“Νεαρέ, Έλληνας είσαι;”

tumblr_lyipa9O9xI1r1cwub

– άρθρο δημοσιευμένο στην εφημερίδα πόλης Monitor, 2011

– στήλη Το ΝηΣί του ανθρώπου

Ο άνθρωπος στο ΝηΣί σκέφτεται:

«Οι άλλοι είμαστε εμείς αλλά δεν το ξέρουμε ακόμα. Αν αλλάξουμε εμείς αλλάζουν όλοι»

– – – – – – – – – – – – – –

Έτυχε να βρεθώ λοιπόν, δύο συνεχόμενες μέρες στα μέσα και στα έξω γνωστού Κρητικού αρχαιολογικού χώρου και έμαθα (το κυνήγι των θαμμένων προβλημάτων και μια γάτα που κάνει κάθε βράδυ νιάου νιάου στα κεραμίδια μου,  θυμίζει αυτό).

Καταρχάς, το άριστον βγαίνει από το Αριστοτέλης και αυτό είναι τσεκαρισμένο. Ο συμπαθέστατος καφετεριατζής στην είσοδο που μαθαίνει ελληνικά στους ξαναμμένους τουρίστες – κάτι ανάμεσα σε κατάλοιπο κράχτη της δεκαετίας του ’80 και εκλεπτυσμένου γλωσσοημιμαθή – το έχει στα SOS.

Στα γύρω μαγαζιά το νερό κοστίζει 1,5 ευρώ ενώ η μπύρα μόνο δύο. Να γιατί μπεκροπίνουν οι τουρίστες. Αυτό δεν το διδάσκει ο καφετεριατζής. Είναι εκτός ύλης.

Μια συμπαθέστατη και πολυγλωσσότατη ομάδα στην είσοδο του αρχαιολογικού, αυτή των ξεναγών, περιμένει κάτω από τον ήλιο τις ορδές των τουριστών. Χαμογελούν κάτω από τα ψάθινα καπέλα τους και περιμένουν. Κι ύστερα περιμένουν κι άλλο. Ο τουρισμός περνά κρίση και η ξενάγηση υστερία.

Ένα Γερμανάκι πέφτει και χτυπά το κεφάλι του. Τρία εκατοστά καρούμπαλο, χωρίς υπερβολή. «Μπορείτε να φωνάξετε το γιατρό παρακαλώ», λέει ο πατέρας και όλοι γύρω του κοιτάζονται με απορία. «Πεταχτείτε στο νοσοκομείο, μα πιο γρήγορα θα φτάσετε», του συστήνουν κάποιοι κι ο Γερμανός δε μιλά άλλο μη καταλάβουμε ότι είναι Γερμανός και αναγκαστεί να ζητήσει συγνώμη εκ μέρους του Spiegel.

Και το κορυφαίο. Στην επίσκεψή μου στις τουαλέτες, περιμένοντας τη σειρά μου συνάντησα το γνωστό, 50 cent χαράτσι. Δεν μου έκανε εντύπωση, το έχουμε πια μάθει και εδώ. Το πραγματικά κορυφαίο ήταν το εξής:

«Νεαρέ, Έλληνας είσαι;», με είδε η καθαρίστρια μελαχρινό, σου λέει αφρικανός μπα, τόσο μαύρος δεν είναι, Τούρκος δε μοιάζει, Πακιστανός όχι, θα το είχα καταλάβει, δικός μας είναι.

«Ναι», απαντώ εγώ μην ξέροντας αν πρέπει να χαρώ ή να τα βάψω σκούρα.

«Μα, να μου τα λέτε αυτά ρε παιδιά», με μαλώνει ευγενικά, σχεδόν προσβεβλημένη που δεν της ζήτησα προκαταβολικά να με ευνοήσει και με στέλνει σε άλλο σεξιόν με καθαρές τουαλέτες, χωρίς ουρές.

Ντράπηκα. Ντράπηκα την καθαρίστρια που κι αυτή καλό νόμιζε ότι έκανε, ντράπηκα τους τουρίστες που παρέμειναν πίσω στην ουρά, ντράπηκα τον εαυτό μου που δεν αρνήθηκα ευγενικά κι ύστερα… κουράστηκα να ντρέπομαι. Τόση ντροπή, για τόσα πολλά πράγματα…

Σκέφτηκα πως: «Ακόμα και για να κατουρήσεις σε αυτή τη χώρα, μέσο θέλεις» και χαμογέλασα, δίχως ντροπή αυτή τη φορά. Βλέπετε, δεν έχει μείνει ούτε σταλιά.

Κι αυτό κι αν είν’ ντροπή!