Νικόλας Σμυρνάκης | Κάμερα αν-ασφαλείας (διήγημα)

Διήγημα δημοσιευμένο στο e-book “Οκτώ ιστορίες για μια πλατεία”, εκδόσεις Openbook
Κατεβάστε δωρεάν το ebook πατώντας εδώ

—————–

12/12/2012

Βράδυ, 22:30

ΣΥΝΗΘΩΣ ΟΛΑ ΤΑ ΒΛΕΠΩ ΞΕΚΑΘΑΡΑ ΚΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΑ. Λογικό, με αντέννα όμνι τρία Ντι Μπι. Όταν λέω «τα βλέπω όλα», εννοώ όλα, ακόμα και τη νύχτα. Ας όψεται το νάιτ βίσιον εκατό μέτρων. Έχω απόλυτη αίσθηση της πραγματικότητας, πολλές φορές και των συναισθημάτων που απορρέουν από όσα παρακολουθώ. Πώς να μην έχω με το σένσορ Σι Εμ Όου Ες, ένα προς τρία δεύτερα; Η οπτική μου γωνία είναι πάντα ευρεία, με βιού άνγκλ τουλάχιστον πενήντα μοιρών και συνήθως δε μιλάω.

Καταγράφω κι αναμεταδίδω με τρόπο αντικειμενικό σαν όλες τις κάμερες ασφαλείας. Μα απόψε το βράδυ λέω να κάνω μια εξαίρεση γιατί το αποψινό βράδυ δεν είναι σαν τα άλλα.

Η ώρα είναι δέκα και μισή. Βρίσκομαι στην πλατεία Συντάγματος, κρεμασμένη από τον στύλο τέσσερα, όπως τον ονομάζουν οι τεχνικοί του τμήματος ασφαλείας. Νομίζουν ότι είμαι εκτός λειτουργίας αλλά εγώ συνεχίζω να παρακολουθώ από δω πάνω σχεδόν τα πάντα.

Ο σεισμός που προηγήθηκε με ταρακούνησε λίγο αλλά ευτυχώς δεν έπαθα ζημιά. Η ανησυχία στην πλατεία είναι διάχυτη. Ο κόσμος αναστατώθηκε αλλά κανείς δε φεύγει. Η αναστάτωση μεγαλώνει και προέρχεται από ένα νέο σεισμό, πολλαπλών όσο και εσωτερικότατων ρίχτερ με επίκεντρο αυτή τη φορά την αναπτερωμένη ελπίδα του ανθρώπου. Ο νέος σεισμός προκλήθηκε απ’ την εξής πληροφορία.

«Στρατός, μυστικές υπηρεσίες και αστυνομία συντάσσονται με τους διαμαρτυρόμενους πολίτες που βρίσκονται στους δρόμους. Οι πολιτικοί βρίσκονται υπό περιορισμό».

Αντίθετα με τον προηγούμενο σεισμό που έφερε γενική συσκότιση, αυτός προκαλεί εθνική φώτιση. Πλήθος ανθρώπων, όσο μου επιτρέπει η γωνία κλίσης μου να δω, καταφθάνουν στην πλατεία από παντού. Η νέα πληροφορία μεταδίδεται ακόμα και από τα καθεστωτικά κανάλια που έχουν καταληφθεί από τους εργαζομένους και καλούν τον κόσμο σε όλες τις πόλεις και τα χωριά να βρεθούν στις πλατείες.

Το χαώδες πια πλήθος στο Σύνταγμα δε ζητάει ελευθερία, δημοκρατία και δικαιοσύνη, δεν αγανακτεί ούτε νιώθει αδικία. Μονάχα εξιλέωση. Έχει πάρει την τύχη στα χέρια του. Χέρια που λεπτό με το λεπτό μπλέκονται σε όλο και περισσότερες ελπιδοφόρες αγκαλιές.

Οι εξελίξεις είναι ραγδαίες. Συνδέομαι με μια συνάδελφό μου, μυστική πράκτορα, την XSI 250 που δουλεύει σαν εσωτερική κάμερα στα ενδότερα της Βουλής και μετά από άδειά της περιγράφω ό,τι καταγράφει.

Ο πρωθυπουργός έχει παραδοθεί και κάθεται με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη του σε μια αυτοκρατορική πολυθρόνα. Ανάμεσα σε εκείνον και τον εκπρόσωπο των διαμαρτυρόμενων πολιτών εξελίσσεται μια ήπιων τόνων συζήτηση. Δεν γνωρίζω τι έχει ειπωθεί μεταξύ τους νωρίτερα αλλά αν χρειαστεί η XSI 250 θα μας διαθέσει το αρχείο της. Μεταφέρω το διάλογο από δω και πέρα:

«…δεν έχεις άλλη επιλογή. Ή ομολογείς ή σε παραδίδουμε στο πλήθος. Σύσσωμο το υπουργικό συμβούλιο κρατείται στο διπλανό δωμάτιο. Οι υπόλοιποι τριακόσιοι είναι υπό περιορισμό ο καθένας στο σπίτι του. Σύντομα θα οδηγηθείτε όλοι στη δικαιοσύνη. Από εσένα όμως εξαρτιόνται όλα. Αν μιλήσεις εσύ, θα μιλήσουν όλοι. Αν δεν ομολογήσεις τώρα, καλύτερα να σκεφτείς με τι επιχειρήματα θα αποκρούσεις τον κόσμο έξω στην πλατεία».

Ο πρωθυπουργός κοιτά με τη μία κόρη του ματιού του διασταλμένη και την άλλη μισή, κατσιασμένη, σαν φοβισμένη κορασίδα που μαζεύεται μπροστά στη θέα του αυστηρού πατέρα. Τα χείλη του σμίγουν βίαια προσπαθώντας μάταια να συντρίψουν το ένα το άλλο και βγάζει μια υπόκωφη κραυγή, σαν να θέλει να υπενθυμίσει στον εαυτό του ότι οι φωνητικές του χορδές ακόμα λειτουργούν. «Τι θέλεις να πω;»,

«Την αλήθεια», λέει ο εκπρόσωπος.

«Δε γίνεται», απαντά ο πρωθυπουργός.

«Πάρτε τον», δίνει εντολή ο εκπρόσωπος και ο αρχηγός της αστυνομίας που παρατηρεί αμίλητος τόση ώρα κινεί το δείκτη και το μέσο που τώρα δείχνουν μαζί προς την ίδια κατεύθυνση. Δύο αστυνομικοί πλησιάζουν τον πρωθυπουργό. Τα μάτια του δεν συγκρατούν άλλο τον πόνο. Οι κόρες τους ξεσπάνε σε κλάματα, ο πρωθυπουργός δακρύζει, τα μάγουλα του λιπαίνονται από δυο σταγόνες ενοχής και φόβου.

«Σταματήστε, αν με πάτε έξω θα με σκοτώσουν. Θα μιλήσω που να σας πάρει ο διάολος. Θα μιλήσω».

Ο εκπρόσωπος ζητά από δύο δημοσιογράφους που είναι μαζί του, να ανοίξουν μία συνάδελφό μου, χειρός. Η φωνή και η εικόνα της μεταφέρονται σε όλους τους δέκτες πανελλαδικά. Οι συγκεντρωμένοι στην πλατεία παρακολουθούν από έναν τεράστιο προτζέκτορα.

Όλοι παγώνουν μόλις βλέπουν την εικόνα του πρωθυπουργού. Μόνο ένας δολοφόνος, ένας βασανιστής κι ένας καθεστωτικός πρωθυπουργός έχουν τη δύναμη να σπέρνουν το φόβο ακόμα και δεμένοι, ακόμα και νικημένοι.

«Τι έχετε να δηλώσετε;», ρωτάει ο εκπρόσωπος. Στην αρχή διστάζει. Είναι κι αυτός ο προβολέας που χύνει λευκό φως στο μέτωπό του. Η γωνία λήψης δεν τον κολακεύει. Το ξέρει ότι είναι γελοίο να σκέφτεται την εικόνα του μια τέτοια στιγμή, αλλά αυτού του είδους οι συνδέσεις έχουν πιάσει ρίζες στον εγκέφαλό του εδώ και χρόνια.

Οι αντιστάσεις του κάμπτονται γρήγορα, καθώς κάνοντας στο πόδι μια σιτσουέισον ανάλισις – κόλπο που του έμαθαν στο αμερικάνικο πανεπιστήμιο που σπούδασε – συνειδητοποιεί πως στην κατάσταση που είναι, μια από τις χειρότερες επιλογές του, είναι γι’ αυτόν η καλύτερη επιλογή. Μάλλον η λιγότερο χειρότερη, τουλάχιστον λιγότερο από τη χείριστη, βλέπε λιντσάρισμα στο Σύνταγμα ή ομολογία της αλήθειας από άλλον, πριν από αυτόν. Είναι σίγουρος ότι αυτοί οι γελοίοι εκφραστές της άμεσης δημοκρατίας θα του αναγνωρίσουν το ελαφρυντικό της άνευ όρων ομολογίας.

«Έχω να δηλώσω, ότι όλη η ιστορία της κρίσης ήταν προσχεδιασμένη εδώ και αρκετά χρόνια από πολύ υψηλά κέντρα αποφάσεων. Το χρέος κάποιων χωρών αποφασίστηκε να ονομαστεί δυσβάσταχτο και μη βιώσιμο για να οδηγηθούν στον υπέρογκο δανεισμό ο οποίος θα ήταν αδύνατον να ικανοποιηθεί. Έπειτα οι μεγάλες δυνάμεις θα νομιμοποιούνταν να ελέγξουν τους παραγωγικούς πόρους αυτών των χωρών. Η Ελλάδα επιλέχτηκε να είναι η πρώτη χώρα κι εμείς εκείνοι που θα βοηθούσαμε να εκτελεστεί το σχέδιο».

Στην πλατεία Συντάγματος, όπως και σε όλες τις πλατείες της Ελλάδας, η δύναμη της σιωπής που επικράτησε θα μπορούσε να παρομοιαστεί μόνο με αυτήν που πηγάζει από τον πιο εκκωφαντικό κρότο. Ένα διαπεραστικό καφετί γάβγισμα τρύπησε τον άηχο τοίχο πάνω από τα κεφάλια του πλήθους. Η επίσης καφέ πηγή του γαβγίσματος λαχταρούσε κόκκινους κρότους και γκρι καπνούς, από αυτούς που τσιμπάνε τα μάτια.

«Γιατί δεχθήκατε;», ρώτησε ο εκπρόσωπος, ήρεμος όπως πάντα.

«Αναγκαστήκαμε. Αν δεν το κάναμε εμείς θα το έκαναν άλλοι. Και από τη στιγμή που οι δυνάμεις αυτές σου προσφέρουν μια δυνατότητα, δεν μπορείς να την αρνηθείς. Αν το κάνεις θα βρεθείς στην καλύτερη περίπτωση νεκρός».

«Και για πόσα αναγκαστήκατε να το κάνετε;», ο εκπρόσωπος έσταζε ειρωνεία χωρίς να διαφαίνεται ίχνος ειρωνικό στη χροιά της φωνής του.

Το κεφάλι του πρωθυπουργού βάρυνε, το αίμα στις φλέβες του γουργούρισε την ανάγκη του να βρει υγρή διέξοδο από το σώμα.

Η παγωμάρα του πλήθους είχε αντικατασταθεί από ένα μουρμουρητό που όλο και δυνάμωνε. Τα γαβγίσματα πήραν να αλλάζουν χρώμα, κοκκίνισαν απειλητικά. Η πηγή τους, για λόγους που έχουν να κάνουν με τους φυσικούς νόμους, παρέμεινε καφέ.

Ο πρωθυπουργός προσπάθησε να κρατήσει τη ψυχραιμία του: «Τι σημασία έχει; Είτε δεχόμασταν είτε όχι, πάλι τα ίδια θα γίνονταν. Με εμάς νεκρούς ή παροπλισμένους και κάποιους άλλους στη θέση μας και πλουσιότερους κατά πολλά εκατομμύρια».

«Είστε διατεθειμένοι να δώσετε τα λεφτά αυτά πίσω στους Έλληνες πολίτες; Άλλωστε, προφανώς αυτοί που σας τα έδωσαν, το έκαναν για να περικόψετε μισθούς, να επιβάλλετε φόρους και να καταρρακώσετε συνειδήσεις. Έτσι δεν πιστεύουν τα αφεντικά σας; Ότι οι καταρρακωμένοι άνθρωποι είναι πιο εύκολα χειραγωγήσιμοι; Θα δώσετε λοιπόν τα χρήματα αυτά σε εκείνους που τα στερήσατε; Προσέξετε, αν δεν τα δώσετε εσείς, θα τα πάρουμε εμείς, αλλά αυτό είναι κάτι που δεν θα μετρήσει υπέρ σας στη δίκη. Κύριε εισαγγελέα, παρακαλώ», είπε ο εκπρόσωπος και ένας από τους κατά γενική ομολογία αδιάφθορους εισαγγελείς του πρώην ελληνικού κράτους διάβασε στον πρωθυπουργό, ενώπιον εμού και εκατομμυρίων ανθρώπων εντός και εκτός Ελλάδας – με τη συνάδελφο χειρός είχαν συνδεθεί τα περισσότερα ξένα δίκτυα – την κατηγορία εθνικής προδοσίας που του αποδιδόταν.

Το πλήθος δεν σιωπά πια. Βλέπω ξεκάθαρα τα στόματά τους να πάλλονται, οι γραμμές του προσώπου τους τεντώνονται και ελευθερώνονται εκσφεντονίζοντας κομμάτια ιδρώτα.

Μα το πλήθος ούτε και φώναζει. Στα δικά μου «αυτιά» τουλάχιστον. Το λέω αυτό γιατί έχασα το μικρόφωνό μου. Σκαρφαλωμένοι στο στύλο μου βρίσκονται τρεις διαδηλωτές οι οποίοι τραμπαλίζονται τόσο δυνατά που σε λίγο δε θα έχω ούτε φακό. Δε μου μένει πολύ ζωή ακόμα. Η τελευταία σκηνή από το Σύνταγμα που πρόλαβα να διακρίνω κάπου ανάμεσα σε γη και ουρανό – με ταλαντώνουν έτσι ώστε τη μία κοιτώ τα ανύπαρκτα αστέρια και την άλλη τα ξεπλυμένα ιδρώτα κεφάλια των διαδηλωτών – είναι ένας καφέ σκύλος συνοδευόμενος από καμιά πενηνταριά διαδηλωτές να εισέρχονται στη…

…no signal…

12/12/2012

Πρωί, 10:30

«Ρε συ Μάκη. Έχω ένδειξη. Η κάμερα στον στύλο τέσσερα του Συντάγματος πάλι χάλασε. Ό,τι θέλει δείχνει γαμώ την ανασφάλειά μου. Πότε θα την φτιάξεις;».

«Ρε φίλε, φράγκο δεν έχω πάρει δύο μήνες. Τα οδοιπορικά δεν τα έχω πληρωθεί οχτώ μήνες. Ρε, δεν μας είχε πει ο τσιφ ότι σε περιόδους κρίσης η ασφάλεια μπαίνει σε πρώτο πλάνο και να μην ανησυχούμε. Το μαλάκα. Άστη λοιπόν την καμερούλα να δείχνει ό,τι θέλει. Καλύτερα από το να δείχνει ό,τι θέλουν αυτοί».

«Καλά χέσ’ την. Άλλωστε οι ειδήσεις είπαν ότι το βράδυ κατά τις δέκα θα γίνει σεισμός πέντε ρίχτερ. Με τόσο ταρακούνημα, τη βλέπω να χαλάει μια και καλή».

«Για δες ρε πώς προχώρησε η επιστήμη! Δεν ήξερα ότι έφτιαξαν και δελτίο σεισμών. Σήμερα το βράδυ είπες; Ωχ. Εκείνη την ώρα έχει συγκέντρωση στην πλατεία».

«Ωχ δε λες τίποτα. Μαλιχουλές θα γίνει πάλι. Πάντως και που μαζεύονται κάθε βράδυ ρε Μάκη, τι καταφέρνουν ρε φίλε, μου λες;».

Νικόλας Σμυρνάκης