Γράμμα ενός παιδιού στον δήμαρχο (1989)

δημοσιευμένο στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ, 2009

Κύριε Δίμαρχε,

Με λένε Νικόλα και είμαι δέκα χρονόν. Πάω στη τετάρτη τάξη του δημοτικού. Πριν λίγο καιρό ήρθα από τη γερμανία με τους γονίς μου. Το νέο μας σπίτι στο Ηράκλειο είναι πολύ όμορφο και η γειτονιά μας έχει πολλά χωράφια για να παίζω μπάλα με τους φίλους μας. Στη Νιρεμβέργη πήγαινα σε ελληνικό σκολείο αλλά πιο πολλές ώρες κάναμε γερμανικά. Εγώ δεν ήθελα αλά η μαμά μου μου έλεγε ότι θα μάθω να λέω στους γερμανούς πόσο όμορφι είναι η χόρα μου. Εγώ όμος φοβόμουν να τους τα πο όλα αυτά μην έρθουνε ξανά και μας κάνουνε την κατοχή.

Το Ηράκλειο είναι η πόλη του μπαμπά μου και την αγαπάει πάρα πολύ ακόμα και όταν οι φίλη του του λένε πως είναι χτισμένη πάνο στην πλάτη της θάλασσας. Τους άκουσα μια μέρα να το λένε αναμεταξί τους και ποτέ δεν κατάλαβα γιατί αυτό είναι άσχιμο. Έχω ακούσει τους φίλους τουνα λένε ότι δεν έχει μεγάλο γήπεδο, ότι δεν φτιάχνονται γέφυρες, πεζοδρόμους για τις μανάδες με τα καρότσια τους που θέλουνε να πάνε βόλτα τα μοράκια τους, ότι οι δρόμοι είναι μικρή και έχουνε λακουβίτσες, ότι τα λιονταράκια της είναι παλιά και λερομένα με μπογιές και ότι η παραλιακή της έχει αυτοκίνητα και δεν μπορούνε τα παιδάκια να παίξουνε εκεί. Ακόμα πως οι τήχοι της που τη σόσανε στα αρχέα χρόνια από τους πιρατές είναι χαλασμένη. Γι’ αυτό και φοβάμε μην έρθουνε πάλι οι γερμανοί όπως το 1940 και μας κάνουνε πόλεμο.

Εγώ κύριε δήμαρχε αγαπάω το Ηράκλειο γιατί είναι η πόλυ του μπαμπά μου και γιατί πάντα μου έλεγε ότι είναι η πατρίδα μας. Θέλω να σας πω ότι αν την κάνετε πιο όμορφη και επηδή είναι χτισμένη πάνο στη θάλασα μπορεί οι γερμανοί να τη βρούνε πάλι και να θέλουν να τη ξανακλέψουνε και έτσι ο μπαμπάς μου να πρέπει να πάει στον πόλεμο.

Γιαφτό εμένα δε με νιάζει. Και έτσι την αγαπάω πολύ και θέλω να τη κρατίσω με τους φίλους μου και να μη ξαναφήγω από δο που γεννήθηκαν οι προγγόνοι μας. Γιαφτό κύριε δήμαρχε σας γράφο αφτό το γράμα και σας λέω ότι οι φίλοι του μπαμπά μου που μίνανε στη γερμανία και που λένε όλα αφτά είναι χαζοί και δεν αγαπάνε την Ελλάδα όπος εμείς. Εύχομαι να μην ξαναφίγω ποτέ και να μην πειράξει κανίς τη παρτίδα μου. Και αν γίνει ποτέ του πόλεμος εγώ θα πάρω το αεροβόλο μου και θα πολεμίσο όπος οι προγγόνοι μας. Για να ξαναγίνουμε ξανά ελέφτεροι.

Νικόλας Σμυρνάκης, μαθητής

Κύριε Δήμαρχε,

Ο Νικόλας μεγάλωσε. Ξανάφυγε απ’ τον τόπο του και επιστρέφοντας είδε μια πόλη σταδιακά να αλλάζει. Γήπεδο ολυμπιακών προδιαγραφών να χτίζεται, γέφυρες να φτιάχνονται, τα τείχη να αξιοποιούνται και τα λιοντάρια μετά από πολλές προσπάθειες να γίνονται και πάλι κέντρο αναφοράς της πόλης, κερδίζοντας κάτι απ’ την χαμένη τους αίγλη. Πεζόδρομοι στο κέντρο να δημιουργούνται, μικρά μουσεία να ξεφυτρώνουν, πολιτιστικό κέντρο να ετοιμάζεται, κινηματογράφοι και εμπορικά κέντρα να ανεγείρονται και το κυριότερο, να αξιοποιείται η «πλάτη» της πόλης διαμορφώνοντας σιγά σιγά ένα όμορφο κι απ’ ό,τι διαφαίνεται προσπελάσιμο χώρο για γαλήνιες παραθαλάσσιες βόλτες.

Κύριε Δήμαρχε, ευχαριστούμε για τα έργα που αλλάζουν τη μορφή του Ηρακλείου αλλά επιτρέψτε μου να νιώθω ακόμα στενάχωρα για την άλλη πόλη, αυτή εκτός των τειχών και τη δυσαναλογία των έργων της. Γιατί ένα παραμένει πάντα στάσιμο να θυμίζει το Ηράκλειο του 1989. Μάλιστα μπορώ να πω, δίχως ίχνος υπερβολής, ότι η κατάσταση από τότε έχει χειροτερέψει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να έχουμε φτάσει σήμερα στο κρίσιμο σημείο εκείνο, που εμφατικά αποκαλούμε «δίχως γυρισμό».

Την ώρα, λοιπόν, που η πόλη παίρνει χρώμα με σημαντικότερη όλων, κατά τη γνώμη μου πάντα, την προσπάθεια αξιοποίησης της παραλιακής, οι δρόμοι που οδηγούν σε κάποιες απ’ τις πιο γνωστές γειτονιές αλλά και στα πιο κοντινά προάστιά της (Πλατεία Σινάνη, Μεσαμπελιές, Βασιλειές) μαρτυρούν από τις πληγές του οδοστρώματος. Και εμείς μαζί τους. Πολλοί από μας, για να φτάσουμε στην παραλιακή, θέλοντας και μη, πρέπει να περάσουμε από την Παπαπέτρου Γαβαλά, την Ανθέων, την Ούλαφ Πάλμε και δεκάδες άλλες αρτηρίες που ενώνουν τους πολίτες των προαστίων με το ιστορικό τους κέντρο. Βέβαια το να «περάσουμε» είναι μια κουβέντα που θεωρητικά αποτελείται από μια απλή λέξη αλλά είναι κι αυτή η Πράξη που όταν μπλέκεται στα πόδια της Θεωρίας πληγώνει τα στόματά μας για την αγαθή προαίρεσή τους.

Αναρωτιέμαι, εμείς φταίμε που πέφτουμε πάνω στα χιλιάδες σαμάρια και μέσα τις λακκούβες που ανταγωνίζονται σε μέγεθος τις γεωργικές γεωτρήσεις (με αρκετή δόση υπερβολής αυτή τη φορά), ή μήπως αυτές που υπάρχουν; Αυτό που με φοβίζει περισσότερο είναι πως τα έχουμε συνηθίσει τόσο όλα αυτά που σχεδόν πια δεν μας ενοχλούν. Τα έχουμε καταστήσει αυτονόητα και το μόνο «ατύχημα» απ’ το οποίο πλέον κινδυνεύουμε είναι η απάθεια και η νωχέλεια του νου μπροστά στο απαράδεκτο που ζούμε.

Αποκτούμε παραλία, γήπεδο, πολιτιστικά και εμπορικά κέντρα αλλά δεν έχουμε δρόμους για να τα επισκεπτούμε. Νιώθω σαν να κέρδισα ξαφνικά τον πρώτο αριθμό του Joker χωρίς τη βασική παιδεία για να διαχειριστώ τον πλούτο μου. Νιώθω σαν αναλφάβητος καθηγητής Πανεπιστημίου. Πραγματικά σας ευχαριστώ που ομορφαίνετε την πόλη, μα δεν μπορώ να ανεχτώ άλλο την αγανάκτηση που ξεχειλίζει μέσα από τα, ευτυχώς ακόμα ανοιχτά, παράθυρα των αυτοκινήτων μας.

Χθες ο μηχανικός διέγνωσε πρόβλημα σε σχεδόν καινούριο αυτοκίνητο. Ίσιωμα στις ζάντες και αλλαγή στα αμορτισέρ ήταν η «ετυμηγορία» και μερικές εκατοντάδες ευρώ η «εγγύηση». Για μια στιγμή αισθάνθηκα ένοχος για κάθε χτύπημα που τράνταζε το αυτοκίνητο όταν και βούλιαζε σε μια από τις εκατοντάδες κακοτεχνίες των δρόμων. Μέχρι που κατάλαβα ότι δεν είχα και πολλές επιλογές καθώς πλέον οι παγίδες του οδοστρώματος δεν αποφεύγονται. Γιατί δεν είναι ο δρόμος γεμάτος κακοτεχνίες. Είναι οι κακοτεχνίες γεμάτες δρόμους.

Κύριε Δήμαρχε, δεν αμφισβητώ την καλή προαίρεσή σας αλλά μην αφήνετε τους εργολάβους να παίζουν παιχνίδια πλουτισμού στην πλάτη τη δική σας και τη δική μας, μην τηρώντας ούτε στο ελάχιστο τις προδιαγραφές κατασκευής της ως τώρα πήλινης ασφάλτου. Γιατί το οδόστρωμα περιφερειακών οδών σπάει σαν φύλλο κρούστας μετά από λίγες σταγόνες βροχής και μερικές εκατοντάδες λαστιχένια πατήματα;

Κύριε Δήμαρχε, δεν φοβάμαι πια τους πειρατές από μακρινές χώρες ούτε τους φίλους Γερμανούς μην κηρύξουν πόλεμο στον κατά τα άλλα ζηλευτό μας τόπο, αλλά τους εχθρούς εντός μας που τραγουδούν παρέα με τη Σειρήνα της Βόλεψης τραγούδια της Λήθης. Κύριε Δήμαρχε, εκτιμώ το έργο σας αλλά ζητώ να βελτιωθεί η καθημερινότητά μας κι όχι μονάχα η Κυριακή μας. Ζητώ να μας μάθετε γράμματα πριν μας δώσετε το πανεπιστημιακό μας δίπλωμα. Δυο πράγματα μας διαφοροποιούν από εσάς. Το ένα υπακούει στα κελεύσματα της θεωρίας και το άλλο ζητά τη μόνη ουσιαστική επιβεβαίωσή της. Την Πράξη. Γιατί εσείς μπορείτε. Κι αν όχι άμεσα, αν όχι τώρα, τουλάχιστον από «χθες». «Για να ξαναγίνουμε ξανά ελέφτεροι».

Με εκτίμηση,

Νικόλας Σμυρνάκης, πολίτης