Μετά τις φωτιές τι;

δημοσιευμένο στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ, 2008

Μετά τις φωτιές τι; Να ένα ερώτημα που έχει αφήσει τη πικρή του γεύση στα αμάθητά μας χείλη. Για τους ανθρώπους που πέρυσι επλήγησαν οι συνέπειες είναι τόσο πραγματικές που τρομάζουν. Ανθρώπινες ζωές χάθηκαν, κόποι μιας ζωής καταστράφηκαν, ίχνη πολιτισμού απειλήθηκαν, ζώα εκδιώχτηκαν απ’ το φυσικό τους περιβάλλον και το ίδιο το φυσικό περιβάλλον βρέθηκε σε πλήρη ανισορροπία με τον ίδιο του τον εαυτό. Συνέπειες άμεσες, τόσο ισχυρές που διαμόρφωσαν μια καινούρια πραγματικότητα για πολλούς Έλληνες. Μια πραγματικότητα, τόσο κυνική που τρομάζει.

Ο χρόνος δε σβήνει τα τραύματα, τα μετατρέπει σε σημάδια, τέτοια ώστε να είναι ορατά με μια προσεχτική, «πολύξερη» ματιά. Και φυσικά ο χρόνος πέρασε, μα το πώς επέδρασε πάνω σ’ αυτούς τους ανθρώπους, αν τα σημάδια που άφησε είναι βαθιά ή όχι, δυστυχώς, εξαρτάται τόσο πολύ από τους κυρίους που ακόμα διαπραγματεύονται τα κιλά της ευθύνης που στον καθένα αναλογεί.

Αυτή η Ευθύνη! Αλήθεια, που βρίσκεται; Γλίστρησε μέσα από τα προστατευτικά μας χέρια μια μέρα πριν χίλια χρόνια κι ακόμη γι΄ αυτή μιλούμε; Η Ευθύνη, μου μοιάζει με την κοπέλα που χάθηκε πριν χρόνια κάπου στην Ελλάδα και που η φωτογραφία της δεσπόζει ακόμα σε ξεφτισμένες αφίσες, αναρτημένες στα αεροδρόμια του κόσμου, που παρακαλούν όποιον έχει την παραμικρή πληροφορία να επικοινωνήσει με τους δυστυχείς γονείς. Κι εμείς μοιάζουμε με τους γονείς εκείνους, που ακόμα, μετά από τόσα χρόνια, ελπίζουμε πως μια μέρα θα βρεθεί. Πόσα δεν έχει περάσει στα χέρια των βασανιστών της!… η ευθύνη που την απώλειά της κληρονόμησαν απ’ το παρελθόν οι μεν, την απώλειά της, πάλι, θα κληροδοτήσουν στο μέλλον οι δε. Και σ’ όλα αυτά, πουθενά λόγος για το ειδικό βάρος του σήμερα. Του σήμερα που αντί να διαθέτουμε για ένα καλύτερο αύριο, το σπαταλούμε ψάχνοντας σε λάθους τόπους.

Το κείμενο αυτό δεν είναι ένας λίβελος ενάντια σε ένα σύστημα και στους αντιπροσώπους του για τον τρόπο που συνεχίζουν να διαχειρίζονται μια εθνική καταστροφή. Και πολλές άλλες σαν κι αυτή. Ε, λοιπόν όχι, θα ήμουν πολύ λίγος αν είχα να πω κάτι τόσο τετριμμένο. Άλλωστε τα αυτονόητα πληγώνονται όταν αρθρώνονται από φλύαρες γλώσσες. Το κείμενο αυτό είναι ένα «γιατί» που αφορά πρώτα εμένα, μετά εσάς και τέλος εμάς.

Το καλοκαίρι ήρθε και επανέφερε τις θύμησες της περασμένης φωτιάς αλλά και ξύπνησε τους φόβους για μια ερχόμενη. Ήδη ο Υμηττός αποτέλεσε το πρώτο σοβαρό πλήγμα στην Αττική. Το καλοκαίρι ήρθε και έγινε η αφορμή για να αναδειχθούν μέσα στο μυαλό μας οι μικρές εθνικές καταστροφές που συντελούνται καθημερινά, οι μικρές πυρκαγιές της ζωής μας που δεν καίνε, μα μας καίνε.

Συχνά κατηγορούμε την Ελλάδα για το πόσο άσχημα μας φέρεται. Φταίει όμως η Ελλάδα; Οι ομογενείς, δακρύζουν και μόνο στο άκουσμα του ονόματός της και όταν αφήνουν ζωές φτιαγμένες, στρωμένες για την μεγάλη επιστροφή το κάνουν για την Ελλάδα που αγαπούν. Όταν έρχονται εδώ απογοητεύονται, μα πιο πολύ πληγώνονται, πληγώνονται από τους Έλληνες που εδώ ζουν. Όχι από την Ελλάδα. Αυτή είναι υπέροχη. Από τους Έλληνες. Από μας.

Οι Έλληνες, εγώ, εσύ, που πετάμε τσιγάρα στο δάσος νομίζοντας ότι θα σβήσουν στη διαδρομή από το χέρι μας στα ξερά χόρτα. Εμείς που ανοίγουμε το παράθυρο του αυτοκινήτου για να κρεμάσουμε το ένα χέρι απ’ έξω και για να πετάξουμε το κουτάκι του αναψυκτικού, έξω με το άλλο. Ε, τι, να λερώσουμε το καινούριο αμάξι που μόλις πήραμε με τους κόπους δυο δανείων; Το πώς καταφέρνουμε και οδηγάμε με τα δυο χέρια απασχολημένα, δεν το ξέρει ούτε ο δάσκαλος οδήγησης που πληρώσαμε για να πάρουμε το δίπλωμα. Και να ήξερε, δε θα τον βρίσκαμε ποτέ να μας λύσει την απορία, απασχολημένος όπως είναι να βρίζει και να κορνάρει σε άλλους ανίδεους κι αγενείς. Σχεδόν σε όλους τους υπόλοιπους οδηγούς δηλαδή.

Εμείς, που αναθέτουμε σε εργολάβους να φτιάξουν τους δρόμους μας με υλικά μιας παιχνιδούπολης χτισμένης από λέγκο και δεν απαιτούμε να τιμωρηθούν στην πρώτη λακκούβα που σκίζει το λάστιχο στα δυο. Μα όχι, την κακή μας τύχη σιχτιρίζουμε. Ούτε διανοούμαστε ότι όταν κάποιος ανέλαβε το έργο, αυτή η λακκούβα – γεώτρηση δεν ήταν στα σχέδια του αρχικού κατασκευαστή. Έχουμε φτάσει στο σημείο, να πειστούμε πως εμείς φταίμε που δεν ήμασταν αρκετά ικανοί ν’ αποφύγουμε τη λακκούβα. Κι ας κινδυνεύαμε να εμπλακούμε σε ατύχημα με τις στραβοτιμονιές μας. Εμείς φταίμε κι όχι εκείνοι που την άφησαν να γίνει. Άλλωστε, που να βρεις το δίκιο σου με το ελληνικό κράτος; Έτσι δε λέμε; Το χειρότερο είναι πως μας έχουν κάνει να το πιστεύουμε. Γιατί πλέον, πιστεύουμε μόνο ότι μας διαβεβαιώνουν ότι είναι αλήθεια. Μας έχουν μάθει να μη διεκδικούμε το δίκιο, να αγαπούμε την απάθεια. Έτσι τους βολεύει.

Εμείς, που θεωρούμε φυσικό να ονομάζουμε διεφθαρμένους αυτούς που βολεύουν τους δικούς τους, γιατί, απλά, έτυχε να μην είμαστε ανάμεσα σ’ αυτούς. Μα μόλις τα πράγματα αλλάξουν και βολευτούμε εμείς, μόλις γίνουμε εμείς «δικοί τους», τότε νιώθουμε επιτέλους δικαιωμένοι και σίγουροι ότι η φυσική τάξη αποκαταστάθηκε.

Εμείς, που προσποιούμαστε ότι δουλεύουμε με τον καφέ για σύμμαχο και την εφημερίδα κάτω απ’ το γραφείο και μόλις κάποιος τολμήσει να μας ζητήσει το λόγο, φωνασκούμε για το θράσος που είχε να μας υπενθυμίσει ότι στη θέση μας βρισκόμαστε για να εξυπηρετούμε και να γινόμαστε παραγωγικοί για τον τόπο και τους συνανθρώπους μας. Γιατί εμείς έχουμε δίκιο πάντα, γιατί εμείς γεννηθήκαμε γνωρίζοντας τα πάντα. Μα στην προσπάθειά μας να αναγνωριστούμε από τους γύρω μας, προβάλλουμε την ημιμάθειά μας καταφέρνοντας, πάντα πολύ επιδέξια, να επιδεικνύουμε την άγνοιά μας. Και είμαστε περήφανοι γι’ αυτό.

Και όχι μόνο φταίει πάντα ο άλλος, αλλά και όταν η κατσίκα του πεθαίνει να χαιρόμαστε, για να δανειστώ το πετυχημένο ανέκδοτο ενός ανθρώπου που έφυγε απ’ τη ζωή. Τι πιο απλό απ’ το να χαιρόμαστε με τη χαρά του άλλου, όταν αυτή δεν μας στοιχίζει; Ε, λοιπόν, δυστυχώς, υπάρχει κάτι πιο απλό και είναι να λυπούμαστε και να θέλουμε η χαρά κάποιου να γίνει λύπη, σαν τη δική μας και ακόμα μεγαλύτερη. Τελικά, η διαφορά καλού και κακού βρίσκεται στην ευκολία να το διαπράξεις. Σκεφτείτε πόσο εύκολα ρίχνουμε κάποιον για να ανέβουμε εμείς οι ίδιοι στα μυωπικά μας μάτια και πόσο δύσκολα αναγνωρίζουμε την ανωτερότητά του. Δε μπορεί, και στατιστικά να το πάρεις κάποιος θα είναι καλύτερος από μας. Ναι, ξέρω, αλλά δεν έχει γεννηθεί ακόμα. Άλλο ένα σφάλμα στη στατιστική της ζωής..

Από έναν πολιτισμό γεμάτο φιλοσοφία, επιστήμες, τέχνες και αρχές πάνω στις οποίες στηρίχτηκε ο σύγχρονος κόσμος όπως τον γνωρίζουμε, καταντήσαμε στον πολιτισμό του φραπέ και του λουλουδιού. Αυτού που πετάμε το βράδυ στα πόδια της «αοιδού». Και θέλουμε και να χτυπάμε την «αρχαιότητά μας» στον υπόλοιπο κόσμο απαιτώντας να μας σέβονται για ένα παρελθόν που θα έπρεπε να προσπαθούμε να τιμούμε περισσότερο, εμπνεόμενοι από αυτό, κι όχι σκυλεύοντάς το. Άλλωστε όταν εμείς εφευρίσκαμε τις ουσιώδεις έννοιες του πολιτισμού, οι ξένοι κρέμονταν από τα κλαδιά των πιο ψηλών δέντρων. Έτσι δεν μας αρέσει να λέμε; Μήπως, όμως, το αρχαίο καθαρό αεράκι εκεί πάνω, τους πλάτυνε τον νου ώστε να βλέπουν τα πράγματα λίγο πιο διορατικά στο παρόν τους;

Οι φωτιές, οι βίλες που ξεφυτρώνουν στα καμένα, είναι η μεγαλύτερες εκφράσεις μιας αδιαφορίας και ενός ψευτο-εγωισμού που μας χαρακτηρίζει και μας κάνει να πληγώνουμε την Ελλάδα που τόσο αγαπάμε. Γιατί όλοι φταίμε για τα κακώς κείμενα που οκνηρά παρακολουθούμε απ’ την τηλεόραση, ντυμένα με θρίλερ μουσική, κι ας μην ανάβουμε με τα ίδια μας τα χέρια τις φωτιές. Η αδιαφορία καίει τις καρδιές μας, η στάχτη της μαυρίζει τις ψυχές μας κι αυτή είναι για μας, μια καθημερινή εθνική καταστροφή.

Κι όμως, έχουμε τη δύναμη να εξυψωθούμε και το αποδεικνύουμε όταν βρισκόμενοι στο εξωτερικό και εντασσόμενοι σε ένα σύστημα που δεν τρέφεται απ’ την ασυδοσία, την νωχέλεια και τον ωχαδερφισμό, μεγαλουργούμε. Γιατί όταν απειλούμαστε γινόμαστε μια γροθιά, έτοιμοι να βρεθούμε δίπλα στον συνάνθρωπό μας, αρωγοί και προστάτες του. Γιατί είμαστε γεννημένοι για μεγάλα πράγματα και το πιστεύω βαθιά, αρκεί να ξεφύγουμε από το ασφυκτικό μας καβούκι μέσα στο οποίο ψάχνουμε χρόνια τώρα, χώρο για να βολευτούμε, νομίζοντας ότι αυτή η εγωιστική γωνιά μας, είναι αφετηρία, μαζί και προορισμός.

Ίσως, θα ήταν πιο συνετό να αρχίσουμε να αντιδρούμε όταν αγγίζουν το δέρμα μας, παρά όταν τρυπάνε τη σάρκα μέσα απ’ αυτό. Λίγο πιο γρήγορα δηλαδή. Όχι μόνο, όταν ο κόμπος φτάνει σο χτένι. Να συνειδητοποιήσουμε πως ό,τι αφορά τους άλλους, αφορά κι εμάς. Πρέπει επιτέλους να ξεμάθουμε να επιτελούμε το χρέος μας στην κοινωνία παρακολουθώντας και σχολιάζοντας πικρόχολα τις αδυναμίες της.

Ας κοιτάξουμε λίγο έξω απ’ τη Σπηλιά των Σκιών μας, ας δούμε τον κόσμο στο πρωτότυπό του και θα συνειδητοποιήσουμε ότι δεν είμαστε μόνοι σ’ αυτόν.

Ας σεβαστούμε τους εαυτούς μας, τους γείτονες μας, τους οδηγούς στο δρόμο, τους συναδέλφους, τους υπαλλήλους, τους πελάτες μας λίγο παραπάνω κι ίσως τότε η Ελλάδα να αξίζει στους Έλληνες.

Ο Μακρυγιάννης κάποτε μίλησε για την ανάγκη να είμαστε στο «εμείς» και όχι στο «εγώ». Μέχρι τη στιγμή αυτή, ποτέ δεν πίστεψα ότι θα διαφωνούσα μαζί του. Γιατί όταν το «εμείς» τείνει προς το συλλογικό κακό, ίσως πρέπει να επιστρέψουμε πίσω στο «εγώ». Αυτή τη φορά, όχι για να το χαϊδέψουμε κι άλλο, μα για να το επαναπροσδιορίσουμε. Μόνο τότε θα αξίζει να ενωθούμε ξανά όλοι «εμείς». Γιατί, αυτή τη φορά, θα είναι για το κοινό καλό.

Ας μην περιμένουμε την επόμενη φωτιά…