“Μη μου κορνάρεις Χριστουγεννιάτικο”

tumblr_lyim5dz8fT1r1cwub

– άρθρο δημοσιευμένο στην εφημερίδα πόλης Monitor, 2011

– στήλη Το ΝηΣί του ανθρώπου 

Κρητικό μεσημέρι Σαββάτου, χειμωνιάτικη γλυκόξανθη μέρα του Δεκέμβρη με ήλιο χωρίς ντροπές και δόντια. Τόπος: Πλατεία Ελευθερίας. Πούντηνα; Όχι την πλατεία, αλλά την ελευθερία στις μέρες μας; Πόσο μοιάζει αυτή η Ελευθερία με ξεφτισμένη φιγούρα παιδιού σε αφίσα αεροδρομίου που αγνοείται τρία τουλάχιστον χρόνια. Όλοι εύχονται να βρεθεί αλλά κανείς δεν το πολύπιστεύει πια.

Η ελευθερία παλεύει για τη ζωή της μέσα στα χέρια των απαγωγέων της και η πλατεία Ελευθερία σφύζει από ζωή κάτω από τα πόδια των επισκεπτών της.Βρίσκομαι διπλοπαρακαρισμένος έξω από την Αστόρια και παρατηρώ. Τα λεωφορεία με προσπερνάνε άνετα και οι οδηγοί δε ζητάνε τα ρέστα. Δείγμα ότι μάλλον δεν εμποδίζω ιδιαίτερα.

Είμαι όμως παράνομος. Ναι, το παραδέχομαι. Φέρτε μου Ευαγγέλιο, Κοράνι, Τορά, Ταλμούδ, Ντάρμα Σάστρα να ορκιστώ. Μη μου φέρετε. Από τότε που πήγαν χαμένα οι όρκοι αιώνιας πίστης, τα παρακάλια και τα σταυροκοπήματά μου σε έναν αγώνα μπάσκετ της Εθνικής με τη Σερβία (χάσαμε στην παράταση), έχω να ορκιστώ. Μα κι Αυτός. Του είχα τάξει αιώνια υποταγή και την αρνήθηκε.

Στο θέμα μας. Είμαι παράνομος. Γράψε με, τιμώρησέ με, βάλε με φυλακή, μαστίγωσέ με. Μόνο μη μου κορνάρεις. Άσε με να ακούω τα λαμπάκια πώς φωσφορίζουν, Χριστούγεννα έχουμε. Κοίτα έξω. Οι γονείς με τα παιδιά τους περπατούν πιασμένοι χέρι χέρι. Τα χείλη των μεγάλων είναι ακόμα σφιγμένα γιατί τα πιτσιρίκια ζητούν δώρα ίσης αξία με πέρυσι. Δεν καταλαβαίνουν αυτά από δυσχερείς όρους δανεισμού. Ευτυχώς. Τα χείλη ακόμα σφιγμένα αλλά τα βλέφαρα επιτέλους ελαφριά, τα μάτια πιο καθαρά. Σαν να έχουν κλάψει καθαρτήριο κλάμα, και τώρα ξεπλυμένα από το κακό – αν και λίγο πρησμένα – βλέπουν καλύτερα την ελπίδα στο αύριο.

Στο θέμα μας. Κάνε μου ό,τι θες μόνο μη μου κορνάρεις. Έχουν περάσει πενήντα, εξήντα αυτοκίνητα μα ένας δεν άντεξε. Θα τον κατέβαλε το πνεύμα του… Αλήθεια, ποιος είναι ο εχθρός του Άγιου Βασίλη. Α, ναι, ο χρόνος. Τον κατέβαλε το πνεύμα του Χρόνου. Φέτος.

Κολλάει από πίσω μου, χτυπιέται, φωνάζει. Ακούνητος εγώ. Ξεκινά, έρχεται δίπλα μου, ανοίγει το δεξί παράθυρο, χτυπιέται, φωνάζει. Ακούνητος εγώ. Τύπος καλοβαλμένος, γύρω στα εξήντα, η μία άκρη από το μουστάκι του εδώ η άλλη απέναντι. Η πλατεία όλη στραμμένη πάνω μας. Τώρα έχει διπλοπαρκάρει αυτός, ακριβώς δίπλα μου, κλείνοντας τελείως την κυκλοφορία. Έχει δίκιο βλέπετε. Και όποιος έχει δίκιο δικαιούται να αδικεί προασπίζοντας το δίκιο του. Για να δικαιωθεί. «Δικαίως».Και να σου οι κόρνες από πίσω να με καρφώνουν, ο ήχος από τα βλέμματα να με ξεκουφαίνει.

Το βλέμμα του τόξο, οι κόρες του βέλη, αναψοκοκκινισμένος, χτυπιέται, φωνάζει, η γυναίκα του, του κρατά το χέρι. «Φύγε, Βασίλη, φύγε», τον προτρέπει και τρέμει μη πάθει τίποτα. Εγώ ακούνητος τον κοιτώ και φοβάμαι. Τους περαστικούς, εκείνον, τα φωτάκια της πλατείας, αριστερά μου, την πινακίδα νέον δεξιά μου. «Συγνώμη Βασίλη», θέλω να του ψελλίσω, μα και το συγνώμη με φοβίζει. Με προσπερνά. Συνεχίζει να χτυπιέται και να φωνάζει. Η ουρά από πίσω μας διαλύεται, οι κόρνες σιγούν, ο φόβος εξανεμίζεται και συνειδητοποιώ.

Δεν έφταιγε εκείνος που χτυπιόταν και φώναζε, αλλά εγώ που τον έκανα να χτυπιέται, να φωνάζει. Αρκούσε ένα «συγνώμη» από μένα και ένα «δεν πειράζει» από εκείνον.

Ήρθαν τα Χριστούγεννα, βγήκα να πάρω δώρα αξίας κάποιων ευρώ αλλά ένα τσάμπα συγνώμη σε έναν τύπο με φαρδύ μουστάκι που τον λέγανε Βασίλη δεν μπορούσα να το πω.

Ξέρω τι δώρο θέλω φέτος από τον Άγιο Βασίλη. Να με συγχωρήσει για τις φορές που δε ζήτησα συγνώμη. Μα να ζητώ τώρα, αυτό που δεν προσέφερα ως τώρα; Τι θράσος!

Σου ζητώ συγνώμη, φίλε μου, Άγιε μου, κύριε Βασίλη. Μόνο, σε παρακαλώ, μη μου κορνάρεις Χριστουγεννιάτικο.