“Μετά το χιόνι βγαίνει πάντα ο ήλιος”

tumblr_lyioezkfLV1r1cwub

– άρθρο δημοσιευμένο στην εφημερίδα πόλης Monitor, 2011

– στήλη Το ΝηΣί του ανθρώπου

Τα χαμόγελα επέστρεψαν για μια μέρα. Όχι, δεν βγήκαμε από το ΔΝΤ, απλά χιόνισε. Στην υπόλοιπη Ελλάδα, γιατί στην πόλη του Ηρακλείου έκανε ότι χιόνισε. Και που έκανε, αρκετό ήταν.

Όσοι έρχονταν από τα νότια προάστια (εδώ ο βοράς είναι γεμάτος θάλασσα) κουβαλούσαν το παγωμένο λευκό στο παρμπρίζ τους. Και χαμογελούσαν. Στα άτυχα αυτοκίνητα, απεύθυναν ένα πολλά υποσχόμενο μειδίαμα. Σαν να τους έλεγαν: «Κάντε μια βόλτα παραπάνω. Εκεί θα βρείτε κι εσείς χιόνι. Έχει για όλους». Όλοι κοιτάζονταν μεταξύ τους, σαν να ήταν μακρινοί γνωστοί, που κάτι θυμίζει ο ένας στον άλλον, αλλά δεν μπορούν να καταλάβουν τι είναι αυτό.

Σε κάποιος σημείο της διαδρομής μου, έγινε το ακόλουθο: Στο αντίθετο ρεύμα κινούνταν δύο οχήματα. Ο πίσω δεν πτοήθηκε από τις νιφάδες που κάθε λίγο εναλλάσσονταν με καταιγιστικές σταγόνες και θέλησε να κάνει προσπέραση. Δεν βρήκε πολύ χώρο και ανάγκασε τον προπορευόμενο να κόψει ταχύτητα για να μην πέσει πάνω μου. Σταματήσαμε και οι τρεις. Πήγαμε να ανοίξαμε τα παράθυρα έτοιμοι να φρεσκάρουμε τα γαλλικά μας. Μπέρδεμα που θα γινόταν! Το δίκιο, βλέπετε, είναι η πιο σχετική έννοια στον κόσμο. Λέξη δεν είπαμε, αφού τα παράθυρα παρέμειναν κλειστά. Το κρύο ήταν αφόρητο.

Ήμασταν κατά κάποιο τρόπο συνάδελφοι. Είχαμε κι οι τρεις χιόνι στα παμπρίζ μας. Ήταν τόσο αστείο! Με τα παράθυρα ερμητικά κλειστά, μόνοι μας θα μιλούσαμε; Χαμογελάσαμε, η ένταση ξεθύμανε, το χιόνι λειτούργησε κατασταλτικά, ο προπορευόμενος ζήτησε με νοήματα συγνώμη, χαιρετηθήκαμε και κινήσαμε στο λευκό τοπίο.

Λίγο πιο πέρα συνάντησα ένα αγοράκι. Κρατούσε μια μεγάλη χιονόμπαλα στα χέρια του. Αν δεν φοβόμουν μήπως με κατηγορήσουν για διαφθορέα των νέων, θα του πρότεινα να μπει στο αυτοκίνητο. Μα δεν το είχε ανάγκη. Είπαμε, εκείνο κρατούσε μια μεγάλη χιονόμπαλα στα χέρια. Γάντια δε φορούσε κι ας καιγόταν. Ίσως εκείνη τη μέρα να έμαθε ότι το πολύ κρύο και η πολλή ζέστη, έχουν το ίδιο αποτέλεσμα. Σε καίνε.

Όλοι μας είχαμε ανάγκη κάτι λευκό, που να συμβολίζει αρετή, κάτι παγωμένο, να μας ναρκώσει προσωρινά από τις τόσες σκοτούρες, σαν κομπρέσα που καταπραΰνει τις πληγές, κάτι προσιτό σε όλους, να μας κάνει να ξεχάσουμε την ανισότητα που επικρατεί, ή αλλιώς τη βάση πάνω στην οποία έχουν στηριχτεί όλες οι ανεπτυγμένες κοινωνίες, κάτι σπάνιο που να μην το χαίρονται μόνο οι λίγοι και προπαντός, κάτι όμορφο να γλυκάνει τα μάτια μας.

Οι δρόμοι άσπρισαν, έστω και προσωρινά, οι άνθρωποι χαμογέλασαν έστω και για λίγο. Δεν ήταν χιόνι αυτό, ήταν εξαγνισμός.

Ένα φυσιολογικό τελείωμα σε αυτό το κείμενο θα ήταν το εξής: «Το χιόνι έλιωσε, τα χαμόγελα έσβησαν, όλοι έγιναν και πάλι ο εαυτός τους». Μα έλα που, ώρα τώρα, έχει κολλήσει στο κεφάλι που η παρακάτω φράση. Ελπίζω τη μέρα που θα εκδοθεί αυτό το κείμενο, ο καιρός να την επιβεβαιώσει:

«Μετά το χιόνι βγαίνει πάντα ο ήλιος».