“Γιατί όποιος έχει τη μύγα”

miga copy

2008: Ηράκλειο (Κρήτη): Έκθεση Τέχνης: “Πολιτικά Τοπία, Σύγχρονα Τοπία”  

————

Μια μύγα

σαν οπή αόρατου μολυβιού

μουντζούρωνε τον ουρανό

————

Αλογίσιες ουρές

κι εφημερίδες διπλωμένες

————

Νεύρα και θυμούς

πουθενά να ερεθίσει

————

Δοκίμασε ένα καρβέλι

που το πέρασε μεγάλο ψίχουλο

χωρίς ούτε μια παλάμη να καταδεχτεί

————

Μπήκε σ’ ένα βαθύ καζάνι

που μπέρδεψε με γιγάντια κατσαρόλα

με δεν βρήκε τίποτα φαγώσιμο

πάνω του το είδος της να διαιωνίσει

————

Έκατσε σε ένα περίττωμα

και θυμήθηκε τα παιδικά της χρόνια

————

Έφτυσε σε μια σταγόνα

και παραλίγο να την κάνει δύο

————

Και σε όλα αυτά δε βρήκε

παρά το ασήμαντο νόημα

που έχει η ζωή

μιας ασήμαντης ύπαρξης

————

Τη ζωή τη μιαρή τότε

αποφάσισε να τελειώσει

αυτοκτονώντας

————

Μα τόσο ασήμαντες ζωές

δεν έχουν το τέλος τους σκεφτεί

προβλέψει ή με κάποιο τρόπο προετοιμάσει

————

γιατί αυτό θα έδινε κάποιο νόημα

στην ασήμαντη ζωή τους

————

Έπεσε από της βιβλιοθήκης

το ψηλότερο ράφι

μα σαν πούπουλο προσγειώθηκε

στο πάτωμα

————

Έψαξε να βρει μια αράχνη

να σώσει την ανάγκη που ‘χε να χαθεί

————

μα ο σκορπιός με την ουρά

καρφωμένη στο κεφάλι του,

πως «καιρό τώρα όλες οι αράχνες πνίγηκαν», της είπε,

«σε εθελούσια ποτάμια από χλωρίνη»

————

Πιο πέρα έμαθε

πως έχει ένα λάκκο

με μολυσμένο το νερό

Μα όταν έφτασε, σφήκες και σκαθάρια

να ξεδιψάσ’ είχε προλάβει

Τα πόδια τους πατούσαν πια στον ουρανό

και τα φτερά φιλούσανε το χώμα

————

Μια φωλιά διέκρινε πιο πέρα

κι ευχήθηκε να ‘χει πεινασμένα

δύο τουλάχιστον πουλάκια

————

μήπως και γίνει μια φορά

λόγος έριδας μεγάλης και καβγά

————

Όταν έφτασε,

βρήκε τα δυο πουλάκια

σε ξόβεργα πάνω να ‘χουν

χτίσει τη φωλιά τους

————

κι η κόλλα που είχε

πια στεγνώσει

————

ο μόνος λόγος

που στην οικογενειακή εστία

τα κρατούσε ακόμα κολλημένα

————

Απογοητευμένη

έξω από ένα παράθυρο πετούσε

όταν το σκουλήκι άκουσε,

λίγο πριν σε μάτι αναμμένο ξαποστάσει,

————

στον άνθρωπο να λέει:

————

«Τα πλάσματα αρνούνται άλλο

να ανεχτούν το βιασμό της φύσης

και ένα ένα αυτοκτονούν»

————

κι ο άνθρωπος θιγμένος

«εμείς δεν φταίμε σε τίποτα

για όλα αυτά»

————

«Όποιος έχει τη μύγα…»

ακούστηκε το σκουλήκι να λέει

κι ένα μακρόσυρτο τσσσσσς

κάλυψε της πρότασης το τελείωμα

————

Τότε η μύγα ένιωσε

τη ζωή της να αποκτά

το νόημα που τόσο αναζητούσε

————

Κάθισε στο πέτο του ανθρώπου

και τον μύγιαζε από κείνη τη στιγμή

Ποτέ δεν προσπάθησε ξανά ν’ αυτοκτονήσει

μα κείνη τουλάχιστον το ‘χε κάποτε σκεφτεί

————