“Κρίσεις κ’ οι επικρίσεις”

tumblr_lyiokfkYCD1r1cwub

– άρθρο δημοσιευμένο στην εφημερίδα πόλης Monitor, 2011

– στήλη Το ΝηΣί του ανθρώπου 

Ο άνθρωπος στο ΝηΣί σκέφτεται:

«Να πηγαίνεις ενάντια στο ρεύμα. Και τίποτα να μην καταφέρεις τουλάχιστον θα διαφέρεις από τα υπόλοιπα ψάρια».

– – – – – – – – – – – – – – 

Κρήτη λεβντογέννα, ή αλλιώς λεβεντομάνα, κλειδί του Παραδείσου, που δεξιά κρατάς μιαν ήπειρο κι αριστερά μιαν άλλη, τι σου ΄μελλε να πάθεις.

«Εμάς εδώ δε μας πιάνουν κρίσεις κ’ οι επικρίσεις, η Κρήτη είναι πλούσια και αυτάρκης. Δεν έχει να φοβηθεί τίποτα», άκουγα να λένε οι ρήτορες του χθες και τότε σχεδόν τους πίστευα. Αυτά για την Κρήτη του χτες. Για την Κρήτη του σήμερα, κανένα νέο;

Έχετε περάσει καμιά βόλτα έξω από τα προποτζίδικα, τις λέσχες, τις ψυχιατρικές πτέρυγες των νοσοκομείων; Έχετε δει τα ποσοστά παράνοιας, κατάθλιψης, βίας και αυτοκτονιών στο λεβεντονήσι;

Σε περιόδους κρίσης οι πιο μαύροι δείκτες είναι που χτυπάνε κόκκινο. Πιάνουν κορυφή και κοιτάνε αφ’ υψηλού, με θέα τον άνθρωπο στα χειρότερά του. Στατιστικά, νούμερα και δείκτες, πολλοί δείκτες: Ηρεμιστικά, κατάθλιψη, τζόγος, έγκλημα, ναρκωτικά, βία, μαύρη οικονομία και πορνεία. Την πορνεία θα προτιμούσα να μην την εντάξω στους μαύρους δείκτες, πολύ συμπαθώ τις πιο ευγενείς και ειλικρινείς από πολλές κυρίες, πόρνες, αλλά η αύξησή τους είναι σημάδι μοναξιάς και ενδεικτική της κρίσης σχέσεων στη σύγχρονη κοινωνία.

Μα δεν είναι μόνο αυτά. Ο θάνατος από κατεστραμμένα όνειρα είναι πιο βαρύς γιατί είναι καθημερινός, αδιάλειπτος. Ο φυσικός είναι ζηλευτός μπροστά του γιατί είναι ακαριαίος. Όπου κι βρεθούμε πια, όλο τα ίδια ακούμε: υποψίες χρεοκοπίας, δηλώσεις αδικίας, κατακραυγή για την πολιτική και τους εκφραστές της. Βλέπουμε θυμό, νιώθουμε την αγωνία, διαβάζουμε την ανασφάλεια στα χείλη των συνανθρώπων μας.

Τα κεφάλια είναι σκυμμένα και τα βήματα αργά. Μα στο περίπτερο, μα στο σούπερ μάρκετ, στον καφέ, στο δρόμο, στη δουλειά (αν υπάρχει), στο γήπεδο, παντού, ένα είναι το θέμα της συζήτησης. Η κρίση και πόσο άδικη είναι. Και το συμπέρασμα, πάντα το ίδιο. «Μα γιατί δεν κάνουμε κάτι»; Αυτό το «κάνουμε» αρχικά μας βγαίνει σαν «κάνουνε», μπερδεύεται λίγο στη γλώσσα και για λόγους πολιτικής ορθότητας τελικά αρθρώνεται με μι. Και μετά έρχεται φυσικά, σαν φθαρμένο από την πολλή χρήση αυτονόητο, το: «Και τι να κάνουμε;».

Δώστε μας πολέμους να κερδίσουμε, θεριά να πνίξουμε, μα να θωρούμε τον εχθρό. Τώρα, με τον εχθρό καλά κρυμμένο πίσω από πόρτες μυστικές, τι μένει να πολεμήσουν οι περήφανοι Κρητικοί; Αυτά σαν να εννοούμε με το: «Και τι να κάνουμε;».

Κάποιοι τότε, πιο διαβασμένοι αναλυτές, ρήτορες της καθημερινότητας προσθέτουν: «Δεν είναι λύση και να βγούμε στους δρόμους. Τίποτα δεν καταφέρνουμε έτσι».

Με άρθρα και ευχολόγια σίγουρα τίποτα, θα έλεγα αρχικά. Κι ύστερα θα πρότεινα να θυμηθούμε πόσο διαψεύστηκαν οι διαβασμένοι αναλυτές και ρήτορες του χθες, που έλεγαν ότι η Κρήτη δεν έχει να φοβηθεί τίποτα.

Τίποτα. Παρά τον εαυτό της. Τίποτα, παρά την αφλογιστία και την απάθεια ως κοινωνικά φαινόμενα έξωθεν επιβαλλόμενα. Τίποτα, παρά τη παραδοχή μιας ενοχής που κι αυτή από άλλους σπαρμένη είναι, για να θερίζει τα πόδια μας όταν αποφασίζουμε να τα κινήσουμε με προορισμό τη δράση. Τίποτα, τίποτα, τίποτα.