διήγημα δημοσιευμένο στο λογοτεχνικό περιοδικόΒακχικόν, 2012
Βρίσκονται ακριβώς από κάτω μου. Τέσσερις ή πέντε κοπέλες. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά γιατί τους έχω γυρίσει πλάτη. Κάθομαι στο διαχωριστικό κάγκελο στην άκρη του υπερυψωμένου δρόμου, ακριβώς πάνω από το λιμάνι. Καμιά δεκαπενταριά μέτρα με χωρίζουν από την κεντρική αποβάθρα. Το ένα μου πόδι ακουμπά στο μεσαίο σίδερο του κάγκελου, το άλλο στο έδαφος. Ίσα που το φτάνω. Χρησιμοποιώ σαν αποκούμπι το γόνατό μου και γράφω σε πρόσωπο πρώτο, προς αναγνώστη άγνωστο. Να τι του γράφω:«Σου υπόσχομαι, αυτή την ιστορία δε θα τη διανθίσω. Θα καταγράψω ό,τι βλέπω. Μα για να καταγράψω ό,τι βλέπω πρέπει πρώτα να δω αυτά, που έπειτα θα καταγράψω. Γι’ αυτό, ας μην χρονοτριβώ άλλο».Λίγο πριν βάδιζα στον κεντρικό δρόμο που βγάζει στο λιμάνι και διασταυρώθηκαν τα βλέμματά μας. Μου χαμογέλασαν. Νομίζω όλες. Τις τρεις τις θυμάμαι σίγουρα. Δεν ανταπέδωσα το χαμόγελο. Η έκπληξή μου παρέλυσε τους μυς του προσώπου μου την πιο ακατάλληλη στιγμή. Μουρμούρισαν κάτι με απογοήτευση και μια δόση υπεροψίας.
– Πού πάτε; τους έγνεψα.
– Go go, πήρα την απάντησή μου. Με αποστόμωσαν και έκαναν να φύγουν.
Η πιο ψηλή ξαναγύρισε. Την ακολούθησαν δειλά κι ανόρεχτα οι άλλες. Τώρα με κοιτούσαν διερευνητικά κι οι τέσσερις.
– What you print; πήρε πρώτη το λόγο η ψηλή με τα κατάσπαστα αγγλικά.
– What; τη ρώτησα.
Πλησίασαν κι άλλο. Κοιτούσαν ψηλά με το χέρι αντήλιο στοχεύοντας τις προθέσεις μου.
– What you print; το λόγο είχε πάντα η ψηλή.
– I write. I don’ t paint, απάντησα ελπίζοντας να είχα καταλάβει τι εννοούσε.
– Aaaa, χορωδία κουαρτέτο κι απομακρύνθηκαν λες και είχαν επιτελέσει το χρέος που όφειλαν στη διερευνητική τους φύση.
– I write a book, βρήκα το θάρρος και ψέλλισα.
– What;
– A book.
– What book;
– A book about a trip.
– What trip;
– This trip.
Τους έδειξα το έδαφος από κάτω μου λες και αντιπροσώπευε όλο τον Άγιο Νικόλαο.
– Agios Nikolaos is my first stop.
«And last» έκανα να τους πω, μια και δεν είχα σκοπό να γράψω κανένα βιβλίο. Τουλάχιστον όχι μέχρι τη στιγμή που τις είδα. Δεν μίλησα, όμως, γιατί δεν θα καταλάβαιναν.
– Tell me your names. Where are you from; Τόνισα τις λέξεις μία μία, πολύ
προσεκτικά, μήπως κι αποφύγω δυο τρία «what tell;» και «what names;». Με χαμόγελα σβησμένα, μου συστήθηκαν.
– Sarel, Mary, Josephine. From Israel.
Είχα δίκιο. Δεν είχαν το θάρρος του παρακάτω. Η ψηλή χαμένη κι οι άλλες τρεις ανήσυχες, μια και είχαν αρχίσει να συλλαμβάνουν την απουσία της.
«Εβραίες ε; Καλά σας κατάλαβα», σκέφτηκα. Βέβαια και Τουρκάλες να ήταν το ίδιο θα έλεγα.
– Mine is Alex.
– What;
Αυτή τη φορά δεν ήμουν το ίδιο προσεκτικός.
– A-l-e-x.
«Αρκετά», σκέφτηκα. «Σήμερα δεν είναι η μέρα μου». Τις χαιρέτησα από απόσταση μια και η αρχική διαχυτικότητά τους είχε αντικατασταθεί πλήρως από την επιφυλακτικότητα του χειροπιαστού «και τώρα;».
– Alex, επέμεινε.
Γύρισα προς το μέρος της φωνής. Με περίμενε, μόνη, η τέταρτη και πιο ψηλή της παρέας. Η μέχρι πρότινος χαμένη. Είχε ένα χαμόγελο πιο μεγάλο απ’ την, κατά τ’ άλλα χαριτωμένη, εβραϊκή της μύτη.
Το βιβλίο που δεν είχα ποτέ σκοπό να γράψω απέκτησε τίτλο: «Μα πώς ήξερες το όνομα μου;», μια ψηλή ηρωίδα ονόματι Ramonda και μια ανολοκλήρωτη ιστορία.
«Έχουν περάσει δυο χρόνια κι ακόμα τη ζω, άγνωστε αναγνώστη. Όπως ζω όλες μου τις ιστορίες. Μέσα από σένα… Σε ευχαριστώ που με άκουσες κι απόψε. Καληνύχτα».Ο Νικόλας Σμυρνάκης ζει στο Ηράκλειο της Κρήτης. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή Μουσικές Πατρίδες Παντού (Ιδ. έκδοση, 2009), το e-book Η καταγωγή του Τάνγκο (IslandOfMan, 2012) κι έχει συμμετάσχει στις συλλογές διηγημάτων (e-book) Δήγμα Γραφής (OpenBook.gr, 2011) και 12/12/12 – Οκτώ Ιστορίες για μια Πλατεία(OpenBook.gr, 2012).