“Μια πλατεία σε ανοιχτή ακρόαση”

tumblr_lyioxo6O3t1r1cwub

– άρθρο δημοσιευμένο στην εφημερίδα πόλης Monitor, 2011

– στήλη Το ΝηΣί του ανθρώπου

Ο άνθρωπος στο ΝηΣί σκέφτεται:

«Το απρόοπτο κάνει τη ζωή ενδιαφέρουσα, ενώ το σοφά προγραμματισμένο κάνει ό,τι μπορεί»

– – – – – – – – – – – – – –

Τόπος: Κεντρική πλατεία της πόλης. Αυτής με το σιντριβάνι, που άλλοτε κλαίει κι άλλοτε γελάει. Ανάλογα με τα κέφια των συντηρητών του. Σε μια πόλη που άλλοτε κλαίει κι άλλοτε γελάει. Ανάλογα με τα κέφια των συντηρητών της και αυτή.  Μια βιβλιοθήκη που ανακαινίζεται 4 χρόνια μέσα σε ένα κτίριο 104άρων χρόνων κοιτά ανήμπορη τους λέοντες του σιντριβανιού. Εκείνη δεν μπορεί ούτε να κλάψει ούτε να γελάσει. Μόνο να ανακαινίζεται μπορεί.

Χρόνος πρόσφατος, μέρα τύποις απριλιάτικη, μα όχι κατ’ ουσία ανοιξιάτικη. Ούτε κρύα ούτε ζεστή, σαν τη διάθεση των ανθρώπων που βγήκαν στο κυνήγι ενός ζωοφόρου ήλιου, μα ξέχασαν τα δολώματα (βλέπε: χαμόγελα) σπίτια τους.

Από τη μη αίσθηση, προτιμότερη η αρνητική αίσθηση και οι άνθρωποι στην πλατεία φαίνονται να αναζητούν κάτι σε αίσθηση. Ας είναι αρνητική.

Ένα παιδαρέλι γύρω στα πέντε, ξανθομάλλικο και τολμηρό, αλαφροντυμένο με την ανοχή των βορειοευρωπαίων γονιών του, επεξεργάζεται το νερό στο σιντριβάνι. Αυτό που άλλοτε κλαίει κι άλλοτε γελάει. Το αγόρι μόνο γελάει.

Ανακατεύει το νερό και κοιτά τον εαυτό του. Εαυτός ξανθομάλλικος, αλαφροντυμένος, με εικόνα που τρέμει ανάμεσα στους κυματισμούς που δημιουργεί το νεροπνιγμένο αεράκι. Το αγόρι προσπαθεί να πλησιάσει τον εαυτό του. Να γίνουν ένα πρόσωπο. Το πρόσωπό του αγοριού. Το πρόσωπο του εαυτού του. Θα νομίζει ότι κάνει το ίδιο. Δεν ξέρει ακόμη ότι είμαστε αυτό που νομίζουμε για τον εαυτό μας και γινόμαστε αυτό που νομίζουν οι άλλοι για μας. Πλησιάζει κι άλλο. Πιο πολύ. Περισσότερο δε γίνεται. Μπλουμ.

Οι γύρω καφετέριες ξεσηκώνονται. Δυο κορίτσια στο διπλανό παγκάκι λύνονται στα γέλια. Ο «βόρειος» πατέρας πλησιάζει το αγόρι αργά, με ένα ειλικρινές μειδίαμα κολλημένο στα χείλη. Το μισό το απευθύνει στο γιο του και το άλλο μισό στα κορίτσια. Η «βόρεια» μάνα, σχεδόν ατάραχη παρακολουθεί την σκηνή της ανώδυνης σωτηρίας του γιου της.

Παίρνει εκείνη την έκφραση συγκρατημένης ανησυχίας που έχουν οι αγαπημένες των σούπερ ηρώων. Ξέρουν τη δύναμη των υπερ-αγοριών τους και δεν ανησυχούν παρά για τούτο. Να μην αποκαλυφθεί η ταυτότητά τους.

Παίρνει τη σίγουρη έκφρασης μιας μάνας που ξέρει ότι αν δεν πέσει, δεν χτυπήσει, δεν κλάψει ο γιος, δε θα ξεπεράσει ποτέ τον πατέρα. Δε θα γίνει ποτέ σούπερ ήρωας.

Το αγόρι που μόνο γελούσε στάζει από πάνω ως κάτω. Τώρα είναι η ώρα για να κλάψει. Μα δεν κλαίει γιατί βλέπει τη μαμά του ατάραχη. Δεν τα βάζει με τον άντρα της, δεν τρέχει πανικόβλητη να του βρει ρούχα για να μην κρυώσει, δεν το μαλώνει.

Τα κορίτσια ακόμη γελάνε. Τηλεφωνούν στις μαμάδες τους και ανακοινώνουν τα ευτράπελα. Ξεκαρδίζονται σε ανοιχτή ακρόαση.

Τα χείλη σιγά σιγά συσπώνται, οι άκρες τους ανηφορίζουν, τα πρώτα χαμόγελα κρέμονται από τα μάγουλα. Τώρα γελάει όλη η πλατεία σε ανοιχτή ακρόαση. Όχι με το αγόρι. Με τα κορίτσια. Η αναποδιά φέρνει γέλιο, το γέλιο φέρνει κι άλλο γέλιο και το πολύ γέλιο φωτίζει τα πρόσωπα.

Έκανα λάθος στην αρχή. Οι άνθρωποι της πλατείας δεν ξέχασαν τα δολώματα σπίτια τους. Τα κουβαλούσαν μέσα τους από την αρχή. Βρήκαν το αντίδοτο στην απουσία ήλιου κι εγώ θέμα για το επόμενο άρθρο μου.