“Μια λακκούβα δρόμος”

tumblr_lyimk5fPI81r1cwub

– άρθρο δημοσιευμένο στην εφημερίδα πόλης Monitor, 2011

– στήλη Το ΝηΣί του ανθρώπου 

Γεια σου Ηράκλειε. Ήθελα να σου πω ότι είσαι όμορφος. Κι ας είσαι πόλη. Εγώ αρσενικό σε βλέπω. Με αυτόν τον χειμωνιάτικο ήλιο πάνω απ’ το κεφάλι σου, ίδιος φωτεινός κούρος.

Δεν είσαι μόνο όμορφος αλλά και πνευματώδης. Με τα καινούρια σου μουσεία, τα (meant to be) πολιτιστικά κέντρα, τις κινήσεις πολιτών, τις εκθέσεις, τις παραστάσεις, τα free press σου, βάζεις κάτω Παρίσια και Λονδίνα. Ξέρεις τι πιστεύω; Ότι όσοι σε κατηγορούν σε ζηλεύουν. Αν υπήρχε δικαιοσύνη θα σε είχαν ανακηρύξει μόνιμη πολιτιστική πρωτεύουσα της Ελλάδας.

Τόσο καιρό με γυρισμένη την πλάτη σου στη θάλασσα, σε εμπαίζανε γιατί σε φθονούσαν. Είχανε ξαναδεί όλοι αυτοί οι έξυπνοι, παραλία με τσιμεντένια πλάτη; Πού να καταλάβουν από alternative urban style και σουρεάλ ρυμοτομία οι άτεχνοι.

Και τώρα; Τώρα που αξιοποιείς την παραλιακή σου, που γυρνάς τη γυρισμένη πλάτη σου, έτοιμος να μας κοιτάξεις κατάματα, τι έχουν να πουν όλοι αυτοί οι κριτικοί των πόλεων. Αλλά από κριτικούς χωρίς κρίση (θα τους έχει χτυπήσει κι αυτούς η κρίση), τι να περιμένεις; Τελικά, ξέρεις τι νομίζω; Ότι οι μόνο κριτικοί με κρίση (κι ας τους έχει χτυπήσει κι αυτούς η κρίση) είναι οι Κριτικοί με ήτα.

Μόνο αυτοί μπορούν να καταλάβουν την αξία σου. Όλοι οι άλλοι είναι τυφλοί, γιατί είναι άδικοι. Ακόμα κι η δικαιοσύνη άδικη είναι. Αφού είναι τυφλή. Κοκκινίζω τώρα που το σκέφτομαι, αλλά νομίζω ότι σχεδόν με διεγείρεις. Να, όταν παίρνω το αυτοκίνητο να επισκεπτώ το κέντρο σου, την καινούρια ατέλειωτη (βλέπε:μεγάλη, ξανα-βλέπε:ανολοκλήρωτη) παραλιακή σου, νιώθω τέτοια αδημονία που…. Αλλά ποτέ δεν καταφέρνω να φτάσω. Ούτε στην παραλιακή, ούτε στο κέντρο.

Ξέρεις γιατί δεν τα καταφέρνω; Όχι, όχι επειδή ντρέπομαι να σε συναντήσω όπως ο ερωτευμένος τον ερωτευμένο του, αλλά γιατί στη μέση της διαδρομής πάντα γυρνάω πίσω. Μη χαμογελάς, άπιστε εκνευριστικέ τύπε της πεντάρας και μην το παίζεις εμένα αγνός και ενάρετος. Τα ξέρω όλα. Και πρώτα απ’ όλα ότι είσαι περπατημένος. Οι δρόμοι σου τα μαρτυρούν όλα. Τι νομίζεις, δε βλέπω τα σημάδια στο σώμα σου, τις λακκούβες στους δρόμους σου; Τι είμαι, τυφλός; Δεν τις βλέπω απλά, πέφτω ολόκληρος μέσα τους.

Τι σου κάνουν αυτά τα αυτοκίνητα και σε κάθε πέρασμά τους, τους χαρίζεις κομμάτια από το σώμα σου, τσιμέντο από τους δρόμους σου; Είναι καλύτεροι αυτοί από μένα. Πέρυσι δε σου χάρισα τα σχεδόν καινούρια αμορτισέρ μου; Παράτα με, τι να τα κάνω τα πολιτιστικά σου και τις παραλιακές σου, όταν δεν μπορώ να φτάσω σε αυτά; Είσαι γεμάτος τρύπες, πέφτω πάνω στις ατασθαλίες σου, τις οποίες όχι μόνο κάνεις χωρίς τύψεις, αλλά δεν έχεις τη διακριτικότητα ούτε να τις μπαλώσεις.

Δεν ντρέπεσαι καθόλου; Τσίπα δεν έχεις πάνω σου; Δεν είναι οι δρόμοι σου γεμάτοι κακοτεχνίες, αλλά οι κακοτεχνίες σου γεμάτοι δρόμους. Μη με πατρονάρεις εμένα. Ξέρεις τι εννοώ κακοτεχνίες…, αμαρτωλέ.

Μάθε πρώτα να καλύπτεις τις ατιμίες σου και μετά να με καλείς να επισκεπτώ τα αξιοθέατά σου, σάτυρε. Κάθε φορά που βγαίνω από το σπίτι και πέφτω πάνω ή μέσα, σε άλλη μία από τις λακκουβο-πομπές σου, με πληγώνεις. Δεν το καταλαβαίνεις, άπιστε;

Άπιστε, σάτυρε, αχρείε…, όμορφε. Ναι, είσαι όμορφος. Κι ας μου φέρεσαι άσχημα, ας σου μιλάω σκληρά, πάλι όμορφο σε θεωρώ. Κάνε με να ξανανιώσω ασφαλής. Δείξε μου ότι ενδιαφέρεσαι για μένα, έστω και τώρα κι εγώ είμαι διατεθειμένος να τα ξεχάσω όλα. Να σε συγχωρέσω.

Σ’ αγαπάω ρε ηλίθιε. Δεν το καταλαβαίνεις;