Νικόλας Σμυρνάκης | Ένα «τώρα» με πολύ παρόν (διήγημα)

 

Διήγημα δημοσιευμένο στο e-book “Δήγμα Γραφής (μια ντουζίνα και τρία διηγήματα)”,
εκδόσεις Openbook
Κατεβάστε δωρεάν το ebook πατώντας εδώ

—————–

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΛΑΚΗΣ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΚΑΤΑΦΕΡΝΕ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ τις ιστορίες του. Κι αυτή ήταν πάντα η δυστυχία του. Σαρανταπέντε χρονών, έμοιαζε σχεδόν γέρος. Άσπρα ημίσκληρα και αραιά γένια ήταν σπαρμένα εδώ και κει στα μάγουλα του. Το μυτερό πηγούνι του σημάδευε μόνιμα το στήθος του, μια και είχε τη συνήθεια να κοιτά συνεχώς το έδαφος. Άλλοτε μετρούσε τα πλακάκια στο δρόμο κι άλλοτε έσκυβε, απλά για να βολευτούν καλύτερα οι σκέψεις μέσα στο μυαλό του. Κάθε μέρα, όπως όλοι οι άνθρωποι, έχανε και μια μέρα από τη νιότη του. Μόνο που στον κύριο Λάκη, η διαφορά στο πρόσωπό του, ακόμα κι αυτή της μίας ημέρας, ήταν λίγο πιο αισθητή. Ανθρώπους παρατηρητικούς δίπλα του δεν είχε, αλλά ο πάντα ειλικρινής, γι’ αυτό και πολλές φορές ενοχλητικός φίλος του, ο καθρέφτης του μπάνιου, σπάνια είχε έναν καλό λόγο να του πει κάθε πρωί που ξυπνούσανε μαζί.

Βάθαιναν οι γραμμές του προσώπου του, γίνονταν πιο έντονα τα ζυγωματικά του, το πρόσωπό του αποστεωνόταν αργά, κιτρίνιζαν τα μάγουλά κι άσπριζαν κι άλλο οι τρίχες του. Παρ’ όλη την αισθητή στον ίδιο καθημερινή του μεταμόρφωση, ήταν απόλυτα συμφιλιωμένος με την εμφάνισή του. Τα είχε βρει με τη φθορά θεωρώντας τη φυσικό επακόλουθο της εξέλιξης. Δεν ενοχλούνταν με το χρόνο και το άδικο φέρσιμό του. Αν σ’ αυτή τη σχέση κάποιος είχε πρόβλημα, αυτός ήταν ο ίδιος ο χρόνος.

Ο κύριος Λάκης θεωρούσε τις μισές του ιστορίες καταπληκτικές, μα οι ημιτελείς προθέσεις του έγιναν σιγά – σιγά στάση ζωής, σμιλεύοντας την κράση του. Όλα τα έκανε στο περίπου. Ακόμα και το περίπου, στο περίπου το έκανε. Ένα «δε βαριέσαι», ένα «αύριο θα», ακολουθούσε τις δυο από τις πέντε προτάσεις που ξεστόμιζε. Αυτές που ποτέ δεν κατάφερε να βάλει σε μια σειρά ώστε να τελειώσει τις ιστορίες, που πάντα άφηνε πριν το τέλος, κοντά σε κείνο το «περίπου» που μοιάζει με μέση. Και είχε ωραίες ιδέες ο κύριος Λάκης.

Οι πράξεις του, μάλλον οι απραξίες του, δεν ήταν αποτέλεσμα μιας εγγενούς αδιαφορίας γι’ αυτό που οι άνθρωποι αποκαλούν ουσία, αλλά ένας ανομολόγητος φόβος για την αποτυχία. Με τις γυναίκες, για παράδειγμα, κατάφερνε να προβάλλει χιλιάδες δικαιολογίες ώστε να μην τις ρίξει στο κρεβάτι, ενώ έκανε τα αδύνατα δυνατά για να φτάσει ως αυτό.

Ο κύριος Λάκης – που έγραφε από είκοσι χρονών παιδί – αρκετά εμφανίσιμο και καθόλου σκυφτό τότε – στερούσε από τις ιστορίες του, όπως ακριβώς και με τις γυναίκες, την ολοκλήρωσή τους. Η ιδέα της αποτυχίας τον κατέτρεχε, σε κάθε κίνηση στη ζωή του, η οποία πάντα ακολουθούνταν από μια ζωηρή ακινησία.

Του αρκούσε ότι θα ήταν καλός, αν… «Θα» και «αν». Να δυο λέξεις κλειδιά στη ζωή του κυρίου Λάκη. Υπήρχε όμως κι άλλος ένας λόγος γι’ αυτή του την ιδιαιτερότητα. Η έλλειψη υπομονής. Μόνο με την ιδέα του χρόνου τα είχε βρει και ανέμενε καρτερικά τις επιδράσεις του. Ίσως γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Για όλα τ’ άλλα ήταν τόσο ανυπόμονος! Ούτε μια καραμέλα δεν κατάφερνε να γλύψει. Την κατάπινε ολόκληρη.

Στην περίπτωση του κυρίου Λάκη, η ανυπομονησία του συνδυαζόταν με μια έμφυτη τάση οκνηρίας, με αποτέλεσμα να βιάζεται, όχι να τελειώσει, αλλά να βαρεθεί. Ήθελε να ολοκληρώσει τις ιστορίες του, πριν τις ξεκινήσει και τις ολοκλήρωνε, αν όχι πριν τις αρχίσει, εκεί κάπου στη μέση. Οι ήρωές του έμοιαζαν σταματημένοι στο χρόνο, λογοτεχνικά αγάλματα με σπασμένες απ’ την αχρηστία αρθρώσεις.

Ίσως και η μέση… να είναι ένα τέλος. Θέλω να πω, η πρόταση «ο κύριος Λάκης δεν τέλειωνε τις ιστορίες του, φτάνοντάς τις μόνο ως τη μέση», εμπεριέχει την έννοια του ανολοκλήρωτου. Αλλά η φράση «ο κύριος Λάκης τέλειωνε τις ιστορίες του ακριβώς στη μέση», ενώ έχει το ίδιο νόημα με την προηγούμενη, εμπεριέχει την έννοια της ολοκλήρωσης. Γιατί, ίσως και η μέση… να είναι ένα τέλος.

Η παράξενη ιστορία που ακολουθεί είναι μια απ’ αυτές που έζησε ο ίδιος ο κύριος Λάκης. Και βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή της. Στα σαρανταπέντε του χρόνια πια, ένιωθε τον εαυτό του να γερνά αφύσικα γρήγορα. Είχε όμως αποδεχτεί τη μοίρα του και δεν τον απασχολούσε ιδιαίτερα η άκομψη και επιλεκτική συμπεριφορά του χρόνου. Ήλπιζε μόνο όταν θα έρθει η ώρα του, να μην καταλάβει πόνο.

Και κάτι άλλο. Να προλάβει να απαντήσει σε ένα βασανιστικό ερώτημα, το οποίο ήταν και το θέμα των περισσότερων ανολοκλήρωτων ιστοριών του. «Η έννοια του χρόνου υπάρχει γιατί ο ήλιος κάνει την καθημερινή του βόλτα ή γιατί βρέθηκαν οι άνθρωποι να τον μετράνε;».

Μια μέρα, κι ενώ καθόταν στο παλιό ξύλινο γραφείο του, πάνω στην καρέκλα με τη σχισμένη δερμάτινη επένδυση, μονολόγησε σε μια κρίση αυτογνωσίας. «Πώς να καρτεράς αυτό που δεν προσπαθείς; Με ποιο δικαίωμα; Περιμένω και το μόνο που καταφέρνω είναι να περιμένω κι άλλο, γιατί το μόνο για το οποίο προσπαθώ είναι να μην προσπαθώ για τίποτα, αν και τα πάντα περιμένω». Είχε ωραίες ιδέες ο κύριος Λάκης κι αυτό είναι κάτι που δε σας έκρυψα απ’ την αρχή.

Ο μισοϊστοριογράφος, συνέχισε να μονολογεί. «Περιμένω και περιμένω.. Ποιος; Εγώ ο ανυπόμονος. Ο χέστης δε λέω καλύτερα». Και τότε πήρε μία απόφαση. Να προσπαθήσει λίγο παραπάνω μήπως και για πρώτη φορά κατάφερνε να τελειώσει μια ιστορία. Αυτή τη φορά θα έδινε βάση μόνο στον προορισμό, φτάνει να ήταν τελικός. Αποφάσισε να δοκιμάσει κάτι απλό. Θα έγραφε την ιστορία μια ημέρας, περιγράφοντας τι έζησε καθ’ όλη τη διάρκειά της. Ίσως έτσι, η ολοκλήρωση που τόσο χρόνια περίμενε, να ερχόταν να τον βρει, εκεί που δε θα το περίμενε.

Θα έγραφε την ιστορία του σε δύο δόσεις. Η πρώτη το μεσημέρι κι η δεύτερη το βράδυ. Κατά το μεσημέρι, μετά απ’ την πρωινή βόλτα που αφορούσε την περισυλλογή στοιχείων, έκατσε στο γραφείο της «μεσότητας», με το σημειωματάριο ανοιχτό. Από εκείνο το γραφείο είχαν ξεκινήσει όλες οι μισές ιστορίες του.

Έγραψε: «Μια ανιαρή ημέρα». Ο τίτλος τού φάνηκε αρκετά ανιαρός και ευχαριστημένος για την επιλογή του, ξεκίνησε να εξιστορεί την απλή καθημερινότητα ενός απλού ανθρώπου που λεγόταν κύριος Λάκης και που είχε μια συνήθεια που τον ακολουθούσε εδώ και χρόνια. Δεν ολοκλήρωνε ποτέ τις ιστορίες του. Θεώρησε χρέος του να περιγράψει τον καθημερινό αυτόν κύριο, τη σχέση του με το χρόνο, τους λόγους που άφηνε τις ιστορίες του παραπονεμένες και τους ήρωές του σαν παγωμένους σε μια μετέωρη αιωνιότητα. Έπειτα, έγραψε για την απόφασή του να περιγράψει μια μέρα απ’ τη ζωή του, με στόχο να ολοκληρώσει την πρώτη ιστορία του.

Περιέγραφε πως ξύπνησε πολύ νωρίς και βγήκε έξω από το σπίτι με ένα σημειωματάριο στην εξωτερική τσέπη ενός παλιού, χρώματος γκρι, πουκαμίσου, για να καταγράψει τις σημαντικές στιγμές μιας – ήλπιζε – ανιαρής ημέρας. Πήγε στη λαϊκή και ψώνισε βιολογικές ντομάτες, πέντε ολόκληρα ευρώ το κιλό, αλλά που του φάνηκαν οι πιο ζουμερές και κόκκινες ντομάτες που είχε δει ποτέ. Πήρε και μεγάλα πετροκέρασα – βρισκόμαστε κι αυτό παρέλειψα να το αναφέρω αρχές Ιουνίου ενός έτους, ο προσδιορισμός του οποίου δεν είναι εύκολη υπόθεση – κι ένα μεσαίου μεγέθους καρπούζι. Μετά πέρασε απ’ το Πέραμα, χαιρέτησε τους παλιούς του γνωστούς απ’ την ιχθυόσκαλα που δούλευε για δέκα συναπτά έτη, πριν πεθάνει ο άκληρος θείος του Αριστομένης και του αφήσει ένα διώροφο στην Καστέλα. Έπειτα, ήπιε έναν καφέ στον καφενέ του κυρίου Στέλιου και γύρισε σπίτι.

Μέσα στο λεωφορείο της επιστροφής σκεφτόταν πόσο ωραία θα ήταν να μπορούσε να πάρει με το μέρος του το χρόνο, αξιοποιώντας περισσότερο τις στιγμές του κατά τη διάρκεια της κάθε ημέρας.

Αυτά σκεφτόταν ο ήρωας του κυρίου Λάκη, αυτά σκεφτόταν κι ο ίδιος ο κύριος Λάκης, ο ήρωας της δικιάς μας ιστορίας, που έχοντας πια φτάσει στο σπίτι της Καστέλας, κατέγραφε τις σκέψεις του. Καθόταν τώρα στο γραφείο της «μεσότητας» κι έγραφε τις τελευταίες αράδες του πρώτου μισού της ιστορίας του: «…Άλλωστε, τι νόημα έχει ο χρόνος κι η ακούραστη πορεία του αν δεν τον εκμεταλλευόμαστε προς όφελός μας; Χρόνος χαμένος, χρόνος νεκρός. Να πεθάνεις χρόνε, αν δε μ’ αγάπησες ποτέ..».

Ο κύριος Λάκης είχε ολοκληρώσει το πρώτο μισό του έργου του. Χαρούμενος, άφησε το στυλό πάνω στο γραφείο και έστειλε το ενθουσιασμένο βλέμμα του απέναντι στον τοίχο, να συναντήσει ένα μεγάλο ρολόι, το οποίο κρατούσε τα ηνία του χρόνου μέσα σε κείνο το σπίτι, τα τελευταία τριάντα χρόνια.

Λατινικοί χαρακτήρες αντικαθιστούσαν επάξια μια ντουζίνα νούμερα. Το σκούρο χρώμα της κορνίζας που πλαισίωνε το ρολόι πλημμυριζόταν από τα ξύλινα νερά μιας ανοιχτόχρωμης απόχρωσης του καφέ. Κάθε φορά που το κοιτούσε νόμιζε ότι έβλεπε και μια νέα γραμμή στο ξύλο της βελανιδιάς. Ήταν λες και πάλιωνε κι αυτό, κάθε στιγμή, μαζί με τον κύριο Λάκη. Ο δείκτης των δευτερολέπτων κινούσε αργά προς το XII και ήταν θέμα χρόνου, οπωσδήποτε θέμα χρόνου, να χτυπήσει ο παλιός αλλά πάντα αξιόπιστος μηχανισμός τρεις φορές, όσες κι οι ώρες που είχαν περάσει από το μεσημέρι.

Στον τρίτο χτύπο του ρολογιού οι δείκτες πάγωσαν. Δηλαδή αυτός των δευτερολέπτων, συμπαρασύροντας στην ακινησία και τους άλλους δύο. Αναγκαστικά. Ήταν τρεις ακριβώς και μόλις είχε τελειώσει το πρώτο μισό από την εξιστόρηση των συμβάντων μιας μέρας ανιαρής. Του φάνηκε πολύ ωραία σύμπτωση αυτή. Για λίγο σκέφτηκε να μην επέμβει στην απόφαση του χρόνου να σταματήσει. Μα άλλα ρολόγια, είτε στο σπίτι του είτε πάνω του, ο κύριος Λάκης δεν είχε. Το ρολόι εκείνο ήταν ο μόνος τρόπος για να νιώθει ότι ελέγχει με κάποιο τρόπο τον χρόνο κι ότι δεν τρέχει προς το μέλλον με φρενήρεις, σχεδόν αφύσικους ρυθμούς. Κάτι για το οποίο επισταμένα προσπαθούσε να τον πείσει ο πρωινός του καθρέφτης. Γι’ αυτό και αναζήτησε τελικά, ένα ζευγάρι μπαταρίες. Αντικατέστησε τις παλιές και… τίποτα.

Οι δείκτες ακίνητοι, αρνούνταν να δείξουν άλλη από την, όπως φαινόταν, αγαπημένη τους ώρα. Λες και οι αρνητικοί πόλοι των δύο μπαταριών είχαν καταφέρει να επιβάλλουν τις άχαρες διαθέσεις τους. Βέβαια, υπήρχε μια πιο απλή και πιθανή εξήγηση. Το ρολόι είχε χαλάσει.

Ξαφνικά, ένα περίεργο συναίσθημα ανέμειξε τα κεράσια και το καρπούζι που είχε δοκιμάσει νωρίτερα, δημιουργώντας μια ζουμερή ανακατωσούρα μέσα στο στομάχι του. Πετάχτηκε στο παράθυρο του γραφείου της «μεσότητας», παραμέρισε της γρίλιες και είδε:

Αυτοκίνητα ακινητοποιημένα στη μέση του δρόμου, ανθρώπους ακίνητους σαν εκθέματα ενός μεγάλου μουσείου κέρινων ομοιωμάτων, σύννεφα και καπνούς ασάλευτα στον αέρα της πόλης να παραμένουν σε μόνιμους σχηματισμούς λες και στήνονταν μπροστά σε φωτογραφικό φακό υψηλής ευκρίνειας, πουλιά και δέντρα να ποζάρουν, μέρος μιας εικόνας ενός τεράστιου ζωγραφικού πίνακα. Η κοινή συνισταμένη όλων; Η ακινησία. Το τοπίο ολόγυρά του χαμογελούσε ατάραχο μπροστά στο φακό του χρόνου, βγάζοντας αναμνηστική φωτογραφία. Κι αυτό συνέβαινε τώρα. Δηλαδή στο «τώρα» του κυρίου Λάκη, που για εμάς είναι ένα μακρινό «τότε». Εκτός κι αν θεωρήσουμε ότι αυτή η σκηνή ακινησίας συνεχίστηκε ως το δικό μας «τώρα». Να πως ένα «τότε» κι ένα «τώρα» μπορούν να μπλεχτούν τόσο, ώστε να καταλήξουν να μη ξεχωρίζουν το ένα απ’ το άλλο. Όπως σας είπα και νωρίτερα, ο χρονικός προσδιορισμός αυτής της ιστορίας είναι ακόμα και για μένα δύσκολη υπόθεση.

Και πώς να μην είναι όταν κάθε «πριν» προς αυτό το «τώρα» βάδιζε αλλά και γιατί – ανήκουστο πράγματι – δεν υπήρχε μετά. Ο χρόνος κείτονταν νεκρός στο κρεβάτι του σύμπαντος ή απλώς ξαπόσταινε αποκαμωμένος; Τι σημασία είχε; Συνέβαινε, συνέβαινε στ’ αλήθεια. Και ο κύριος Λάκης ήταν ο μόνος που βρισκόταν ακόμα σε κίνηση, διαφεύγοντας από την ιερή αυτή ακολουθία που όλα τα παρέσερνε.

Ανάστατος και σιωπηλός, αποφάσισε να βγει στο δρόμο και να παρατηρήσει το περίεργο, σχεδόν φοβιστικό αυτό φαινόμενο, από κοντά. Τόλμησε να αγγίξει μια γριούλα στα εβδομήντα πέντε, στο δρόμο απέναντι από το σπίτι του. Ο χρόνος δεν άλλαξε τα σχέδιά του, δεν άρχισε να κυλά ξαφνικά, όπως και είχε σταματήσει. Το χέρι της ηλικιωμένης κυρίας έμενε στη θέση που το κατεύθυνε ο κύριος Λάκης. Η παράξενη αυτή αρχιτεκτονική που έπαιρνε το ανθρώπινο σώμα στα χέρια του, τον έκανε να νιώθει ότι είναι μέρος ενός συμπαντικού παιχνιδιού, μιας κοσμογονικής φάρσας που μετέτρεπε τους ανθρώπους σε εύπλαστες μαριονέτες, σε πήλινα κατασκευάσματα. Το μυαλό του γύρισε πίσω στη δημιουργία του κόσμου και στη θέση του Θεού, είδε τον εαυτό του. Η τελευταία αυτή διαπεραστική σκέψη ταρακούνησε το μυαλό του και ένας θείος φόβος τον συγκλόνισε.

Ο κύριος Λάκης δυσκολευόταν να αναγνωρίσει μια ένδειξη ζωής στα ακίνητα έμβια όντα. Άνθρωποι σε ανισόρροπες θέσεις, ένας γάτος ακινητοποιημένος στη διαδρομή προς την κορυφή ενός φράχτη, πουλιά σφηνωμένα στον αέρα, δέντρα σαν ζωγραφισμένα σε γκρίζο φόντο… όλα του φαίνονταν κενά. Σαν να είχαν εκπνεύσει όλη τη ζωή τους μέσα σε ένα δευτερόλεπτο, με το τρίτο χτύπημα του ρολογιού.

Έτρεξε – όσο του επέτρεπαν οι ασθενικές κλειδώσεις του – πίσω στο σπίτι της Καστέλας, σαν να του είχε ξαφνικά ανατεθεί μια βαρυσήμαντη αποστολή. Έκατσε στο γραφείο της μεσότητας κι αναζήτησε τις τελευταίες προτάσεις της ημιτελούς ιστορίας του. «…Άλλωστε, τι νόημα έχει ο χρόνος και η ακούραστη πορεία του αν δεν τον εκμεταλλευόμαστε προς όφελός μας; Χρόνος χαμένος, χρόνος νεκρός. Να πεθάνεις χρόνε αν δε μ’ αγάπησες ποτέ..». Μια τρελή ιδέα του πέρασε απ’ το μυαλό. Ότι γράφοντας τις τελευταίες λέξεις της μισής ιστορίας του είχε, με κάποιον ακατανόητο τρόπο, προκαλέσει αυτό το αφύσικο φαινόμενο. Είχε σκοτώσει το χρόνο.

Αυτή η ιδέα τού φάνηκε ακόμα πιο τρελή από τα γεγονότα που βίωνε τα τελευταία λεπτά. Μη με ρωτάτε πόσα ήταν αυτά. Ακόμα και να ήθελα, δε θα μπορούσα να τα υπολογίσω, χωρίς ταυτόχρονα να κατηγορηθώ ως αναξιόπιστος ή ακόμα ως ψεύτης. Τελικά, η έννοια του χρόνου υπάρχει γιατί ο ήλιος κάνει την καθημερινή του βόλτα ή γιατί βρέθηκαν οι άνθρωποι να τον μετράνε;

Καθόλου αόριστο και πολύ σαφές είχε γίνει για τον κύριο Λάκη το γεγονός ότι είχε άθελά του καταφέρει να διακόψει τη φρενήρη πορεία του χρόνου στο άπειρο και τώρα – ένα τώρα που διαρκούσε ώρα τώρα – έπρεπε με κάποιον τρόπο να επανορθώσει. Πήρε το στυλό και αναζήτησε μια άμεση λύση στο πρόβλημα του σύμπαντος.

Άλλαξε παράγραφο και έγραψε: «Ο χρόνος άρχισε πάλι να κυλά σε φυσιολογικούς ρυθμούς». Άρπαξε βιαστικά τις κόλλες με τη μισή ιστορία, το στυλό με το οποίο την είχε γράψει και τα κλείδωσε στο τρίτο από πάνω, συρτάρι του γραφείου του.

Μέρες μετά, σε ένα τετράδιο αυτή τη φορά κι όχι στις γνωστές λευκές του κόλλες, με ένα νέο στυλό, έδινε τίτλο σε μια νέα ιστορία που ξεκινούσε. «Το δεύτερο μισό μιας ανιαρής ημέρας». Αλλά αυτή η ιστορία δεν αφορά τη σημερινή μας αφήγηση, καθώς ούτε ο κύριος Λάκης, ούτε οι ήρωές του δε βιάζονται πια να τελειώσουν τις μισές τους ιστορίες. Μετά την εμπειρία τους κατάλαβαν, σχεδόν ταυτόχρονα μπορώ να πω, ότι οι μισές ιστορίες τους δεν έχουν να ζηλέψουν σε τίποτα αυτές που δήθεν φέρουν την υπογραφή της ολοκλήρωσης, ειδικά σε έναν κόσμο φτιαγμένο να βιάζεται να τελειώσει το οτιδήποτε, μήπως κι έτσι ξεγελάσει ή έστω προλάβει τη φθορά. Δε βιάζονται πια, γιατί κατάλαβαν ότι η μέση μπορεί να είναι ένα τέλος, ένα τέλος που δεν έχει ανάγκη το άλλο του μισό για να ολοκληρωθεί ή να τελειώσει.

«Το δεύτερο μισό μιας ανιαρής ημέρας», ο τίτλος της νέας ιστορίας που δε γράφτηκε ποτέ, μια και ο κύριος Λάκης δεν απειλείται πια απ’ τον χρόνο και το αδυσώπητο συνεπακόλουθό του, τη φθορά. Κι όσο περνάει η ώρα – αν είναι κάτι τέτοιο εφικτό – μέλλον και παρελθόν μοιάζουν τόσο στο παρόν, που ο χρόνος σηκώνει τα χέρια ψηλά. Γιατί όταν έχεις χρόνο, απ’ τον ίδιο το Χρόνο πιο πολύ, δεν μπορεί παρά να τ’ αφήνεις όλα για αργότερα. Όλα, όπως και τις μισές ιστορίες που γράφουν οι ήρωες των ηρώων σου. Άλλωστε, το «αργότερα», δεν είναι παρά μια ακόμη έκφραση του «τώρα» και η μέση, εκτός από τέλος, μπορεί να γίνει αφετηρία μιας νέας αρχής.

Κι όλα αυτά τα σκέφτομαι τούτη την ώρα. Τούτη την ώρα που δεν είναι άλλη από τις τρεις ακριβώς. Και γι’ αυτό μπορώ να σας διαβεβαιώσω. Κι ας έχει περάσει καιρός από τις τρεις ακριβώς ως τώρα, τρεις ακριβώς ακόμα παραμένει η ώρα ετούτη, ώρες, μέρες, ίσως και χρόνια τώρα.

Νικόλας Σμυρνάκης