Νικόλας Σμυρνάκης | H πόλη μέσα στην Πόλη

Οι Τούρκοι είναι απίστευτα ευγενείς. Τους λείπει πολλές φορές το χαμόγελο, μην κοιτάτε τον Ονάν, περίπτωση ο τύπος, αλλά έχουν άλλους τρόπους να σου φερθούν ευγενικά. Τη φωνή, την κίνηση, το μειδίαμα.

[minti_divider style=”1″ icon=”” margin=”30px 0px 30px 0px”]

Ξέρω ότι υποσχέθηκα συνέχεια στην μπάλκαν σίριαλ κίλερ ταξιδιωτική ιστορία που ξεκίνησε από τη μαμά Σερβία, συνέχισε στη Ρου-Μανία και ήταν να τελειώσει στη «Βουλγαρία αγάπη μου» το αρχαίο έτος 2008, έλα μου όμως που προέκυψε ολοκαίνουργια εμπειρία στην Πόλη του Κωνσταντίνου – που αν τον φώναζες Κώστα σου έκλεινε δίκλινο στην αρένα με λιοντάρι – τόσο καινούρια που τη ζω καθώς τη γράφω, κάθε μέρα μια παράγραφο. Η πρώτη μας επαφή με την Τουρκία – ταξιδεύω με την Ε.Υ.Α. ή αλλιώς το φορητό μου τζι πι ες, ο κινητός μου γκάιντ και τα δύο σε συσκευασία συντρόφου – άκρως φοβιστική. Βρεθήκαμε στον κεντρικό σταθμό και φωνές παντού, αγριεμένα από τη φύση πρόσωπα. Γυναίκες με μαντίλες, οικογένειες με πλαστικά σακιά και σακούλες σκουπιδιών γεμάτες με ό,τι… Οτιδήποτε αλλά κι ό,τι να ‘ναι. Χριστέ και Απόστολε τι γίνεται εδώ, Χριστέ με το συμπάθιο, εδώ δε περνά ο λόγος σου, εσένα Απόστολε αν σου βάλουμε ένα σαρίκι και σε βαφτίσουμε Προφήτη κάτι μπορεί να γίνει.

Φτάσαμε στην περιοχή Sultanahmet, παλιά Πόλη σαν να λέμε γύρω απ’ την Αγία Σοφία και το Μπλε Τζαμί. Την Αγία Σοφία για έναν περίεργο λόγο Αγία Σοφία τη λένε και εδώ (κι όχι Τζαμί Σουλτάνα ή κάτι τέτοιο) στο τουρκικό αξάν βεβαίως, και το μπλε τζαμι, για ένα ακόμα πιο περίεργο λόγο καθόλου μπλε δεν είναι.

Αφού αποκατασταθήκαμε, “ταξιδέψαμε” πεζοί στον εμπορικό δρόμο Istiklal και έπειτα επισκεφτήκαμε την όαση πρασίνου Yildiz. Ένα αστικό πάρκο στην περιοχή Μπεσίκτας – πάμε πάλι – ένα δάσος μέσα στην πόλη, στην πόλη Πόλη δηλαδή, στο οποίο εύκολα μπαίνεις, το δύσκολο είναι να βρεις τρόπο και διάθεση να βγεις. Με το που πέφτει η νύχτα βεβαίως το ειδυλλιακό τοπίο αρχίζει και μετατρέπεται σε σκηνικό ταινίας με λυκανθρώπους οπότε η αναζήτηση της εξόδου επιβάλλεται από χημικές ενώσεις με βάση την αδρεναλίνη.

Η δεύτερη μέρα ξεκινά με διάθεση να μπούμε στην Αγιά Σοφιά αλλά μία ουρά 200 μέτρων μας άλλαξε τα σχέδια. Την είδαμε απ´ έξω. Θαυμάσια πράγματι. Κι από μέσα θαυμάσια θα είναι. Φαντάζομαι. Και η φαντασία μου είναι μεγαλύτερη της αντιληπτικής μου ικανότητας. Για φαντάσου! Πριν ξεκινήσουμε την περιήγηση με ένα λεωφορείο αξιοθέατων – τι μπανάλ, αρκετά χρηστικό όμως, για μπανάλ πάντα – ζήτησα από τον Ονάν λεωφορειατζή του χαπ ον, χαπ οφ λεωφορείου, να μου δώσει έναν χάρτη. Με ρωτάει «Από πού είσαι;». Του απαντάω. Μεταξύ χαμόγελου και μεγάλου χαμόγελου μου λέει: «Γεια σου Γιώργο». «Νικόλα του λέω». «Γεια σου Κώστα», μου λέει «βρε Νικόλας» του λέω. «Γεια σου Μαρία» μου λέει και εκεί κατάλαβα ότι συνεννοηθήκαμε για σήμερα. Ανταπέδωσα τη χαιρετούρα, γελάσαμε όλοι πλατιά και ξεκίνησε το λεωφορείο.

Παρατήρηση, τώρα που το θυμήθηκα. Οι Τούρκοι είναι απίστευτα ευγενείς. Τους λείπει πολλές φορές το χαμόγελο, μην κοιτάτε τον Ονάν, περίπτωση ο τύπος, αλλά έχουν άλλους τρόπους να σου φερθούν ευγενικά. Τη φωνή, την κίνηση, το μειδίαμα. Πολλές φορές φτάνουν στα όρια της δουλοπρέπειας. Βασικά, δεν είναι αυτοί ευγενείς. Οι ευγενείς είναι αυτοί. Αν νομίζετε ότι υπερβάλλω, ρωτήστε τους «αυτοί». Περνώντας παραλιακά του Βοσπόρου μάθαμε ότι η γέφυρα που ενώνει παλιά με νέα πόλη, φέρνει σε επαφή την Ασία με την Ευρώπη σε μόνο δύο λεπτά. Μοναδική στον κόσμο για αυτή της την ιδιότητα.

Συνεχίσαμε στην κλειστή αγορά Kapali Carsi, πήξαμε στο χαλί και στο φωσφορίζων ασημικό από μπρούτζο και καταλήξαμε σε ένα καφέ (δεύτερο σιντριβάνι δεξιά) στο οποίο βολεύονται μόνο παιδάκια καθώς κάθεσαι σε μικροσκοπικές καρεκλίτσες, σχεδόν κατάχαμα.

Κάπου εκεί ένας περιστρεφόμενος δερβίσης εντυπωσίαζε τα διερχόμενα πλήθη και τις δραμαμίνες με την ταχύτητα που θα τις κατανάλωνε μετά και ο ιμάμης από τον κοντινότερο μιναρέ ακούστηκε στα αμάθητα αυτιά μας σαν κραυγή από χαλασμένο βινύλιο που το έβαλαν να παίζει ανάποδα κι από πάνω.

Έπειτα βόλτα στο Karakoy, η λιγότερο τουριστική ψαραγορά. Εδώ τρώνε οι Τούρκοι ψαράδες και οι τουρκικές γάτες. Ψάρι στο ψωμί, όπως θα λέγαμε εμείς κρέας στη λαδόκολλα. Γκουρμεδιά που σερβίρεται σε λερωμένο κιλίμι (κάτι σαν τραπεζομάντηλο). Όσο πιο λερωμένο τόσο πιο παραδοσιακό το έδεσμα και πιο εξυψωτική η εμπειρία.

Λίγο μετά γνωρίσαμε τον Έλληνα της πόλης Αγγελή. Γνωστός για το φοβερό του site angelisandtheistanbul.blogspot.gr που βρίσκεις εντελώς δωρεάν τα πάντα για την Πόλη. Είχε την ευγενή καλοσύνη να μας συναντήσει και να μας περιλούσει με το φέγγος των ιδεών του.

Μας κατατόπισε σε μία ώρα για όλα. Τι να φάμε, πού να το φάμε, τι να δούμε, γιατί να το δούμε. Φύγαμε με πολλές πληροφορίες στο αποθηκευτικό μας σύστημα – όλες για το κάποτε Βυζάντιο – και πρώτιστα με υπέροχη διάθεση. Κατευθυνθήκαμε σε ένα καλά κρυμμένο υπόγειο λεμονόκηπο (Limonlu bahçe), η είσοδος του οποίου ήταν από μια πολυκατοικία με κόκκινη τέντα (μην κάνετε συνειρμούς) και που για να βρεθείς εκεί περνούσες μια σειρά από κατακόμβες με άγρια θηρία να απειλούν τη ζωή σου και έπρεπε να απαντήσεις και ένα δυσεπίλυτο γρίφο στο τέλος για να σε αφήσουν να μπεις.

Αστειεύομαι, πάντως η υπόγεια διαδρομή πράγματι δεν προμηνύει τον κήπο στο αίθριο, η είσοδος του οποίου βρίσκεται σε μια πολυκατοικία, μέσα από το υπόγειο της οποίας πρέπει να περάσεις και που για να βρεθείς εκεί συναντάς μια σειρά από κατακόμβες με άγρια θηρία να απειλούν τη ζωή σου και πρέπει και από πάνω να απαντήσεις σε ένα δυσεπίλυτο γρίφο…

Αλλά ας μην επαναλαμβάνομαι. Αλλά ας μην επαναλαμβάνομαι. Αλλά ας μην επαναλαμβάνομαι. Φτάνει. Φτάνει. Φτάνει. Με συγχωρείτε, ξέφυγα. Είναι που σε αυτό το μέρος θρύλος και πραγματικότητα ανακατεύονται μέχρι που γίνονται ένα.

Λίγο αργότερα βόλτα στην Istiklal και καυκάσιο φαγητό σε ένα από τα άπειρα Ficcin στην Kalavi Sokak. Το τι παραγγείλαμε φοβάμαι να το αναφέρω γιατί μπορεί να παρακολουθεί από δορυφόρο η δίωξη σπατάλης και λαιμαργίας.

Παρατήρηση, πληροφορία: Να ξέρετε ότι εδώ παζαρεύεις τα πάντα. Όχι μόνο εμπορικά είδη αλλά και φιξ τιμές όπως αυτές ενός εισιτηρίου για ένα καράβι ή ενός γεύματος σε ένα εστιατόριο. Μόνο τα εισιτήρια τρένου που βγάζεις απ´ το μηχάνημα δεν παζαρεύεις.

Την επομένη μέρα βόλτα στο Βόσπορο. Επιβιβαστήκαμε και φύγαμε με οδηγό τον άνεμο και προωθητική δύναμη από τη μηχανή του πλοίου. Κάναμε ένα θαλάσσιο τουρ και καταλήξαμε στην ασιατική πλευρά, στο Karakoy. Αυτή τη φορά δοκιμάσαμε balik soup, ψαρόσουπα κοινώς, με παλαμίδα και σαρδέλα βουτηγμένες στο ζωμό τους. Καταπληκτική γεύση σε ένα υπαίθριο “κάτι σαν εστιατόριο” μέσα στην ψαραγορά, δίπλα από μαγαζάκια με κόμπους, σχοινιά και άγκυρες.

Μετά κι από αυτό είπαμε να φύγουμε από την Πόλη του Κωνσταντίνου – που αν τον φώναζες Κώστα σου έκλεινε δίκλινο στην αρένα με λιοντάρι – και να αναζητήσουμε καινούριες εμπειρίες, τόσο καινούριες που τις ζω καθώς τη γράφω, κάθε μέρα μια παράγραφος.

Τι ωραίο να πρέπει να ζεις πρώτα για να γράψεις έπειτα και στο τέλος να συνειδητοποιείς ότι – τι άλλο – ζεις για να γράφεις.

Ο Νικόλας Σμυρνάκης αλλού γεννήθηκε κι αλλού ζει. Καταδιώκεται στον ύπνο και στον ξύπνιο του από έναν άνθρωπο σε ένα ΝηΣί, ο οποίος του συστήνεται και ως Σκιά (όχι πολύ υπάκουη – για σκιά πάντα). Συχνά γράφει αντί γι’ αυτόν στο facebook.com/man.of.island.

Το www.IslandOfMan.me είναι ο δικτυακός τόπος που μοιράζονται. Όχι πάντα αναίμακτα.