν ότι δικαιολογημένα βρίσκεται στη θέση αυτή.

Μα με τούτο εδώ, το πράμα αλλάζει. Σκληρός απ’ έξω, μα με μια υπόγεια μελαγχολία μπερδεμένη στα βλέφαρα, βουτηγμένη στα μάτια. Τόσο δικός μας και τόσο άλλος. «Ώπα ρε φίλε, αυτός μας μοιάζει», σκέφτεται ο περαστικός που όσο πνιγμένος στα χρέη κι αν είναι, τέτοια καριέρα δεν τη φαντάζεται για αυτόν ή τα παιδιά του. Πολλοί τον κοιτάνε για να συνειδητοποιήσουν ότι υπάρχει, άλλοι περιμένουν να ακούσουν την προφορά του για να σιγουρευτούν ότι είναι Ελληνάκι ή στη χειρότερη Ευρωπαίος (δικός μας και πάλι αν και πιο ξαδερφάκι).

Και στις δυο περιπτώσεις αποτελεί κάτι περίεργο, άξιο θέασης, λόγου και κανενός ευρού βεβαίως βεβαίως, μια και αν παρακολουθήσεις έναν καλλιτέχνη του δρόμου πάνω από δύο λεπτά, νιώθεις ότι πρέπει να κόψεις εισιτήριο.

Φαίνεται ότι οι άλλοι μας φοβίζουν πιο πολύ, κυρίως όταν μας μοιάζουν.  Ότι λυπόμαστε περισσότερο, αυτό που φαντάζει πιο κοντά μας. Δε λυπόμαστε, δηλαδή, παρά τον εαυτό μας ή καλύτερα, την πιθανότητα να βρεθεί ο εαυτός μας στη θέση εκείνου που μας μοιάζει.

Ο εαυτός μας – ο άλλος – ο άλλος μας εαυτός.