Η “κοινωνική προσφορά” των πολιτικών

δημοσιευμένο στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ, 2008

Για να μπορείς να προφυλάσσεσαι απ’ το ψέμα πρέπει να το καταλαβαίνεις. Για να το καταλάβεις χρειάζεσαι ανθρώπους δίπλα σου να ψεύδονται ασύστολα και κατ’ εξακολούθηση, για να μελετάς τις εκφράσεις του προσώπου, την γλώσσα του σώματός τους και όποιες άλλες μεθόδους επιστρατεύουν για να κρύψουν την αλήθεια και να πείσουν για το ανυπόστατο. Πώς όμως θα καταλάβεις ότι πράγματι κάποιος ψεύδεται όταν τις περισσότερες φορές η υποψία σου αδυνατεί να γίνει απόδειξη; Πως θα εξασκηθείς αν δεν είσαι σίγουρος ότι τα φούμαρα που ακούς είναι πράγματι τέτοια;

Εδώ είναι που έρχονται οι πολιτικοί να μας παράσχουν σημαντικότατη κοινωνική προσφορά, γι’ αυτήν που άλλωστε προορίζονται, τρελαίνοντας όλους τους μετρητές ψεύδους ή αν θέλετε τους μετρητές παραποίησης ή ωραιοποίησης της εκάστοτε αλήθειας. Και όλα αυτά πάντα για το εθνικό συμφέρον (δικαιολογία προσιτή όταν αποκαλύπτεται το ψέμα τους), για λόγους που ο απλός πολίτης δεν δύναται να κατανοήσει. Από πότε μια πειστική δικαιολογία είναι ικανή να παραπλανήσει τον θηρευτή της αλήθειας; Από τότε που αφήνουμε τους εκλεγμένους αντιπροσώπους μας να την χρησιμοποιούν. Μην ακούτε που λένε ότι η τηλεόραση εξασθενεί το μυαλό. Μία ώρα παρακολούθηση την ημέρα, ειδικά εκεί στην ζώνη την «ενημερωτική», μεταξύ 8 και 9, θα δώσει την λύση που τόσο καιρό αναζητούσαμε. Το αντίδοτο του ψεύδους στην καθημερινή ζωή μας, περνά μέσα από την μελέτη της προσωποποίησής του, στα βραδινά δελτία των «βομβαρδισμένων» δεκτών μας.

Μιλώντας για τους πολιτικούς, μου έρχεται η σάτιρα στο μυαλό. Η άλλοτε πηγή πληροφόρησης για τον σκεπτόμενο πολίτη γίνεται σιγά σιγά διέξοδος από την καθημερινότητα του απογοητευμένου πολίτη. Η κύρια τροφή της σάτιρας, οι πολιτικοί, με τις υπερβολές τους, τα καταφανέστατα ψέματά τους, την αγενή συμπεριφορά τους στα παράθυρα – τσίρκα των οποίων καθημερινά γινόμαστε θεατές, τις γενικές απαντήσεις-υπεκφυγές σε ευθείες ερωτήσεις, τους βαρύτατους χαρακτηρισμούς, την λάσπη, τις ευθύνες που ο ένας εξαπολύει στον, κατά τα άλλα, εντιμότατο και άξιο σεβασμού συνάδελφό του, προσφέρουν τόσο υλικό, που για να επεξεργαστεί από σχολιαστές και σατυρικούς συγγραφείς δεν φτάνουν ούτε δέκα εκπομπές και σατιρικές παραστάσεις την εβδομάδα. Οι πολιτικοί πάντως, τα καταφέρνουν και χωρίς τη σάτιρα μια χαρά, μια και είναι μια σάτιρα από μόνοι τους. Ποιο είναι το όπλο τους; Η υπερβολή. Και πώς να υπερβάλεις την τόση υπερβολή; Κουραστήκαμε να τους βλέπουμε να πιάνονται απ’ τα μαλλιά τους την ώρα που πνίγονται. Κανείς δεν τους ενημέρωσε ότι με όλα τα χέρια απασχολημένα στο τελευταίο εν ζωή ξεψείρισμα, χάνουν την ευκαιρία να κολυμπήσουν, να κάνουν μια τελευταία προσπάθεια, έστω απεγνωσμένη, για λίγο ακόμα στην επιφάνεια να κρατηθούν. Μήπως έτσι καταφέρουν, επιτέλους, να προσφέρουν σ’ αυτόν τον τόπο κάτι πολυτιμότερο από την, κατά τ’ άλλα, σεβαστή υστεροφημία τους.

Είναι ακόμα ένα χαρακτηριστικό τους, όχι πολύ χαριτωμένο, που πάντα με εκπλήσσει γιατί πάντα επιβεβαιώνεται. Η άρνησή τους να ακούσουν αυτό που ο συνομιλητής τους ως άποψη εκφράζει. Μιλούν πάνω στη φωνή των άλλων καλεσμένων λες και αυτοί βρίσκονται εκεί απλά για να αυγαταίνουν τα παράθυρα και για να γίνεται ο απαραίτητος σαματάς. Τους διακόπτουν συνέχεια και πάντα θεωρούν ότι οτιδήποτε λέγεται, με άλλη απ’ τη δική τους γλώσσα, είναι μακριά απ’ την ουσία του θέματος ή εντελώς εσφαλμένο. Πράγμα, φυσικά, που εμφανώς διαφαίνεται απ’ το ειρωνικό ως απαξιωτικό χαμόγελό που διόλου δεν προσπαθούν να συγκαλύψουν.

Οι ομηρικοί διάλογοι είναι γνωστοί για το ασυνήθιστα μεγάλο μήκος και την ένταση που κάθε στίχος τους εσωκλείει. Είναι όμως και μια άγνωστη στις μέρες μας αρετή που χαρακτηρίζει τους διαλόγους αυτούς. Ανεκτικότητα ονομάζεται και κάνει τον πιο θεοσεβούμενο ήρωα να ακούει τον Θεό του να υβρίζεται απ’ τον συνομιλητή του. Σχεδόν ευλαβικά ακούει και περιμένει την σειρά του να απαντήσει. Οι σχολιαστές που χαρακτηρίζουν τις συζητήσεις των πολιτικών μας «ομηρικές», έχουν μάλλον να διαβάσουν Όμηρο από το Γυμνάσιο. Τι είναι τελικά ο διάλογος, τι είναι η συζήτηση; Μονόλογοι τόσοι όσοι και οι εμπλεκόμενοι στη συζήτηση, θα έλεγε κάποιος. Αν αυτό είναι συζήτηση τότε οι πολιτικοί μας συζητούν. Αν όμως είναι μονόλογοι άμεσα συνδεδεμένοι μεταξύ τους, αν κάθε μονόλογος είναι αντίδραση στην δράση του προηγουμένου, τότε για ποια συζήτηση ποιων εμπλεκομένων μιλάμε;

Λίγο πιο πέρα συναντώ μια άλλη κατηγορία πρεσβευτών της επικοινωνίας. Τους πιο ευγενικούς που αφήνουν τον συνομιλητή τους να μιλήσει για να ανακατέψουν τα χαρτιά τους και να βάλουν σε μια σειρά τις σκέψεις τους που αδημονούν να στολίσουν με λόγια. Τα άδεια τους μάτια καταδεικνύουν πως το μυαλό τους ταξιδεύει στη «Χώρα των επιχειρημάτων» κι ας κουνάνε μηχανικά το κεφάλι, κι ας κοιτούν τον ομιλών στα μάτια. Τελικά, όποιος σε μια συζήτηση ενθουσιάζεται περισσότερο με τα δικά του λεγόμενα παρά με αυτά του συνομιλητή του, τον οποίον δεν πολυακούει αλλά θεωρεί πρόσχημα για έκθεση ιδεών, είναι σαν δέντρο δίχως ρίζες. Αγέρωχο παρουσιάζεται μπρος στο «κοινό» του, μα οι πραγματικοί γνώστες έχουν επίγνωση της στασιμότητάς του. Ούτε άλλη τροφή, ούτε παραπανίσιος πόντος.

Και που θα μπορούσε να φτάσει…

Αφοριστικά ακούγονται όλα αυτά και ξέρω πως οι γενικεύσεις πολλές φορές σε οδηγούν στο να χάνεις το δίκιο σου, καθώς δύσκολα ευσταθούν. Και στατιστικά να το πάρεις, δεν μπορεί, σε ένα τόσο τεράστιο δείγμα κάποιος θα διασώνεται, τον οποίο και αδικείς συμπεριλαμβάνοντάς τον στο υπερβολικό «όλοι». Ίσως ο αφορισμός αυτός να είναι μια αποτυχημένη εκ μέρους μου προσπάθεια σατιρισμού των πολιτικών, ίσως κι εγώ να προσπαθώ να υπερβάλλω την υπερβολή τους. Η αλήθεια όμως είναι πως δεν αρκούν μερικοί υγιείς σπόροι για να διασώσουν ένα κατά πως όλα δείχνουν, σάπιο φρούτο.

Αν, λοιπόν, το να θέσει κάποιος τις πραγματικές ερωτήσεις είναι το πρώτο και πιο αποφασιστικό βήμα για να καταλήξει σε ουσιαστικές απαντήσεις, τότε επαναπροσδιορίζω το ερώτημα που, ώρα τώρα, έχω στο μυαλό μου. Φταίει τελικά το φρούτο που είναι σάπιο ή εμείς που μετά από τόσες πικρές μπουκιές «ψωνίζουμε» ακόμα απ’ το ίδιο καλάθι;