clock-now-time-vintage-Favim.com-532350

Νικόλας Σμυρνάκης | Ένα «τώρα» με πολύ παρόν (διήγημα)

 

Διήγημα δημοσιευμένο στο e-book “Δήγμα Γραφής (μια ντουζίνα και τρία διηγήματα)”,
εκδόσεις Openbook
Κατεβάστε δωρεάν το ebook πατώντας εδώ

—————–

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΛΑΚΗΣ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΚΑΤΑΦΕΡΝΕ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ τις ιστορίες του. Κι αυτή ήταν πάντα η δυστυχία του. Σαρανταπέντε χρονών, έμοιαζε σχεδόν γέρος. Άσπρα ημίσκληρα και αραιά γένια ήταν σπαρμένα εδώ και κει στα μάγουλα του. Το μυτερό πηγούνι του σημάδευε μόνιμα το στήθος του, μια και είχε τη συνήθεια να κοιτά συνεχώς το έδαφος. Άλλοτε μετρούσε τα πλακάκια στο δρόμο κι άλλοτε έσκυβε, απλά για να βολευτούν καλύτερα οι σκέψεις μέσα στο μυαλό του. Κάθε μέρα, όπως όλοι οι άνθρωποι, έχανε και μια μέρα από τη νιότη του. Μόνο που στον κύριο Λάκη, η διαφορά στο πρόσωπό του, ακόμα κι αυτή της μίας ημέρας, ήταν λίγο πιο αισθητή. Ανθρώπους παρατηρητικούς δίπλα του δεν είχε, αλλά ο πάντα ειλικρινής, γι’ αυτό και πολλές φορές ενοχλητικός φίλος του, ο καθρέφτης του μπάνιου, σπάνια είχε έναν καλό λόγο να του πει κάθε πρωί που ξυπνούσανε μαζί.

Βάθαιναν οι γραμμές του προσώπου του, γίνονταν πιο έντονα τα ζυγωματικά του, το πρόσωπό του αποστεωνόταν αργά, κιτρίνιζαν τα μάγουλά κι άσπριζαν κι άλλο οι τρίχες του. Παρ’ όλη την αισθητή στον ίδιο καθημερινή του μεταμόρφωση, ήταν απόλυτα συμφιλιωμένος με την εμφάνισή του. Τα είχε βρει με τη φθορά θεωρώντας τη φυσικό επακόλουθο της εξέλιξης. Δεν ενοχλούνταν με το χρόνο και το άδικο φέρσιμό του. Αν σ’ αυτή τη σχέση κάποιος είχε πρόβλημα, αυτός ήταν ο ίδιος ο χρόνος.

Ο κύριος Λάκης θεωρούσε τις μισές του ιστορίες καταπληκτικές, μα οι ημιτελείς προθέσεις του έγιναν σιγά – σιγά στάση ζωής, σμιλεύοντας την κράση του. Όλα τα έκανε στο περίπου. Ακόμα και το περίπου, στο περίπου το έκανε. Ένα «δε βαριέσαι», ένα «αύριο θα», ακολουθούσε τις δυο από τις πέντε προτάσεις που ξεστόμιζε. Αυτές που ποτέ δεν κατάφερε να βάλει σε μια σειρά ώστε να τελειώσει τις ιστορίες, που πάντα άφηνε πριν το τέλος, κοντά σε κείνο το «περίπου» που μοιάζει με μέση. Και είχε ωραίες ιδέες ο κύριος Λάκης.

Οι πράξεις του, μάλλον οι απραξίες του, δεν ήταν αποτέλεσμα μιας εγγενούς αδιαφορίας γι’ αυτό που οι άνθρωποι αποκαλούν ουσία, αλλά ένας ανομολόγητος φόβος για την αποτυχία. Με τις γυναίκες, για παράδειγμα, κατάφερνε να προβάλλει χιλιάδες δικαιολογίες ώστε να μην τις ρίξει στο κρεβάτι, ενώ έκανε τα αδύνατα δυνατά για να φτάσει ως αυτό.

Ο κύριος Λάκης – που έγραφε από είκοσι χρονών παιδί – αρκετά εμφανίσιμο και καθόλου σκυφτό τότε – στερούσε από τις ιστορίες του, όπως ακριβώς και με τις γυναίκες, την ολοκλήρωσή τους. Η ιδέα της αποτυχίας τον κατέτρεχε, σε κάθε κίνηση στη ζωή του, η οποία πάντα ακολουθούνταν από μια ζωηρή ακινησία.

Του αρκούσε ότι θα ήταν καλός, αν… «Θα» και «αν». Να δυο λέξεις κλειδιά στη ζωή του κυρίου Λάκη. Υπήρχε όμως κι άλλος ένας λόγος γι’ αυτή του την ιδιαιτερότητα. Η έλλειψη υπομονής. Μόνο με την ιδέα του χρόνου τα είχε βρει και ανέμενε καρτερικά τις επιδράσεις του. Ίσως γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Για όλα τ’ άλλα ήταν τόσο ανυπόμονος! Ούτε μια καραμέλα δεν κατάφερνε να γλύψει. Την κατάπινε ολόκληρη.

Στην περίπτωση του κυρίου Λάκη, η ανυπομονησία του συνδυαζόταν με μια έμφυτη τάση οκνηρίας, με αποτέλεσμα να βιάζεται, όχι να τελειώσει, αλλά να βαρεθεί. Ήθελε να ολοκληρώσει τις ιστορίες του, πριν τις ξεκινήσει και τις ολοκλήρωνε, αν όχι πριν τις αρχίσει, εκεί κάπου στη μέση. Οι ήρωές του έμοιαζαν σταματημένοι στο χρόνο, λογοτεχνικά αγάλματα με σπασμένες απ’ την αχρηστία αρθρώσεις.

Ίσως και η μέση… να είναι ένα τέλος. Θέλω να πω, η πρόταση «ο κύριος Λάκης δεν τέλειωνε τις ιστορίες του, φτάνοντάς τις μόνο ως τη μέση», εμπεριέχει την έννοια του ανολοκλήρωτου. Αλλά η φράση «ο κύριος Λάκης τέλειωνε τις ιστορίες του ακριβώς στη μέση», ενώ έχει το ίδιο νόημα με την προηγούμενη, εμπεριέχει την έννοια της ολοκλήρωσης. Γιατί, ίσως και η μέση… να είναι ένα τέλος.

Η παράξενη ιστορία που ακολουθεί είναι μια απ’ αυτές που έζησε ο ίδιος ο κύριος Λάκης. Και βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή της. Στα σαρανταπέντε του χρόνια πια, ένιωθε τον εαυτό του να γερνά αφύσικα γρήγορα. Είχε όμως αποδεχτεί τη μοίρα του και δεν τον απασχολούσε ιδιαίτερα η άκομψη και επιλεκτική συμπεριφορά του χρόνου. Ήλπιζε μόνο όταν θα έρθει η ώρα του, να μην καταλάβει πόνο.

Και κάτι άλλο. Να προλάβει να απαντήσει σε ένα βασανιστικό ερώτημα, το οποίο ήταν και το θέμα των περισσότερων ανολοκλήρωτων ιστοριών του. «Η έννοια του χρόνου υπάρχει γιατί ο ήλιος κάνει την καθημερινή του βόλτα ή γιατί βρέθηκαν οι άνθρωποι να τον μετράνε;».

Μια μέρα, κι ενώ καθόταν στο παλιό ξύλινο γραφείο του, πάνω στην καρέκλα με τη σχισμένη δερμάτινη επένδυση, μονολόγησε σε μια κρίση αυτογνωσίας. «Πώς να καρτεράς αυτό που δεν προσπαθείς; Με ποιο δικαίωμα; Περιμένω και το μόνο που καταφέρνω είναι να περιμένω κι άλλο, γιατί το μόνο για το οποίο προσπαθώ είναι να μην προσπαθώ για τίποτα, αν και τα πάντα περιμένω». Είχε ωραίες ιδέες ο κύριος Λάκης κι αυτό είναι κάτι που δε σας έκρυψα απ’ την αρχή.

Ο μισοϊστοριογράφος, συνέχισε να μονολογεί. «Περιμένω και περιμένω.. Ποιος; Εγώ ο ανυπόμονος. Ο χέστης δε λέω καλύτερα». Και τότε πήρε μία απόφαση. Να προσπαθήσει λίγο παραπάνω μήπως και για πρώτη φορά κατάφερνε να τελειώσει μια ιστορία. Αυτή τη φορά θα έδινε βάση μόνο στον προορισμό, φτάνει να ήταν τελικός. Αποφάσισε να δοκιμάσει κάτι απλό. Θα έγραφε την ιστορία μια ημέρας, περιγράφοντας τι έζησε καθ’ όλη τη διάρκειά της. Ίσως έτσι, η ολοκλήρωση που τόσο χρόνια περίμενε, να ερχόταν να τον βρει, εκεί που δε θα το περίμενε.

Θα έγραφε την ιστορία του σε δύο δόσεις. Η πρώτη το μεσημέρι κι η δεύτερη το βράδυ. Κατά το μεσημέρι, μετά απ’ την πρωινή βόλτα που αφορούσε την περισυλλογή στοιχείων, έκατσε στο γραφείο της «μεσότητας», με το σημειωματάριο ανοιχτό. Από εκείνο το γραφείο είχαν ξεκινήσει όλες οι μισές ιστορίες του.

Έγραψε: «Μια ανιαρή ημέρα». Ο τίτλος τού φάνηκε αρκετά ανιαρός και ευχαριστημένος για την επιλογή του, ξεκίνησε να εξιστορεί την απλή καθημερινότητα ενός απλού ανθρώπου που λεγόταν κύριος Λάκης και που είχε μια συνήθεια που τον ακολουθούσε εδώ και χρόνια. Δεν ολοκλήρωνε ποτέ τις ιστορίες του. Θεώρησε χρέος του να περιγράψει τον καθημερινό αυτόν κύριο, τη σχέση του με το χρόνο, τους λόγους που άφηνε τις ιστορίες του παραπονεμένες και τους ήρωές του σαν παγωμένους σε μια μετέωρη αιωνιότητα. Έπειτα, έγραψε για την απόφασή του να περιγράψει μια μέρα απ’ τη ζωή του, με στόχο να ολοκληρώσει την πρώτη ιστορία του.

Περιέγραφε πως ξύπνησε πολύ νωρίς και βγήκε έξω από το σπίτι με ένα σημειωματάριο στην εξωτερική τσέπη ενός παλιού, χρώματος γκρι, πουκαμίσου, για να καταγράψει τις σημαντικές στιγμές μιας – ήλπιζε – ανιαρής ημέρας. Πήγε στη λαϊκή και ψώνισε βιολογικές ντομάτες, πέντε ολόκληρα ευρώ το κιλό, αλλά που του φάνηκαν οι πιο ζουμερές και κόκκινες ντομάτες που είχε δει ποτέ. Πήρε και μεγάλα πετροκέρασα – βρισκόμαστε κι αυτό παρέλειψα να το αναφέρω αρχές Ιουνίου ενός έτους, ο προσδιορισμός του οποίου δεν είναι εύκολη υπόθεση – κι ένα μεσαίου μεγέθους καρπούζι. Μετά πέρασε απ’ το Πέραμα, χαιρέτησε τους παλιούς του γνωστούς απ’ την ιχθυόσκαλα που δούλευε για δέκα συναπτά έτη, πριν πεθάνει ο άκληρος θείος του Αριστομένης και του αφήσει ένα διώροφο στην Καστέλα. Έπειτα, ήπιε έναν καφέ στον καφενέ του κυρίου Στέλιου και γύρισε σπίτι.

Μέσα στο λεωφορείο της επιστροφής σκεφτόταν πόσο ωραία θα ήταν να μπορούσε να πάρει με το μέρος του το χρόνο, αξιοποιώντας περισσότερο τις στιγμές του κατά τη διάρκεια της κάθε ημέρας.

Αυτά σκεφτόταν ο ήρωας του κυρίου Λάκη, αυτά σκεφτόταν κι ο ίδιος ο κύριος Λάκης, ο ήρωας της δικιάς μας ιστορίας, που έχοντας πια φτάσει στο σπίτι της Καστέλας, κατέγραφε τις σκέψεις του. Καθόταν τώρα στο γραφείο της «μεσότητας» κι έγραφε τις τελευταίες αράδες του πρώτου μισού της ιστορίας του: «…Άλλωστε, τι νόημα έχει ο χρόνος κι η ακούραστη πορεία του αν δεν τον εκμεταλλευόμαστε προς όφελός μας; Χρόνος χαμένος, χρόνος νεκρός. Να πεθάνεις χρόνε, αν δε μ’ αγάπησες ποτέ..».

Ο κύριος Λάκης είχε ολοκληρώσει το πρώτο μισό του έργου του. Χαρούμενος, άφησε το στυλό πάνω στο γραφείο και έστειλε το ενθουσιασμένο βλέμμα του απέναντι στον τοίχο, να συναντήσει ένα μεγάλο ρολόι, το οποίο κρατούσε τα ηνία του χρόνου μέσα σε κείνο το σπίτι, τα τελευταία τριάντα χρόνια.

Λατινικοί χαρακτήρες αντικαθιστούσαν επάξια μια ντουζίνα νούμερα. Το σκούρο χρώμα της κορνίζας που πλαισίωνε το ρολόι πλημμυριζόταν από τα ξύλινα νερά μιας ανοιχτόχρωμης απόχρωσης του καφέ. Κάθε φορά που το κοιτούσε νόμιζε ότι έβλεπε και μια νέα γραμμή στο ξύλο της βελανιδιάς. Ήταν λες και πάλιωνε κι αυτό, κάθε στιγμή, μαζί με τον κύριο Λάκη. Ο δείκτης των δευτερολέπτων κινούσε αργά προς το XII και ήταν θέμα χρόνου, οπωσδήποτε θέμα χρόνου, να χτυπήσει ο παλιός αλλά πάντα αξιόπιστος μηχανισμός τρεις φορές, όσες κι οι ώρες που είχαν περάσει από το μεσημέρι.

Στον τρίτο χτύπο του ρολογιού οι δείκτες πάγωσαν. Δηλαδή αυτός των δευτερολέπτων, συμπαρασύροντας στην ακινησία και τους άλλους δύο. Αναγκαστικά. Ήταν τρεις ακριβώς και μόλις είχε τελειώσει το πρώτο μισό από την εξιστόρηση των συμβάντων μιας μέρας ανιαρής. Του φάνηκε πολύ ωραία σύμπτωση αυτή. Για λίγο σκέφτηκε να μην επέμβει στην απόφαση του χρόνου να σταματήσει. Μα άλλα ρολόγια, είτε στο σπίτι του είτε πάνω του, ο κύριος Λάκης δεν είχε. Το ρολόι εκείνο ήταν ο μόνος τρόπος για να νιώθει ότι ελέγχει με κάποιο τρόπο τον χρόνο κι ότι δεν τρέχει προς το μέλλον με φρενήρεις, σχεδόν αφύσικους ρυθμούς. Κάτι για το οποίο επισταμένα προσπαθούσε να τον πείσει ο πρωινός του καθρέφτης. Γι’ αυτό και αναζήτησε τελικά, ένα ζευγάρι μπαταρίες. Αντικατέστησε τις παλιές και… τίποτα.

Οι δείκτες ακίνητοι, αρνούνταν να δείξουν άλλη από την, όπως φαινόταν, αγαπημένη τους ώρα. Λες και οι αρνητικοί πόλοι των δύο μπαταριών είχαν καταφέρει να επιβάλλουν τις άχαρες διαθέσεις τους. Βέβαια, υπήρχε μια πιο απλή και πιθανή εξήγηση. Το ρολόι είχε χαλάσει.

Ξαφνικά, ένα περίεργο συναίσθημα ανέμειξε τα κεράσια και το καρπούζι που είχε δοκιμάσει νωρίτερα, δημιουργώντας μια ζουμερή ανακατωσούρα μέσα στο στομάχι του. Πετάχτηκε στο παράθυρο του γραφείου της «μεσότητας», παραμέρισε της γρίλιες και είδε:

Αυτοκίνητα ακινητοποιημένα στη μέση του δρόμου, ανθρώπους ακίνητους σαν εκθέματα ενός μεγάλου μουσείου κέρινων ομοιωμάτων, σύννεφα και καπνούς ασάλευτα στον αέρα της πόλης να παραμένουν σε μόνιμους σχηματισμούς λες και στήνονταν μπροστά σε φωτογραφικό φακό υψηλής ευκρίνειας, πουλιά και δέντρα να ποζάρουν, μέρος μιας εικόνας ενός τεράστιου ζωγραφικού πίνακα. Η κοινή συνισταμένη όλων; Η ακινησία. Το τοπίο ολόγυρά του χαμογελούσε ατάραχο μπροστά στο φακό του χρόνου, βγάζοντας αναμνηστική φωτογραφία. Κι αυτό συνέβαινε τώρα. Δηλαδή στο «τώρα» του κυρίου Λάκη, που για εμάς είναι ένα μακρινό «τότε». Εκτός κι αν θεωρήσουμε ότι αυτή η σκηνή ακινησίας συνεχίστηκε ως το δικό μας «τώρα». Να πως ένα «τότε» κι ένα «τώρα» μπορούν να μπλεχτούν τόσο, ώστε να καταλήξουν να μη ξεχωρίζουν το ένα απ’ το άλλο. Όπως σας είπα και νωρίτερα, ο χρονικός προσδιορισμός αυτής της ιστορίας είναι ακόμα και για μένα δύσκολη υπόθεση.

Και πώς να μην είναι όταν κάθε «πριν» προς αυτό το «τώρα» βάδιζε αλλά και γιατί – ανήκουστο πράγματι – δεν υπήρχε μετά. Ο χρόνος κείτονταν νεκρός στο κρεβάτι του σύμπαντος ή απλώς ξαπόσταινε αποκαμωμένος; Τι σημασία είχε; Συνέβαινε, συνέβαινε στ’ αλήθεια. Και ο κύριος Λάκης ήταν ο μόνος που βρισκόταν ακόμα σε κίνηση, διαφεύγοντας από την ιερή αυτή ακολουθία που όλα τα παρέσερνε.

Ανάστατος και σιωπηλός, αποφάσισε να βγει στο δρόμο και να παρατηρήσει το περίεργο, σχεδόν φοβιστικό αυτό φαινόμενο, από κοντά. Τόλμησε να αγγίξει μια γριούλα στα εβδομήντα πέντε, στο δρόμο απέναντι από το σπίτι του. Ο χρόνος δεν άλλαξε τα σχέδιά του, δεν άρχισε να κυλά ξαφνικά, όπως και είχε σταματήσει. Το χέρι της ηλικιωμένης κυρίας έμενε στη θέση που το κατεύθυνε ο κύριος Λάκης. Η παράξενη αυτή αρχιτεκτονική που έπαιρνε το ανθρώπινο σώμα στα χέρια του, τον έκανε να νιώθει ότι είναι μέρος ενός συμπαντικού παιχνιδιού, μιας κοσμογονικής φάρσας που μετέτρεπε τους ανθρώπους σε εύπλαστες μαριονέτες, σε πήλινα κατασκευάσματα. Το μυαλό του γύρισε πίσω στη δημιουργία του κόσμου και στη θέση του Θεού, είδε τον εαυτό του. Η τελευταία αυτή διαπεραστική σκέψη ταρακούνησε το μυαλό του και ένας θείος φόβος τον συγκλόνισε.

Ο κύριος Λάκης δυσκολευόταν να αναγνωρίσει μια ένδειξη ζωής στα ακίνητα έμβια όντα. Άνθρωποι σε ανισόρροπες θέσεις, ένας γάτος ακινητοποιημένος στη διαδρομή προς την κορυφή ενός φράχτη, πουλιά σφηνωμένα στον αέρα, δέντρα σαν ζωγραφισμένα σε γκρίζο φόντο… όλα του φαίνονταν κενά. Σαν να είχαν εκπνεύσει όλη τη ζωή τους μέσα σε ένα δευτερόλεπτο, με το τρίτο χτύπημα του ρολογιού.

Έτρεξε – όσο του επέτρεπαν οι ασθενικές κλειδώσεις του – πίσω στο σπίτι της Καστέλας, σαν να του είχε ξαφνικά ανατεθεί μια βαρυσήμαντη αποστολή. Έκατσε στο γραφείο της μεσότητας κι αναζήτησε τις τελευταίες προτάσεις της ημιτελούς ιστορίας του. «…Άλλωστε, τι νόημα έχει ο χρόνος και η ακούραστη πορεία του αν δεν τον εκμεταλλευόμαστε προς όφελός μας; Χρόνος χαμένος, χρόνος νεκρός. Να πεθάνεις χρόνε αν δε μ’ αγάπησες ποτέ..». Μια τρελή ιδέα του πέρασε απ’ το μυαλό. Ότι γράφοντας τις τελευταίες λέξεις της μισής ιστορίας του είχε, με κάποιον ακατανόητο τρόπο, προκαλέσει αυτό το αφύσικο φαινόμενο. Είχε σκοτώσει το χρόνο.

Αυτή η ιδέα τού φάνηκε ακόμα πιο τρελή από τα γεγονότα που βίωνε τα τελευταία λεπτά. Μη με ρωτάτε πόσα ήταν αυτά. Ακόμα και να ήθελα, δε θα μπορούσα να τα υπολογίσω, χωρίς ταυτόχρονα να κατηγορηθώ ως αναξιόπιστος ή ακόμα ως ψεύτης. Τελικά, η έννοια του χρόνου υπάρχει γιατί ο ήλιος κάνει την καθημερινή του βόλτα ή γιατί βρέθηκαν οι άνθρωποι να τον μετράνε;

Καθόλου αόριστο και πολύ σαφές είχε γίνει για τον κύριο Λάκη το γεγονός ότι είχε άθελά του καταφέρει να διακόψει τη φρενήρη πορεία του χρόνου στο άπειρο και τώρα – ένα τώρα που διαρκούσε ώρα τώρα – έπρεπε με κάποιον τρόπο να επανορθώσει. Πήρε το στυλό και αναζήτησε μια άμεση λύση στο πρόβλημα του σύμπαντος.

Άλλαξε παράγραφο και έγραψε: «Ο χρόνος άρχισε πάλι να κυλά σε φυσιολογικούς ρυθμούς». Άρπαξε βιαστικά τις κόλλες με τη μισή ιστορία, το στυλό με το οποίο την είχε γράψει και τα κλείδωσε στο τρίτο από πάνω, συρτάρι του γραφείου του.

Μέρες μετά, σε ένα τετράδιο αυτή τη φορά κι όχι στις γνωστές λευκές του κόλλες, με ένα νέο στυλό, έδινε τίτλο σε μια νέα ιστορία που ξεκινούσε. «Το δεύτερο μισό μιας ανιαρής ημέρας». Αλλά αυτή η ιστορία δεν αφορά τη σημερινή μας αφήγηση, καθώς ούτε ο κύριος Λάκης, ούτε οι ήρωές του δε βιάζονται πια να τελειώσουν τις μισές τους ιστορίες. Μετά την εμπειρία τους κατάλαβαν, σχεδόν ταυτόχρονα μπορώ να πω, ότι οι μισές ιστορίες τους δεν έχουν να ζηλέψουν σε τίποτα αυτές που δήθεν φέρουν την υπογραφή της ολοκλήρωσης, ειδικά σε έναν κόσμο φτιαγμένο να βιάζεται να τελειώσει το οτιδήποτε, μήπως κι έτσι ξεγελάσει ή έστω προλάβει τη φθορά. Δε βιάζονται πια, γιατί κατάλαβαν ότι η μέση μπορεί να είναι ένα τέλος, ένα τέλος που δεν έχει ανάγκη το άλλο του μισό για να ολοκληρωθεί ή να τελειώσει.

«Το δεύτερο μισό μιας ανιαρής ημέρας», ο τίτλος της νέας ιστορίας που δε γράφτηκε ποτέ, μια και ο κύριος Λάκης δεν απειλείται πια απ’ τον χρόνο και το αδυσώπητο συνεπακόλουθό του, τη φθορά. Κι όσο περνάει η ώρα – αν είναι κάτι τέτοιο εφικτό – μέλλον και παρελθόν μοιάζουν τόσο στο παρόν, που ο χρόνος σηκώνει τα χέρια ψηλά. Γιατί όταν έχεις χρόνο, απ’ τον ίδιο το Χρόνο πιο πολύ, δεν μπορεί παρά να τ’ αφήνεις όλα για αργότερα. Όλα, όπως και τις μισές ιστορίες που γράφουν οι ήρωες των ηρώων σου. Άλλωστε, το «αργότερα», δεν είναι παρά μια ακόμη έκφραση του «τώρα» και η μέση, εκτός από τέλος, μπορεί να γίνει αφετηρία μιας νέας αρχής.

Κι όλα αυτά τα σκέφτομαι τούτη την ώρα. Τούτη την ώρα που δεν είναι άλλη από τις τρεις ακριβώς. Και γι’ αυτό μπορώ να σας διαβεβαιώσω. Κι ας έχει περάσει καιρός από τις τρεις ακριβώς ως τώρα, τρεις ακριβώς ακόμα παραμένει η ώρα ετούτη, ώρες, μέρες, ίσως και χρόνια τώρα.

Νικόλας Σμυρνάκης

behind_the_lens_by_scweegee_boy

Νικόλας Σμυρνάκης | Κάμερα αν-ασφαλείας (διήγημα)

Διήγημα δημοσιευμένο στο e-book “Οκτώ ιστορίες για μια πλατεία”, εκδόσεις Openbook
Κατεβάστε δωρεάν το ebook πατώντας εδώ

—————–

12/12/2012

Βράδυ, 22:30

ΣΥΝΗΘΩΣ ΟΛΑ ΤΑ ΒΛΕΠΩ ΞΕΚΑΘΑΡΑ ΚΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΑ. Λογικό, με αντέννα όμνι τρία Ντι Μπι. Όταν λέω «τα βλέπω όλα», εννοώ όλα, ακόμα και τη νύχτα. Ας όψεται το νάιτ βίσιον εκατό μέτρων. Έχω απόλυτη αίσθηση της πραγματικότητας, πολλές φορές και των συναισθημάτων που απορρέουν από όσα παρακολουθώ. Πώς να μην έχω με το σένσορ Σι Εμ Όου Ες, ένα προς τρία δεύτερα; Η οπτική μου γωνία είναι πάντα ευρεία, με βιού άνγκλ τουλάχιστον πενήντα μοιρών και συνήθως δε μιλάω.

Καταγράφω κι αναμεταδίδω με τρόπο αντικειμενικό σαν όλες τις κάμερες ασφαλείας. Μα απόψε το βράδυ λέω να κάνω μια εξαίρεση γιατί το αποψινό βράδυ δεν είναι σαν τα άλλα.

Η ώρα είναι δέκα και μισή. Βρίσκομαι στην πλατεία Συντάγματος, κρεμασμένη από τον στύλο τέσσερα, όπως τον ονομάζουν οι τεχνικοί του τμήματος ασφαλείας. Νομίζουν ότι είμαι εκτός λειτουργίας αλλά εγώ συνεχίζω να παρακολουθώ από δω πάνω σχεδόν τα πάντα.

Ο σεισμός που προηγήθηκε με ταρακούνησε λίγο αλλά ευτυχώς δεν έπαθα ζημιά. Η ανησυχία στην πλατεία είναι διάχυτη. Ο κόσμος αναστατώθηκε αλλά κανείς δε φεύγει. Η αναστάτωση μεγαλώνει και προέρχεται από ένα νέο σεισμό, πολλαπλών όσο και εσωτερικότατων ρίχτερ με επίκεντρο αυτή τη φορά την αναπτερωμένη ελπίδα του ανθρώπου. Ο νέος σεισμός προκλήθηκε απ’ την εξής πληροφορία.

«Στρατός, μυστικές υπηρεσίες και αστυνομία συντάσσονται με τους διαμαρτυρόμενους πολίτες που βρίσκονται στους δρόμους. Οι πολιτικοί βρίσκονται υπό περιορισμό».

Αντίθετα με τον προηγούμενο σεισμό που έφερε γενική συσκότιση, αυτός προκαλεί εθνική φώτιση. Πλήθος ανθρώπων, όσο μου επιτρέπει η γωνία κλίσης μου να δω, καταφθάνουν στην πλατεία από παντού. Η νέα πληροφορία μεταδίδεται ακόμα και από τα καθεστωτικά κανάλια που έχουν καταληφθεί από τους εργαζομένους και καλούν τον κόσμο σε όλες τις πόλεις και τα χωριά να βρεθούν στις πλατείες.

Το χαώδες πια πλήθος στο Σύνταγμα δε ζητάει ελευθερία, δημοκρατία και δικαιοσύνη, δεν αγανακτεί ούτε νιώθει αδικία. Μονάχα εξιλέωση. Έχει πάρει την τύχη στα χέρια του. Χέρια που λεπτό με το λεπτό μπλέκονται σε όλο και περισσότερες ελπιδοφόρες αγκαλιές.

Οι εξελίξεις είναι ραγδαίες. Συνδέομαι με μια συνάδελφό μου, μυστική πράκτορα, την XSI 250 που δουλεύει σαν εσωτερική κάμερα στα ενδότερα της Βουλής και μετά από άδειά της περιγράφω ό,τι καταγράφει.

Ο πρωθυπουργός έχει παραδοθεί και κάθεται με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη του σε μια αυτοκρατορική πολυθρόνα. Ανάμεσα σε εκείνον και τον εκπρόσωπο των διαμαρτυρόμενων πολιτών εξελίσσεται μια ήπιων τόνων συζήτηση. Δεν γνωρίζω τι έχει ειπωθεί μεταξύ τους νωρίτερα αλλά αν χρειαστεί η XSI 250 θα μας διαθέσει το αρχείο της. Μεταφέρω το διάλογο από δω και πέρα:

«…δεν έχεις άλλη επιλογή. Ή ομολογείς ή σε παραδίδουμε στο πλήθος. Σύσσωμο το υπουργικό συμβούλιο κρατείται στο διπλανό δωμάτιο. Οι υπόλοιποι τριακόσιοι είναι υπό περιορισμό ο καθένας στο σπίτι του. Σύντομα θα οδηγηθείτε όλοι στη δικαιοσύνη. Από εσένα όμως εξαρτιόνται όλα. Αν μιλήσεις εσύ, θα μιλήσουν όλοι. Αν δεν ομολογήσεις τώρα, καλύτερα να σκεφτείς με τι επιχειρήματα θα αποκρούσεις τον κόσμο έξω στην πλατεία».

Ο πρωθυπουργός κοιτά με τη μία κόρη του ματιού του διασταλμένη και την άλλη μισή, κατσιασμένη, σαν φοβισμένη κορασίδα που μαζεύεται μπροστά στη θέα του αυστηρού πατέρα. Τα χείλη του σμίγουν βίαια προσπαθώντας μάταια να συντρίψουν το ένα το άλλο και βγάζει μια υπόκωφη κραυγή, σαν να θέλει να υπενθυμίσει στον εαυτό του ότι οι φωνητικές του χορδές ακόμα λειτουργούν. «Τι θέλεις να πω;»,

«Την αλήθεια», λέει ο εκπρόσωπος.

«Δε γίνεται», απαντά ο πρωθυπουργός.

«Πάρτε τον», δίνει εντολή ο εκπρόσωπος και ο αρχηγός της αστυνομίας που παρατηρεί αμίλητος τόση ώρα κινεί το δείκτη και το μέσο που τώρα δείχνουν μαζί προς την ίδια κατεύθυνση. Δύο αστυνομικοί πλησιάζουν τον πρωθυπουργό. Τα μάτια του δεν συγκρατούν άλλο τον πόνο. Οι κόρες τους ξεσπάνε σε κλάματα, ο πρωθυπουργός δακρύζει, τα μάγουλα του λιπαίνονται από δυο σταγόνες ενοχής και φόβου.

«Σταματήστε, αν με πάτε έξω θα με σκοτώσουν. Θα μιλήσω που να σας πάρει ο διάολος. Θα μιλήσω».

Ο εκπρόσωπος ζητά από δύο δημοσιογράφους που είναι μαζί του, να ανοίξουν μία συνάδελφό μου, χειρός. Η φωνή και η εικόνα της μεταφέρονται σε όλους τους δέκτες πανελλαδικά. Οι συγκεντρωμένοι στην πλατεία παρακολουθούν από έναν τεράστιο προτζέκτορα.

Όλοι παγώνουν μόλις βλέπουν την εικόνα του πρωθυπουργού. Μόνο ένας δολοφόνος, ένας βασανιστής κι ένας καθεστωτικός πρωθυπουργός έχουν τη δύναμη να σπέρνουν το φόβο ακόμα και δεμένοι, ακόμα και νικημένοι.

«Τι έχετε να δηλώσετε;», ρωτάει ο εκπρόσωπος. Στην αρχή διστάζει. Είναι κι αυτός ο προβολέας που χύνει λευκό φως στο μέτωπό του. Η γωνία λήψης δεν τον κολακεύει. Το ξέρει ότι είναι γελοίο να σκέφτεται την εικόνα του μια τέτοια στιγμή, αλλά αυτού του είδους οι συνδέσεις έχουν πιάσει ρίζες στον εγκέφαλό του εδώ και χρόνια.

Οι αντιστάσεις του κάμπτονται γρήγορα, καθώς κάνοντας στο πόδι μια σιτσουέισον ανάλισις – κόλπο που του έμαθαν στο αμερικάνικο πανεπιστήμιο που σπούδασε – συνειδητοποιεί πως στην κατάσταση που είναι, μια από τις χειρότερες επιλογές του, είναι γι’ αυτόν η καλύτερη επιλογή. Μάλλον η λιγότερο χειρότερη, τουλάχιστον λιγότερο από τη χείριστη, βλέπε λιντσάρισμα στο Σύνταγμα ή ομολογία της αλήθειας από άλλον, πριν από αυτόν. Είναι σίγουρος ότι αυτοί οι γελοίοι εκφραστές της άμεσης δημοκρατίας θα του αναγνωρίσουν το ελαφρυντικό της άνευ όρων ομολογίας.

«Έχω να δηλώσω, ότι όλη η ιστορία της κρίσης ήταν προσχεδιασμένη εδώ και αρκετά χρόνια από πολύ υψηλά κέντρα αποφάσεων. Το χρέος κάποιων χωρών αποφασίστηκε να ονομαστεί δυσβάσταχτο και μη βιώσιμο για να οδηγηθούν στον υπέρογκο δανεισμό ο οποίος θα ήταν αδύνατον να ικανοποιηθεί. Έπειτα οι μεγάλες δυνάμεις θα νομιμοποιούνταν να ελέγξουν τους παραγωγικούς πόρους αυτών των χωρών. Η Ελλάδα επιλέχτηκε να είναι η πρώτη χώρα κι εμείς εκείνοι που θα βοηθούσαμε να εκτελεστεί το σχέδιο».

Στην πλατεία Συντάγματος, όπως και σε όλες τις πλατείες της Ελλάδας, η δύναμη της σιωπής που επικράτησε θα μπορούσε να παρομοιαστεί μόνο με αυτήν που πηγάζει από τον πιο εκκωφαντικό κρότο. Ένα διαπεραστικό καφετί γάβγισμα τρύπησε τον άηχο τοίχο πάνω από τα κεφάλια του πλήθους. Η επίσης καφέ πηγή του γαβγίσματος λαχταρούσε κόκκινους κρότους και γκρι καπνούς, από αυτούς που τσιμπάνε τα μάτια.

«Γιατί δεχθήκατε;», ρώτησε ο εκπρόσωπος, ήρεμος όπως πάντα.

«Αναγκαστήκαμε. Αν δεν το κάναμε εμείς θα το έκαναν άλλοι. Και από τη στιγμή που οι δυνάμεις αυτές σου προσφέρουν μια δυνατότητα, δεν μπορείς να την αρνηθείς. Αν το κάνεις θα βρεθείς στην καλύτερη περίπτωση νεκρός».

«Και για πόσα αναγκαστήκατε να το κάνετε;», ο εκπρόσωπος έσταζε ειρωνεία χωρίς να διαφαίνεται ίχνος ειρωνικό στη χροιά της φωνής του.

Το κεφάλι του πρωθυπουργού βάρυνε, το αίμα στις φλέβες του γουργούρισε την ανάγκη του να βρει υγρή διέξοδο από το σώμα.

Η παγωμάρα του πλήθους είχε αντικατασταθεί από ένα μουρμουρητό που όλο και δυνάμωνε. Τα γαβγίσματα πήραν να αλλάζουν χρώμα, κοκκίνισαν απειλητικά. Η πηγή τους, για λόγους που έχουν να κάνουν με τους φυσικούς νόμους, παρέμεινε καφέ.

Ο πρωθυπουργός προσπάθησε να κρατήσει τη ψυχραιμία του: «Τι σημασία έχει; Είτε δεχόμασταν είτε όχι, πάλι τα ίδια θα γίνονταν. Με εμάς νεκρούς ή παροπλισμένους και κάποιους άλλους στη θέση μας και πλουσιότερους κατά πολλά εκατομμύρια».

«Είστε διατεθειμένοι να δώσετε τα λεφτά αυτά πίσω στους Έλληνες πολίτες; Άλλωστε, προφανώς αυτοί που σας τα έδωσαν, το έκαναν για να περικόψετε μισθούς, να επιβάλλετε φόρους και να καταρρακώσετε συνειδήσεις. Έτσι δεν πιστεύουν τα αφεντικά σας; Ότι οι καταρρακωμένοι άνθρωποι είναι πιο εύκολα χειραγωγήσιμοι; Θα δώσετε λοιπόν τα χρήματα αυτά σε εκείνους που τα στερήσατε; Προσέξετε, αν δεν τα δώσετε εσείς, θα τα πάρουμε εμείς, αλλά αυτό είναι κάτι που δεν θα μετρήσει υπέρ σας στη δίκη. Κύριε εισαγγελέα, παρακαλώ», είπε ο εκπρόσωπος και ένας από τους κατά γενική ομολογία αδιάφθορους εισαγγελείς του πρώην ελληνικού κράτους διάβασε στον πρωθυπουργό, ενώπιον εμού και εκατομμυρίων ανθρώπων εντός και εκτός Ελλάδας – με τη συνάδελφο χειρός είχαν συνδεθεί τα περισσότερα ξένα δίκτυα – την κατηγορία εθνικής προδοσίας που του αποδιδόταν.

Το πλήθος δεν σιωπά πια. Βλέπω ξεκάθαρα τα στόματά τους να πάλλονται, οι γραμμές του προσώπου τους τεντώνονται και ελευθερώνονται εκσφεντονίζοντας κομμάτια ιδρώτα.

Μα το πλήθος ούτε και φώναζει. Στα δικά μου «αυτιά» τουλάχιστον. Το λέω αυτό γιατί έχασα το μικρόφωνό μου. Σκαρφαλωμένοι στο στύλο μου βρίσκονται τρεις διαδηλωτές οι οποίοι τραμπαλίζονται τόσο δυνατά που σε λίγο δε θα έχω ούτε φακό. Δε μου μένει πολύ ζωή ακόμα. Η τελευταία σκηνή από το Σύνταγμα που πρόλαβα να διακρίνω κάπου ανάμεσα σε γη και ουρανό – με ταλαντώνουν έτσι ώστε τη μία κοιτώ τα ανύπαρκτα αστέρια και την άλλη τα ξεπλυμένα ιδρώτα κεφάλια των διαδηλωτών – είναι ένας καφέ σκύλος συνοδευόμενος από καμιά πενηνταριά διαδηλωτές να εισέρχονται στη…

…no signal…

12/12/2012

Πρωί, 10:30

«Ρε συ Μάκη. Έχω ένδειξη. Η κάμερα στον στύλο τέσσερα του Συντάγματος πάλι χάλασε. Ό,τι θέλει δείχνει γαμώ την ανασφάλειά μου. Πότε θα την φτιάξεις;».

«Ρε φίλε, φράγκο δεν έχω πάρει δύο μήνες. Τα οδοιπορικά δεν τα έχω πληρωθεί οχτώ μήνες. Ρε, δεν μας είχε πει ο τσιφ ότι σε περιόδους κρίσης η ασφάλεια μπαίνει σε πρώτο πλάνο και να μην ανησυχούμε. Το μαλάκα. Άστη λοιπόν την καμερούλα να δείχνει ό,τι θέλει. Καλύτερα από το να δείχνει ό,τι θέλουν αυτοί».

«Καλά χέσ’ την. Άλλωστε οι ειδήσεις είπαν ότι το βράδυ κατά τις δέκα θα γίνει σεισμός πέντε ρίχτερ. Με τόσο ταρακούνημα, τη βλέπω να χαλάει μια και καλή».

«Για δες ρε πώς προχώρησε η επιστήμη! Δεν ήξερα ότι έφτιαξαν και δελτίο σεισμών. Σήμερα το βράδυ είπες; Ωχ. Εκείνη την ώρα έχει συγκέντρωση στην πλατεία».

«Ωχ δε λες τίποτα. Μαλιχουλές θα γίνει πάλι. Πάντως και που μαζεύονται κάθε βράδυ ρε Μάκη, τι καταφέρνουν ρε φίλε, μου λες;».

Νικόλας Σμυρνάκης

294-e1384591625699

Νικόλας Σμυρνάκης | ALT – SHIFT Kainoyria glossa (διήγημα)

Διήγημα δημοσιευμένο στο e-book “Ιστορίες διαδικτύου“, εκδόσεις ArtSpot
Κατεβάστε δωρεάν το ebook πατώντας εδώ.

—————–

Gatoylini: Δυόμιση μήνες μιλούσαμε στο chat. Δυόμιση μήνες επέμενε. Να βρεθούμε και να βρεθούμε. Κάποια στιγμή με έπεισε. Κι αποφάσισα κι εγώ να βρεθούμε. Κι όταν αποφάσισα να ενδώσω και να βρεθούμε, δεν πήγα στο ραντεβού.

Για όλα φταίει ο άνδρας μου. Αυτός ο άνδρας μου! Από τότε που τον παντρεύτηκα μου έχει γαμήσει τη ζωή.

Μου δόθηκε, μετά από τόσο καιρό, η ευκαιρία να γνωρίσω έναν άνθρωπο με ευαισθησίες, που με συγκινούσε και με έφτιαχνε όπως κανείς ποτέ δεν το είχε κάνει και δεν κατάφερα να τον συναντήσω. Τίποτα δε μου πάει καλά πια. Λες και η γκαντεμιά στη ζωή μου έχει καμία εφαρμογή του τύπου “Apply to all your moments”.

Μα αυτό δεν είναι το χειρότερο. Το χειρότερο, αφού δεν είναι αυτό, φυσικά θα είναι άλλο. Και είναι άλλο. Το χειρότερο είναι ότι, ενώ λέω ότι φταίει ο άνδρας μου που δεν πήγα στο ραντεβού με τον άλλο, στην πραγματικότητα, φταίω εγώ. Δεν πήγα γιατί φοβήθηκα. Για άλλη μια φορά φοβήθηκα.

Kostas 4:

Όλα είναι θέμα σωστής μαθηματικής αντίληψης. Στα 100 chat με άγνωστες, οι 88 θα απαντήσουν και οι 10 θα τσιμπήσουν. Από τις 10, με συνεχή κουβέντα και επίδειξη ενδιαφέροντος, με τις 5 θα κλείσεις ραντεβού, οι τρεις από αυτές θα έρθουν στο σημείο συνάντησης και η μία θα καταλήξει στο κρεβάτι σου να νομίζει ότι πηδιέται με τη φωτογραφία του Kostas 4, ενώ στην πραγματικότητα το κάνει με τον Κώστα.

Έτσι σκεφτόμουν μέχρι που γνώρισα εκείνη.

Gatoylini:

Το κωλοχώρι που μένω είναι η καταδίκη μου. Γι’ αυτό δεν πήγα. 5000 κάτοικοι όλοι κι όλοι, κι οι πέτρες γνωρίζονται μεταξύ τους. Κι αν είναι κάποιος γνωστός; Αν το μάθει ο άντρας μου;

Καμιά φορά αναρωτιέμαι γιατί διατηρώ το gatoylo-προφίλ, αφού δεν το χρησιμοποιώ για το λόγο που το έφτιαξα. Στο κανονικό προφίλ μου, αυτό με τους 1008 φίλους και τις πραγματικές φωτό από τις διακοπές μας πέρυσι στους Παξούς, δεν διασκεδάζω πια. Ακόμα και το Έλενα μου φαίνεται ξένο. Μόνο ως gatoylini νιώθω ο εαυτός μου.

Κάποιος τρίτος θα έλεγε βέβαια ότι το προφίλ με το πραγματικό μου όνομα είναι το αληθινό και το άλλο το ψεύτικο. Αλλά ισχύει το ακριβώς αντίθετο.

Kostas 4:

Δεν πήγα τελικά. Δε με άφησε η στρίγγλα, η καριόλα, η ανέραστη η γυναίκα μου. Ήταν ανήσυχη εκείνη την ημέρα. Γυρνούσε πάνω κάτω στο σπίτι, κοιτούσε την πόρτα σαν κοράκι. «Άντε μωρή, ξεκουμπίσου», σκεφτόμουν και έκλεινα τα μάτια προσπαθώντας να καθοδηγήσω τις κινήσεις τις με τη σκέψη μου. Το είχα δει να πιάνει τόσες και τόσες φορές με τους καρτουνίστικους σούπερ ήρωες της παιδικής μου ηλικίας. Είπα λοιπόν να δοκιμάσω.

Αλλά πού.

Gatoylini:

Ο άνθρωπος με έκανε και έχυνα. Τα λόγια του, ο τρόπος του, το ύφος, οι λέξεις που χρησιμοποιούσε, ακόμα και τα σημεία στίξης του ήταν ξεχωριστά. Χάθηκε ο κόσμος να τον γνώριζα 10 χρόνια πριν. Ούτε αυτόν τον ηλίθιο θα είχα παντρευτεί, ούτε ανάγκη από gatoylinia θα είχα, ούτε ατελείωτες ώρες στo chat θα ανάλωνα.

Μήπως να ενεργοποιήσω και πάλι το προφίλ μου; Κι αν με ψάχνει ακόμα; Έχει περάσει σχεδόν ένας χρόνος από τη μέρα που τον έστησα.

Kostas 4:

Η γυναίκα δεν παιζόταν. Έξυπνη, κυρία και ταυτόχρονα τόσο ερωτική. Κι είχαμε ανταλλάξει μόνο λέξεις. Έναν τόνο από λέξεις, κάθε λογής, κάθε χρώματος. Η ανάγκη μου για ολοένα και περισσότερες κατακτήσεις – μήπως και ξεφύγω από τη μέγαιρα τη γυναίκα μου – δεν υπήρχε πια. Τώρα ήθελα μόνο εκείνη.

Και δεν πήγα ο μαλάκας. Δεν πήγα. Είναι απίστευτο αλλά δεν πήγα.

Και για όλα φταίει η γυναίκα μου.

Gatoylini:

Τη θυμάμαι σαν χθες εκείνη την ημέρα. Ο άνδρας μου, ο Θεός να τον κάνει, βγήκε φουριόζος από το γραφείο του και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Είπα τότε να παίξω ένα παιχνίδι με τον εαυτό μου. Σκέφτηκα, «αν φύγει από το σπίτι, θα φύγω κι εγώ. Θα πάω να συναντήσω τον ιντερνετικό έρωτα της ζωής μου. Κι αν αυτός μου το ζητήσει, θα πάω να ζήσω μαζί του ακόμα και στην άκρη του κόσμου».

Μα εκείνος δεν έφυγε. Έκανε μεταβολή και ξαναχώθηκε στο γραφείο του. Μακάρι να μπορούσα να κάνω ένα undo και να γυρίσω πίσω σε εκείνη την ημέρα. Εκείνη η ημέρα, εκείνη η στιγμή με στιγμάτισε, όπως κάθε στιγμή που σέβεται τον εαυτό της.

Η πουτάνα η στιγμή. Αυτή που λένε πως πίσω δε γυρνά, αυτή που λένε ότι σε φωτογραφίζει, κάθε στιγμή, και μετά σε ρωτά. «Εσύ πώς βγήκες; Όμορφος, χαμογελαστός, χαρούμενος, άθλιος, ποταπός, αμελητέος, ανύπαρκτος;».

Kostas 4:

Το έχω σκεφτεί κι αυτό. Ότι έψαχνα δικαιολογία για να μην πάω και να μην απατήσω τη γυναίκα μου. Δεν είναι έτσι όμως. Νομίζω δηλαδή.

Ναι, δε με άφησε η μέγαιρα να πάω. Με κοιτούσε λες και ήξερε τι σκεφτόμουν. Τι θα της έλεγα αν με ρωτούσε για πού το έβαλα; Θα με καταλάβαινε σίγουρα. Η μάγισσα.

Δυόμιση μήνες πριν

Kostas 4: Thelo na se do!!!! Tora, apo xthes…

Gatoylini: Stamata. Tha soy kano mute 🙂 xaxa. Afoy eipame, me blepeis

Kostas 4: De moy arkουν oi foto soy pia. Ase poy den pisteyo oti einai dikes soy 😉 Thelo na se do live. na se aggikso. Save me, please

Gatoylini: Save you… as a Man ?

Kostas 4: Xxaxax. Pes moy pote tha brethoyme. Se thelo

Gatoylini: Tha soy balo piperi sth glossa

Kostas 4: Ki ego tha allakso glossa. Na koita: ALT – SHIFT

Gatoylini: Xa. Kalo kalo.

Kostas 4: Pote tha brethoyme. Tha moy peis?

Gatoylini: Xthes 😉

Kostas 4: Ela ase tis eksypnades. To paixnidi den einai pia diaskedastiko. Arxizei kai ponaei. Pote pote pote??????????????

Gatoylini: Χμ… Sto parkaki piso apo thn plateia, se mia ora. An moy thn kaneis kai den ertheis tha fas agrio delete.

Kostas 4: 🙂 🙂 🙂 Eimai hdh ekei

Ένα χρόνο μετά (στο παρκάκι πίσω από την πλατεία):

Gatoylini: Κώστα;

Kostas 4: Έλενα;

Gatoylini: Τι κάνεις εσύ εδώ; Δε μου είπες ότι θα δεις το φίλο σου το Μάκη;

Kostas 4: Εγώ, τίποτα, δηλαδή… Εσύ τι δουλειά έχεις εδώ; Γιατί δεν είσαι σπίτι;

– Pause –

Kostas 4: Είσαι η…

Gatoylini: Είσαι ο…

– Control end –

– Home delete-

– Restart –

Νικόλας Σμυρνάκης

 

Cute-boy-and-dog-in-rain_m

Νικόλας Σμυρνάκης | “Ο Γιώργος κι ο Τζακ”. Η αληθινή ιστορία ενός αγοριού και του σκύλου του (διήγημα)

Διήγημα δημοσιευμένο στο Λογοτεχνικό Μπιστρό της Στέλλας, 2012

Δέκα χρονών ήταν ο Γιώργος όταν γνώρισε τον Τζακ. Περιδιάβαινε μόνος τους έρημους χωμάτινους δρόμους του χωριού του, μην ξέροντας ότι αυτό που αναζητούσε ήταν μια παρέα. Γι΄ αυτό τη βρήκε. Γιατί δεν ήξερε ότι την αναζητούσε.

Συνάντησε τον Τζακ σε ένα χωράφι να ξεθάβει τον πολύτιμο θησαυρό του. Ένα κόκαλο. Τον ζύγωσε προσεχτικά. Ο Τζακ μύρισε τον φόβο του αλλά τον σεβάστηκε. Δεν άργησε να καταλάβει ο ένας τις προθέσεις του άλλου, για να καταλήξουν, μετά από λίγη ώρα, να γίνουν φίλοι. Αχώριστοι.

Κάθε μέρα ο Τζακ τον περίμενε με υγρή από ευχαρίστηση γλώσσα, κουνάμενη από χαρούμενη προσδοκία ουρά, να τον λύσει και να φύγουν. Ανακάλυπταν μαζί τις βασικές αρχές της φιλίας, μάθαιναν να επικοινωνούν με νοήματα που δεν απαιτούν τις λέξεις για να εκφραστούν. Αυτά που υπήρξαν, πριν ακόμη είκοσι-τριάντα γράμματα κλειστούν σε αλφαβητάρι και φτιάξουν την πρώτη δομημένη γλώσσα.

Ένιωθαν αγάπη ο Γιώργος κι ο Τζακ. Μια αγάπη εκκωφαντικά σιωπηρή, που δυο χρόνια φίλοι τώρα, είχαν μάθει να τη σιωπούν με χάδια, ατελείωτες βόλτες και περιπέτειες. Ο Τζακ μύριζε τον κίνδυνο από χιλιόμετρο, γρύλιζε απειλητικά θέλοντας να προστατέψει το φίλο του. Κι ο Γιώργος, πάντα φοβόταν μη στοιχίσει στον Τζακ η γενναιότητά του. Σε κάθε σήμα καπνού καθησύχαζε το γενναίο συνοδοιπόρο, οδηγώντας τον μακριά απ’ την φωτιά του κακού. Συνήθως αυτή αφορούσε άλλα ζώα, πιο άγρια, πιο αδέσποτα απ’ τον Τζακ. Αλεπούδες, λύκους, τραγιά που θύμιζαν ξαναμμένα.

Θηκάρωναν κάθε καινούρια εμπειρία και κράδαιναν, σπαθί στον αέρα, την ορμή τους για τον καινούριο άθλο. Το παιχνίδι ενός παιδιού και του σκύλου του ήταν πάντα ένας άθλος. Ο Γιώργος ενσάρκωνε τον Ηρακλή, τις ιστορίες του οποίου άκουγε στο σχολείο. Στον Τζακ είχε δώσει τιμητικά το ρόλο του Ιόλαου. Μαζί έσωναν το χωριό απ’ τις Λερναίες Ύδρες που το απειλούσαν.

Μια μέρα, βρέθηκαν στο δρόμο τους δυο όρνιθες, πρώτες ξαδέρφες των Στυμφαλίδων, κι ένα ζώο, το πιο αδίστακτο μέσα στη φύση. Έμελλαν να εκθέσουν τους δυο φίλους στον μεγαλύτερο κίνδυνο απ’ όλους. Αυτόν που επιφυλάσσει η μοίρα, μοναχά στους ήρωές της.

Καθώς βάδιζαν σε έναν γνώριμο δρόμο, απ’ αυτούς που συχνά χρησιμοποιούσαν για αφετηρία στις εξορμήσεις τους, συνάντησαν ένα άγριο τέρας με μουστάκι και δασύτριχο στήθος. Κρατούσε ένα όπλο, ούτε ανδρικό ούτε παιδικό, τόσο σφιχτά που στέναζε στη χούφτα του.

Άξαφνα, σήκωσε με το πελώριο χέρι του το όπλο στον αέρα, σημαδεύοντας τον ουρανό. Οι μύες του προσώπου του τεντώθηκαν αποκαλύπτοντας ένα ανάγλυφο από πράσινες φλέβες στο λαιμό του. Άνοιξε το στόμα του και μια σάπια μυρωδιά μόλυνε τον αέρα:

«Γιώργη», του φώναξε, «γρίκα ό,τι σου πω». Το παιδί πάγωσε στη θέα του ανθρώπινου θεριού.

«Μαυροτύχη κερατά, πάρε το καραμπίνι και ξέκανε το κοπρόσκυλό σου, γιατί αν δεν το κάμεις, θα τον αρπάξω απ’ την ουρά, θα ‘τονε σύρω στο χωριό και θα ‘τονε κρεμάσω με τα ίδια μου τα χέρια στον πλάτανο. Τρεις μέρες θα τον αφήσω να κρεμάται κι όταν του ανοίξουν τσι κοιλιές τα όρνια, θα πετάξω το κουφάρι του στους χοίρους. Δυο όρνιθες πρόλαβε και μου ’φαε μέσα απ’ το κοτέτσι οψές το κακοζωισμένο. Θα ‘ναι οι τελευταίες του. Του λυσσάρη».

Ένα τρανταχτό γέλιο τυμπάνισε τον αέρα κι ο Γιώργος έμεινε με το όπλο του δίπατου γέρο-Αϊτού στο χέρι και δυο φυσίγγια ανάμεσα στα πόδια.

Το δεκάχρονο αγόρι είχε φτιάξει μέσα στο μυαλό του έναν κόσμο όπου όλοι οι γέροι είναι σοφοί και τα παιδιά υποχρεωμένα να ακολουθούν τα προστάγματά τους. Στην ολιγόχρονη ζωή του δεν του δόθηκε ποτέ επιλογή, άλλη από αυτήν.

Έκατσε κάτω από μια ελιά και πλάνταξε. Κι όσο έκλαιγε, ο Τζακ τον τριγύριζε, τον δρόσιζε με την παρηγορητική του γλώσσα, γουργούριζε λυπημένα, τριβόταν πάνω του, κάτω του, γύρω του.

Το όπλο δεν άργησε να τεντώσει την κάνη του πάνω στο κεφαλάκι του Τζακ, που κοιτούσε σαν άνθρωπος το Γιώργο, με ένα βλέμμα γεμάτο παρηγοριά για το αφεντικό του, το φίλο του. «Μην κλαις αφεντικό, μην κλαις παλιόφιλε», σαν να τον άκουσε να του μιλά, «χτύπα καλύτερα, μα μη κλαις γιατί πονώ να σε θωρώ, πιο πολύ απ’ όσο πονεί μια σφαίρα».

Η ακίδα του σκοπεύτρου έτρεμε ανάμεσα απ’ τα μάτια του Τζακ που τώρα ήταν ακίνητος. Το όπλο βούιξε χαρούμενο κι ο Τζακ σωριάστηκε χάμω. Το σκυλί παρέλυσε. Ο Γιώργος έπεσε στα γόνατα να θρηνήσει την ανεπανόρθωτη πράξη του. Τότε ξιπάστηκε, έγειρε πίσω λες κι είχε δει φάντασμα. Ο Τζακ είχε μετακουνηθεί και τώρα ανασηκωνόταν με δυσκολία στα τέσσερα λυγερά του πόδια. Ήταν γιομάτος αίματα που έσταζαν απ’ το ανοιχτό κρανίο του. Ο Γιώργος θόλωσε. Δονήθηκε η ύπαρξή του. Δεν βάσταξε να δει, να καταλάβει τι είχε προκαλέσει. Μα πλέον δεν υπήρχε γυρισμός.

Από τη στιγμή εκείνη και πέρα δεν ξανασκέφτηκε. Αναζήτησε έντρομος το δεύτερο φυσίγγιο. Ο Τζακ σερνόταν τρεκλίζοντας πίσω του, πιστός όπως πάντα σε κάθε του βήμα. Το αγόρι όπλισε ξανά και σημάδεψε μέσα από ένα πηχτό δάκρυ. Η δεύτερη σφαίρα έσκισε το λαιμό του Τζακ. Ασθενική βολή γι’ αυτό και τόσο επίπονη. Το κεφάλι του πια μισό, καλυμμένο τώρα ολοκληρωτικά από σκοτωμένο αίμα.

Ο Γιώργος λιποθύμησε απ’ το θέαμα. Μαύρος πυρετός τον έλουσε. Όταν δευτερόλεπτα μετά συνήλθε βρήκε τον Τζακ να σπαρταράει στο προσκεφάλι του μισοπεθαμένος.

Στύλωσε τη ψυχή στα δυο του πόδια, βρήκε στο βάθος της μια στάλα σθένους. Όχι πια για να τελειώσει τη ζωή του φίλου του, μα να τον λυτρώσει από αυτήν. Είχε χρέος. Σήκωσε με τα μικρά του χέρια τον τριχωτό φίλο, τον έσφιξε στην ατροφική αγκαλιά του και βάδισε αταλάντευτα. Οι πέτρες μετακινούνταν, σαν από μόνες τους, ανοίγοντας δρόμο. Η καρδιά σκισμένη και τα μάτια στερεμένα πια από δάκρυα. Στερεμένο νόμιζε και το εγκαταλειμμένο πηγάδι που ξέκρινε πιο πέρα. Φίλησε τον Τζακ στις δυο πληγές που τώρα δεν ξεχώριζαν και τον πέταξε με όλη του τη δύναμη στο πεινασμένο στόμα του πηγαδιού.

Άκουσε τον ήχο που συνθέτει το στάσιμο νερό όταν ενοχλείται από αγαπημένα σώματα σε ελεύθερη πτώση. Η ψυχή του πέτρωσε. Κρεμάστηκε απ’ το χείλος του πηγαδιού αμίλητος. Το λιγοστό νερό στον πάτο είχε αποδειχθεί εγκληματικά αρκετό, εγκληματικά σωτήριο για τον Τζακ. Οι σταγόνες του ζευγάρωναν με το σκυλίσιο αίμα που έσταζε τώρα απ’ το πρόσωπο του Γιώργου.

Ο Τζακ έκανε αργούς, σαν μεταθανάτιους κύκλους γύρω απ’ τα τοιχώματα του πηγαδιού κινώντας ανεπαίσθητα τα δυο μπροστινά του πόδια. Αρνιόταν να σωθεί, να χαθεί, να αφήσει πίσω ορφανό το μοναχικό παιδί.

Τέσσερις δολοφονικές κοτρόνες, πιο βαριές από όσο άντεχε να σηκώσει, κατάφερε να ξεκολλήσει το αγόρι απ’ το ετοιμόρροπο κι ακόμα πεινασμένο στόμιο του πηγαδιού. Μία μία κατρακύλησαν στο βάθος του. Οι δυο πέτυχαν τον Τζακ. Οι άλλες δυο κύλησαν βαθύτερα. Βρήκαν την μεταλλαγμένη ψυχή του άλλοτε παιδιού.

Όλα γύρω τους, όλα μέσα τους, βάφονταν απ’ το ανεξίτηλο βαθυκόκκινο του θανάτου. Ξεψυχούσαν παρέα. Μέχρι που σταμάτησαν να κινούνται. Και οι δυο. Παρέα και πάλι. Όπως πάντα….

Αργά το βράδυ βρήκαν το Γιώργο γεμάτο ξεραμένα αίματα, αμίλητο στο χείλος του πηγαδιού να έχει επιτελέσει το χρέος του απέναντι στους μεγάλους, τους γέρο-σοφούς. Έπλεε στην κόκκινη παραζάλη του. Όπως ο φίλος του στο αιμοπνιγμένο νερό. Οι γερο αϊτοί, αφού κατάλαβαν ότι το παιδί είχε αντρωθεί αποδίδοντας ανώτερη δικαιοσύνη, του ‘σφιξαν περήφανοι το χέρι. Η φυσική, γέρικη, απάνθρωπα ανθρώπινη τάξη, είχε αποκατασταθεί.

Εικοσιπέντε χρόνια μετά, κι ο Γιώργος δεν ξαναπάτησε στο χωριό του. Δεν απέκτησε ποτέ ξανά φίλο. Μήτε άνθρωπο μήτε ζώο. Κι ακόμα περισσότερο, μήτε ζώο με ψυχή ανθρώπου. Εικοσιπέντε χρόνια μετά κι ο Γιώργος δεν ήπιε μια φορά νερό που να μην του φανεί γλυφό σαν αίμα.

325325325

Νικόλας Σμυρνάκης | Ιστορία στα πρόθυρα νευρικής κρίσης (διήγημα)

Όλη η ιστορία της κρίσης, ποιοι την δημιούργησαν – με ονόματα – για ποιους λόγους και με ποιον τρόπο.
Η παγκόσμια συνωμοσία έρχεται στο φως.

Διήγημα δημοσιευμένο στο Λογοτεχνικό Ταξίδι

Ιστορία στα πρόθυρα νευρικής κρίσης

Πρόκειται για ένα τεραστίων διαστάσεων κυκλικό τραπέζι μέσα σε ένα κτίριο πιο ψηλό από τον ομολογουμένως κοντούλη, για ουρανό πάντα, ουρανό της πόλης. Στο ρετιρέ και οι έξι καλεσμένοι του αόρατου άρχοντα, γύρω από το τραπέζι σε αιώνες προκαθορισμένες θέσεις που τώρα ανήκουν σε εκείνους και παλαιότερα στους ομοθεσίτες προκατόχους τους.

Ο Αόρατος Άρχοντας, σε περίπτωση που κάποιος δεν είναι εξοικειωμένος με τέτοιους βαρείς όρους, είναι ένας αόρατος άρχοντας. Τι άλλο θα μπορούσε να είναι. Αόρατος γιατί κανείς δεν τον έχει δει ποτέ και άρχοντας γιατί κυβερνά τον κόσμο, άρα και τους αμέσως πιο σημαντικούς υπηκόους του, που καθόλου τυχαία βρίσκονται αυτή τη στιγμή γύρω από έναν τεραστίων διαστάσεων κυκλικό τραπέζι που σίγουρα κανείς δεν το σήκωσε για να το μεταφέρει εδώ. Στοίχημα ότι μια ορδή εξειδικευμένων και πλουσιοπάροχα αμειβόμενων αρχιξυλουργών ήρθαν και το συναρμολόγησαν, αφού πρώτα πήραν όρκο αιώνιας σιωπής.

Η φωνή του αόρατου άρχοντα ακούστηκε από τα μεγάφωνα του ρετιρέ, που για λόγους μυστικότητας δεν λεγόταν ρετιρέ, αλλά τεριρέ.

«Σύντροφοι, φτάσαμε τόσο ψηλά που ακόμα και αυτό το τεριρέ στο τέρμα του ουρανού μοιάζει μικρό για να στεγάσει την επιτυχία μας».

«Θέλουμε κι άλλο άρκοντα», είπε ο διευθυντής της μεγαλύτερης τράπεζας του κόσμου. Δεν μπέρδεψε τη γλώσσα του, απλά αντικατέστησε το γράμμα «χι» με το γράμμα «κάπα», για λόγους μυστικότητας και πάλι.

«Το ξέρω διευταντά», ας μην επαναλαμβανόμαστε εξηγώντας συνεχώς για ποιους λόγους μοιάζουν αυτοί οι τύποι εκεί πάνω να μιλούν κορακίστικα. Προστατεύουν ο ένας τον άλλον, τους εαυτούς τους από τους άλλους, ούτε οι ίδιοι δεν ξέρουν ποια μυστικά κρατούν αλλάζοντας τα ονόματα και τις προσφωνήσεις των συγκαθήμενων καρδιακών εχθρών και άσπονδων φίλων τους.

«Το ξέρω», επανέλαβε ο άρχοντας, «γι’ αυτό είσαστε, μετά από δέκα χρόνια και πάλι εδώ. Τα πράγματα είναι απλά. Τα λεφτά τελείωσαν εδώ και καιρό, αν συνεχίσουμε να εκδίδουμε χαρτονομίσματα κάποια στιγμή δεν θα έχουν καμιά αξία, οπότε, κύριε πτόεδρε της Έκωσης ξέρετε τι θα κάνετε».

«Βεβαίως και ξέρω», είπε ο πρόεδρος της Ένωσης. «Αύριο στην πρες κόνφερανς, θα μιλήσω για το δυσβάσταχτο χρέος των χωρών του Νότου, που ήρθε η ώρα να γίνει μη βιώσιμο». Έκλεισε το μάτι σε μια από τις δεκατέσσερις κάμερες που τον κοιτούσαν με απορία.

«Κύριε Ντάσαρντ Ρούπς, εσείς;», ήρθε η σειρά του Ντάσαρντ Ρούπς, του οποίο το αληθινό όνομα έμοιαζε ήδη κωδικοποιημένο.

«Βεβαίως και ξέρω, θα υποβαθμίσω την πιστοληπτική ικανότητα των χωρών του Νότου».

«Μα γιατί μόνο του Νότου;», πρόφτασε την πιο χαζή ερώτηση της βραδιάς ο διευθυντής.

«Γιατί εμείς είμαστε από το Βορρά, διευταντά, τι ερώτηση είναι αυτή;». απάντησε ο Ρούπς. «Ας γονατίσουμε πρώτα αυτούς και έπειτα βλέπουμε τι θα κάνουμε και με τις δικές μας χώρες».

«Σωστά», είπε ο διευθυντής.

Ο άρχοντας πήρε και πάλι το λόγο, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, καθώς ο λόγος, όπως σχεδόν τα πάντα στη ζωή, του δινόταν ακόμα και όταν δεν τον ζητούσε. «Κύριε πλανητάκι», από το πλανητάρχη βγαίνει αυτό, ας μην έχουμε αμφιβολία, «δώσε σαφή εντολή στον πρωθυπουργό της πρώτης χώρας του Νότου, και όπως όλοι γνωρίζουμε πιστό σου υπηρέτη στις τελετές της Στοάς της Σιμών, να πείσει τους πολίτες του ότι μόνο αν πάρει δάνειο από τον διευταντά και τον πτόεδρο της Έκωσης, θα σωθεί η χώρα του. Έπειτα, δώσε του το εγχειρίδιο «Πώς να σπείρεις τον πανικό για να περάσεις δυσβάσταχτα μέτρα εναντίον των πολιτών, χωρίς κανείς πολίτης να πειστεί ότι το κάνεις για να σώσεις τη χώρα αλλά και χωρίς κανένας να αντιδράσει και να σου χαλάσει τα σχέδια».

«Μάλιστα άρκοντα», είπε, κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι και έδωσε μια γερή δαγκανιά στο τομπάκο του.

«Κύριε Μιμιέ», ο άρχοντας συνέχιζε τις εντολές, «τα διεθνή πρακτορεία, τα περιοδικά, οι εφημερίδες, χρειάζονται ειδήσεις. Ξέρετε εσείς. Φταίνε οι λαοί, η νοοτροπία τους, η τεμπελιά τους, δεν έχουν μάθει να δουλεύουν, η τιμωρία τους είναι δίκαιη κτλ. Και απευθύνομαι σε όλους, όταν σας λέω να μην πολεμήσετε τη θρασκεία. Οι εκπρόσωποί τους είναι εξαιρετικοί αρωγοί στη δημιουργία τύψεων. Το κάνουν δυο χιλιάδες χρόνια τώρα, απλά εκείνοι προσφέρουν έπειτα τη συγχώρεση. Εμείς δε χρειάζεται να το πάμε τόσο μακριά. Έχουμε λοιπόν να κερδίσουμε πολλά αν εξυπηρετήσουμε την Εξωκκλησία με μερικές εκατοντάδες ψωροεκατομμύρια».

«Μάλιστα άρκοντα, μίλησε πρώτος ο διευθυντής, «μάλιστα άρκοντα», επανέλαβε ο πρόεδρος της Ένωσης, «μάλιστα άρκοντα» συμφώνησε ο Ντάσαρντ Ρούπς, «μάλιστα άρκοντα», αναφώνησε περιχαρής ο πλανητάρχης, σωστά το μαντέψατε, «μάλιστα άρκοντα» και ο Μιμιέ.

Ο άρχοντας δεν είχε πει την τελευταία του κουβέντα. «Σε ένα δύο χρόνια από τώρα τα κέρδη μας θα αυξηθούν πολλαπλάσια. Σε περίπτωση που αντιδράσει κάποιος λαός θα επέμβουν οι ειδικές ειρηνευτικές δυνάμεις οι οποίες στη συνέχεια θα οδηγήσουν με χειρουργικής ακρίβειας πολεμικές επιχειρήσεις στον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο. Ήρθε η ώρα να «διορθώσουμε» τον πληθυσμό μερικών κρατών που τελευταία μας κάθονται στο λαιμό και να αναζωογονήσουμε τις εταιρίες όπλων μας…».

«Μάλιστα άρκοντα», είπε, τι άλλο θα έλεγε, ο πρόεδρος της μεγαλύτερης εταιρίας όπλων στον κόσμο, ο όπλαρος για τον άρχοντα και τους υπόλοιπους.

«Και ακούστε με όλοι. Για να πετύχει και αυτή τη φορά το σχέδιο, ο ρόλος του κυρίου Μιμιέ ίσως είναι πιο σημαντικός από όλους. Πιο σημαντικός, ακόμα και από τον δικό μου».

«Ωω», αναφώνησαν πολλοί από τους κυρίους γύρω από το τραπέζι. Μερικοί σκέφτηκαν να σκύψουν το κεφάλι ως ένδειξη υποταγής στον Μιμιέ, αλλά έπειτα φοβήθηκαν μήπως ο άρκοντας τους υπέβαλλε σε κάποια μυστική δοκιμασία.

Ο Μιμιέ, που φημιζόταν για την εξαιρετική διεισδυτικότητά του και την ικανότητα να προβλέπει πράγματα και καταστάσεις, πήρε το λόγο.

«Άρκοντα», επιτέλους, μια προσφώνηση σε αυτόν τον άρχοντα που δε συνοδεύεται από το εμετικό “μάλιστα”, «άρκοντα, το ξέρετε ότι ελέγχω απόλυτα όλα τα διεθνή πρακτορεία όσο και τις μεγαλύτερες εφημερίδες αλλά και τα μεγαλύτερα περιοδικά του κόσμου. Αν όμως είναι να αντιμετωπίσουμε πρόβλημα, αυτό θα έρθει από αλλού».

«Από πού;», ρώτησε ο άρχοντας. Και οι δεκατέσσερις κάμερες σημάδεψαν τον κύριο Μιμιέ και ζούμαραν στο πρόσωπό του.

«Το διαδίκτυο ξέρετε…, ακόμα δεν το ελέγχουμε πλήρως».

«Χαχα», κραύγασε ο άρχοντας και απευθύνθηκε στον πλανητάρχη. «Πλανητάκι, είσαι έτοιμος να κλείσεις τον δορυφόρο όταν χρειαστεί;».

«Μάλιστα άρκοντα», είπε ο πλανητάρχης αλλά αυτή τη φορά δεν το εννοούσε. Το είπε μηχανικά, όπως τόσες άλλες φορές αυτός και οι όμοιοί του απόψε το βράδυ. Και το λέμε αυτό γιατί δεν ήξερε καν ότι ένας δορυφόρος κλείνει έτσι απλά ή ότι το διαδίκτυο σχετίζεται με ένα δορυφόρο. Έγραψε στο σημειωματάριό του, σχετικά ανορθόγραφα όπως θα δείτε και οι ίδιοι «να ροτήσω που είν’ το κουμπί». Τα μηλίγγια και οι μασχάλες του προέδρου της εταιρίας όπλων ή όπλαρου, ίδρωσαν απότομα καθώς φοβήθηκε πως χωρίς το δορυφόρο τα όπλα του θα έχαναν την ευστοχία τους.

Άλλες δεύτερες σκέψεις δεν ακούσαμε, είτε επειδή δεν υπήρξαν τέτοιες, είτε επειδή έγιναν σε συχνότητες τις οποίες τα ακουστικά μας νεύρα δεν προσλαμβάνουν. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι η ιστορία που διηγηθήκαμε συνεχίζεται ως σήμερα. Προς το παρόν είναι ξεκάθαρο ποιος κερδίζει. Για πόσο ακόμα δεν είμαστε σε θέση να το γνωρίζουμε κι ας μάθαμε κάποτε τις κωδικές ονομασίες όλων όσοι έβαλαν τον πλανήτη σε αυτήν την διαρκή περιπέτεια.

Το πόσο θα κρατήσει και πού θα καταλήξει είναι κωδικοποιημένες πληροφορίες που τις φυλάνε οι λαοί ανάμεσα στις ακόμα καλά κρυμμένες προθέσεις τους.

Man In Airport

Νικόλας Σμυρνάκης | Χαλό Αμέρικα 2: Las Vegas

Σουρεαλιστικές αντιγραφές με έντονο το κιτς στοιχείο αλλά και μια τρέλα που θαμπώνει με το μεγαλείο της τόσο που καταλήγει να αποτελεί είδος τέχνης.Τόσο κιτς, που είναι τέχνη.

[minti_divider style=”1″ icon=”” margin=”30px 0px 30px 0px”]

Στην ερώτηση του μπι ορ νοτ του μπι, εμείς απαντάμε του μπι κοντίνιουντ. Κάπως έτσι τέλειωσε το προηγούμενο ταξιδιωτικό διήγημα. Θέμα: Ένα ταξίδι. Τι άλλο;

Και το αληθινό μυθιστόρημα συνεχίζεται. Πού είχαμε μείνει; Α, ναι. Κάπου στα Κέιμαν, εμείς οι άνθρωποι με εκείνα τα δελφίνια, κολυμπούσαμε παρέα και τα μπουρμπουληθρολέγαμε. Κι αφού λοιπόν τα είπαμε ένα πτερυγιάκι, ανταλλάξαμε waterbook και ανανεώσαμε το ραντεβού μας σε μια άλλη ζωή, εμείς ως δελφίνια και εκείνα ως άνθρωποι, την κάναμε με σκάφος έξυπνο αφού κατάφερνε να μη βυθίζεται αν και πάνω στο νερό. Πολύ σουρεάλ αυτό με το σκάφος, το ξέρω, αλλά δεν μπόρεσα να το συγκρατήσω.
Τώρα η πυξίδα λέει Μαϊάμι και η επόμενη στάση Λας Βέγκας, μπέιμπι, χωρίς το μπέιμπι. Αν και είχαμε ένα μπέιμπι μαζί μας, όχι πολύ μωρό γιατί ήταν γύρω στα εφτά, αλλά και πάλι αρκετά μωρό ώστε να το αποκαλούμε μωρό. Όλγα μου, αν με διαβάζεις τώρα που μεγάλωσες, πολύ σε χαιρετώ.

Όχι, το Παρίσι είναι πολύ μικρό για να συγκριθεί με τη θάλασσα φωτός που χύθηκε στις κόρες των ματιών μου – ω, μα τι ποιητικό – όταν το αεροπλάνο άρχισε να προσεγγίζει μια πόλη στη μέση μιας ερήμου που το όνομα, η χάρη και η φήμη της, οφείλουν το λιγότερο: Να επιβεβαιωθούν.

Βαριά δουλειά να ταξιδεύεις και να «πρέπει» και μετά να περιγράψεις ό,τι πιο όμορφο είδες. Τελικά, ο πιο εύκολος τρόπος να αποδώσεις με λέξεις όσα βλέπεις είναι ο εξής: «Κοίτα τη φωτογραφία». Οπότε όλοι είμαστε συγγραφείς. Μια και δεν μπορώ να σας δείξω τώρα φωτογραφίες ας συνεχίσουμε την ανάγνωση του άλμπουμ λέξεων.

Στο Λας Βέγκας, όπως λέει ένας φίλος, ο Μ., κάνεις τον γύρο του κόσμου σε 80 ώρες. Επισκέπτεσαι τα μνημεία του παγκόσμιου πολιτισμού, με τις ανάλογες φυσικά προσαρμογές και εξελίξεις. Πυραμίδα, Αφίγγα, Άγαλμα της ελευθερίας, Αψίδα του θριάμβου, Πύργο του Άιφελ, γόνδολες και κανάλια Βενετίας, Καπέλα Σιξτίνα. Ceasars, Venetia, Paris, μερικά μόνο από τα υπερξενοδοχεία με θεματικές πόλεις, πολιτισμούς, μνημεία.

Σουρεαλιστικές αντιγραφές με έντονο το κιτς στοιχείο αλλά και μια τρέλα που θαμπώνει με το μεγαλείο της τόσο που καταλήγει να αποτελεί είδος τέχνης.Τόσο κιτς, που είναι τέχνη.

Τώρα, ποιο ήταν το ωραιότερο δωρεάν θέαμα που είδα στο Βέγκας; Μα πού πάει το μυαλό σας; Άλλωστε αυτό δεν είναι δωρεάν. Ποτέ κανείς δεν παρακολούθησε ζωολογικό κήπο χωρίς αντίτιμο. Τι; Δεν σκεφτήκατε ζωολογικό κήπο; Αν το παραπάνω ήταν ποστ στο φέισμπουκ θα τέλειωνε με καμιά δεκαριά χαμογελαστές φατσούλες και μία που να κλείνει το μάτι μόρτικα.

Το σιντριβάνι στο Bellagio – ναι, για αυτό το δωρεάν θέαμα μιλούσα – δεν περιγράφεται. Τρόπος του λέγειν δηλαδή, γιατί δεν υπάρχει κάτι να μην περιγράφεται. Κάτω ακριβώς από το θρυλικό ξενοδοχείο, μία λίμνη από την οποία ανά μισή ώρα αναδύονταν δεκάδες μάνικες οι οποίες με το που ξεκινούσε η μουσική συγχρονίζονταν με τις νότες και πετούσαν νερό, φτιάχνοντας βρεγμένα σχήματα, νερόκυκνοι που υψώνονταν είκοσι μέτρα από την επιφάνεια, αγκαλιάζονταν και χόρευαν, με όλες τις σταγόνες τους να παίρνουν μέρος σε μια γιορτή νερού και φωτός.

Κάποιοι τώρα θα αναρωτιούνται πότε θα διηγηθώ ιστορίες απείρου τζόγου. Μα γιατί να πάει κάποιος στην πόλη του τζόγου για να κάνει ό,τι όλοι οι άλλοι. Δηλαδή, να τζογάρει. Μου φάνηκε τόσο ανιαρό που, μαντέψτε, δεν το έκανα.

Και τελειώνοντας τη σύντομη διαδρομή λέξεων να πω πως η πιο σπουδαία ανακάλυψη που έκανα στο Λας Βέγκας είναι η επιβεβαίωση της απόλυτης πεποίθησης πως οι αναμνήσεις που κουβαλάμε από ό,τι ζούμε είναι το πιο σημαντικό περιουσιακό μας στοιχείο. Πως το ταξίδι είναι η πιο σπουδαία μηχανή παραγωγής αναμνήσεων. Πως ο χρόνος που μετρά αντίστροφα μοιάζει απόλυτα αξιοποιημένος με ένα ταξίδι.

Καλά ταξίδια αναμνήσεων, λοιπόν. Αναμνήσεις που δημιουργούμε όχι από τον καναπέ βλέποντας τηλεόραση αλλά οδοιπόροι στον κόσμο που περιμένει να τον ανακαλύψουμε. Άλλωστε, μόνο η πραγματικότητα είναι ικανή να ξεπεράσει τη φαντασία μας. Και η πραγματικότητα είναι εκεί έξω και περιμένει.

Ο Νικόλας Σμυρνάκης αλλού γεννήθηκε κι αλλού ζει. Καταδιώκεται στον ύπνο και στον ξύπνιο του από έναν άνθρωπο σε ένα ΝηΣί, ο οποίος του συστήνεται και ως Σκιά (όχι πολύ υπάκουη – για σκιά πάντα). Συχνά γράφει αντί γι’ αυτόν στοfacebook.com/man.of.island. Το www.IslandOfMan.me είναι ο δικτυακός τόπος που μοιράζονται. Όχι πάντα αναίμακτα. 

balitses-ptisi-aeroplano

Νικόλας Σμυρνάκης | «Χαλό Αμέρικα»

Κανονικά έπρεπε τώρα να γράφω για τη Βαρκελώνη τον Φεβρουάριο αλλά εκείνο το ταξίδι και τούτο εδώ που περιγράφω είναι τόσο κοντά που η Βαρκελώνη θυσιάζεται μπαίνοντας σε ένα νοητικό χρονοντούλαπο το οποίο θα βρεθεί μετά τον ψυχοπνευματικό μου θάνατο.

[minti_divider style=”1″ icon=”” margin=”30px 0px 30px 0px”]

04/04/13 – Αεροπλάνο για Αθήνα

Κανονικά έπρεπε τώρα να γράφω για τη Βαρκελώνη το Φεβρουάριο αλλά εκείνο το ταξίδι και τούτο εδώ που περιγράφω είναι τόσο κοντά που η Βαρκελώνη θυσιάζεται μπαίνοντας σε ένα νοητικό χρονοντούλαπο το οποίο θα βρεθεί μετά τον ψυχοπνευματικό μου θάνατο.

Η Βαρκελώνη λοιπόν θυσιάζεται (τα βατραχοπόδαρα και οι τρίχες από μασχάλη νεράιδας πάντα βοηθάνε προς τούτη την κατεύθυνση) και ξεκινά ο αλαφρύς κόπος της υπερατλαντικής διήγησης:

Δεύτερος σταθμός (ο πρώτος ήταν Αθήνα) θα έπρεπε να πω Nτίσελντορφ, αλλά σταθμός είναι όπου νιώθεις ότι κάτι σημαντικό γίνεται και όχι όπου σταθμεύεις. Δεύτερος σταθμός λοιπόν ο ουρανός καθώς πλησιάζουμε Γερμανία. Τι σημαντικό συνέβη εκεί; Μια λευκή θάλασσα από σύννεφα πλημμύριζε τη θέα κάτω μας, από την οποία ξεπρόβαλλαν κορφές βουνών σαν ξέρες πνιγμένες από αλμυρό χιόνι. Θέαμα μεθυστικό που διέκοψα για να καταγράψω. Τα κακά του «επαγγέλματος».

Ντίσελντορφ. Άντε να τον αναφέρω σαν σταθμό. Ένα ολόκληρο βράδυ μείναμε. Αν και το μόνο αξιόλογο που έχω να αναφέρω είναι ότι η λέξη “αξιόλογο” εδώ δεν έχει ακόμα εφευρεθεί, ίσως γιατί στα γερμανικά είναι δύσκολη η προφορά της.

05/04/13 – Στο αεροπλάνο για Μαϊάμι

Όσες φορές κι αν πετάξω, ποτέ δε θα συνηθίσω την απίθανη αίσθηση της πτήσης, τη μεγαλύτερη εφεύρεση του ανθρώπου και ίσως την πιο ακατανόητη. Εφεύρεση που ικανοποίησε την πλέον έμφυτη τάση του. Αυτή για ελευθερία.

Καθώς ανεβαίναμε τον ψυχρό και σκοτεινό γερμανικό ουρανό και ξεπερνούσαμε χίλιες στρώσεις βαμβάκι, ανακαλύψαμε αυτό που λείπει τα τελευταία δέκα εκατομμύρια χρόνια από αυτή τη χώρα: τον ήλιο. Όλα τα έχουν, μα δεν έχουν τίποτα γιατί δεν έχουν αυτό που δίνει ζωή σε όλα. Τον ήλιο.

Τρίτος σταθμός, Μαϊάμι. Από ψηλά όλα είναι τετράγωνα. Και τα τρίγωνα. Τοπίο με φοίνικες, ουρανοξύστες χτισμένους στον αφρό και πλοία εκατομμυρίων μέσα από τον συρρικνωτικό φακό που δημιουργούν οι σταγόνες της βροχής. Με καταιγίδα μας υποδέχτηκε η πόλη αλλά η διάθεσή μας δεν πτοήθηκε.

Μια και ο καιρός δεν επέτρεπε πολλές βόλτες, ακολούθησε επίσκεψη σε εμπορικό κέντρο. Τη χαρά των μάστερκαρντς και τη λύπη των μάστερς τους. Έπειτα, επιστροφή στο ξενοδοχείο. Στις 5 το πρωί.
Άλλοι μπεκροπίνουν τέτοια ώρα κι εμείς ψωνίζαμε άγρια χαράματα μη χάσουμε την ευκαιρία του δολαρίου. Μετάφραση: Ψώνισέ τα όλα σε δολάρια για να κερδίσεις από την ισοτιμία και να χάσεις ταυτόχρονα ό,τι κέρδισες, γιατί ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο θα αγοράσεις ένα σωρό αχρείαστα πράγματα.

Μα, στις 5 το πρωί; Εντάξει, θα το μαρτυρήσω. Η τοπική ώρα ήταν 22:00. Ή κάπου εκεί κοντά. Ώρα να αλλάξουμε τα ρολόγια γιατί αύριο το πλοίο θα φύγει χωρίς εμάς….

06/04/13 – Ξενοδοχείο Urbano – Brickel avenue

Από το παράθυρο του ξενοδοχείου τους βλέπω όλους να τρέχουν προς διάφορες κατευθύνσεις. Με τις φορμούλες και τα άι ποντ τους τζοκάρουν ασταμάτητα. Σαν να παρακολουθώ αγώνα δρόμου χωρίς αφέτη.

Το τοπίο στο Μαϊάμι είναι ακριβώς όπως στις ταινίες. Και μια όμορφη πάντα στο κέντρο της σκηνής ισχνά απορημένη και περήφανα ευτυχισμένη με την πανδαισία γύρω της μα, κυρίως, τη διαφορετικότητα που ζουν τα μάτια της. Στο ρόλο της όμορφης η Ε., μούσα για φράσεις όπως η παραπάνω.

Γεμίζει το μυαλό σου διαφορετικότητα εδώ. Μένει απασχολημένο με τόσες εικόνες που οι σκέψεις έχουν πια μόνο χρώμα και καθόλου λέξεις.

Αν μας δεις από μακριά δεν διακρίνεις χαρακτηριστικά. Είμαστε όλο μπλε.

07/04/13 – Μέσα στο κρουαζιερόπλοιο Κάρνιβαλ Βίκτορι

Μπήκαμε, αποκατασταθήκαμε, φάγαμε με παράθυρο το κύμα και θέα τον αφρό. Κληθήκαμε να αποφασίσουμε αν θα κάνουμε περιήγηση αλά Ταρζάν στην Τζαμάικα τη μεθεπόμενη ημέρα, αν θα φιλήσουμε χαμογελαστά δελφίνια ή θα κολυμπήσουμε με άλογα. Αφού δεν αποφασίσαμε (είχαμε 2 μέρες ακόμα) επισκεφτήκαμε το καζίνο.

Εδώ άρχισαν τα “ωχ”. Άλλοι ξημερώθηκαν εκεί και άλλοι όταν ξύπνησαν επέστρεψαν στον τόπο του εγκλήματος για να κερδίσουν τα σπασμένα. Μετάφραση: να μείνουν νηστικοί χάνοντας.

Το φιλοσόφησα. Στο καζίνο τελικά πας μόνο για να χάσεις. Όταν κερδίζεις θέλεις να κερδίσεις κι άλλο, άρα παίζεις μέχρι να χάσεις αφού δε γίνεται να κερδίζεις για πάντα. Και όταν χάνεις συνεχίζεις να παίζεις για να κερδίσεις, μέχρι που τα χάνεις όλα.

09/04/13 – Τζαμάικα

Μόλις πλησιάσαμε με το πλοίο αντίκρισα τοπίο Τζουράσικ Παρκ, τροπικό κλίμα, ζέστη συνοδευόμενη άλλοτε με μικρές μπόρες και άλλοτε με ήλιο 24άρων καρατίων.

Στην Τζαμάικα κάναμε εξτρίμ σπορτς για φλώρους, δραστηριότητες που μας έδωσαν την ευκαιρία να δούμε το δάσος αφ’ υψηλού.

Ένα τελεφερίκ μας ύψωσε εξακόσια μέτρα πάνω από τις ρίζες των δέντρων και αντικρίσαμε την απόλυτη ησυχία του δάσους που διακοπτόταν από ιαχές πουλιών και απροσδιόριστων ζώων αλλά και από τα δικά μας “αχ” και “ωπ” καθώς ανεβαίναμε στο χάος με μόνο μια μπάρα να συγκρατεί μια ενδεχόμενη πτώση.

Φτάσαμε εκεί που ανέλαβαν κάτι Τζαμαϊκανές να μας χορέψουν στους τοπικούς ρυθμούς, πολύ τουριστικό θέαμα, και έπειτα μπήκαμε στο Τζαμάικα, για μαν, νο πρόμπλεμ αμαξίδιο, αναπαράσταση αυτού που διαγωνίστηκε στους χειμερινούς Ολυμπιακούς του κάποτε και έγινε ταινία, το οποίο μας κατέβασε με ταχύτητα «συκωτιού ανακάτεμα» στο δάσος και μας επέστρεψε στις Τζαμαϊκανές.

Έπειτα ήρθε η ώρα των διάσημων γουότερ φολς -καταρράκτες- τους οποίους ανεβήκαμε μέσα από το νερό ωσάν εκκολαπτόμενοι σολομοί, καθόλου ίδιοι και νόστιμοι με αυτόν που δοκιμάσαμε στο πλοίο της αγάπης, της κρουαζιέρας και της παρέας, το οποίο μας πηγαίνει και μας φέρνει τις τελευταίες τρεις, τέσσερις μέρες σε τόπους άλλους και σε θάλασσες πράσινες.

11/04/13 – Πάνω από Ατλάντα καθοδόν προς Λας Βέγκας

Η επόμενη στάση μας ήταν τα νησιά Κέιμαν. Φτάσαμε νωρίς το πρωί και ξεκίνησε η οδύσσεια. Πρωταγωνιστές ασυνήθιστα υδάτινα πλάσματα.

Λίγο πριν, ένα λεωφορειάκι μας πέρασε από 85 τράπεζες και δεκάδες σπιτάκια των κουρασμένων από την άτιμη ζωή εκατομμυριούχων που ξαποσταίνουν απολαμβάνοντας πολιτισμό, ησυχία, διακριτικότητα, φύση με εξωτικό ταμπεραμέντο και θάλασσα με χρώμα Καραϊβικής.

Φτάσαμε εκεί που τα δελφίνια ενθαρρύνονται και επιβραβεύονται για να επικοινωνήσουν και να κολυμπήσουν με τους ανθρώπους. Τι να έλεγε, τι να σκεφτόταν, τι να αναρωτιόταν αυτό το πανέξυπνο πλάσμα, σκεφτόμουν και αναρωτιόμουν και ξέχασα να συνειδητοποιήσω ότι κολύμπησε μαζί μου, με φίλησε στο στόμα, με πήγε μια γρήγορη βόλτα, με χαιρέτησε, μου κούνησε την ουρά του, μου χαμογέλασε, μου μίλησε, όλα βέβαια με την παρότρυνση του εκπαιδευτή του, που λειτουργεί περισσότερο ως καρδιακός φίλος. Στο τέλος, μας έκανε επίδειξη υψηλής τούμπας. Όσο το χειροκροτούσαμε, τόσο πιο ψηλά πετούσε. Τότε θυμήθηκα ένα παλαιότερο απόφθεγμα του ανθρώπου στο ΝηΣί:

Η αναγνώριση για τον άνθρωπο είναι το μεγαλύτερο κίνητρο εν ζωή, τόσο που για να αποκτηθεί, έστω και μετά θάνατον, μπορεί να οδηγήσει στην απώλεια της ίδιας της ζωής.

Το ξανασκέφτηκα:

Η αναγνώριση για τα θηλαστικά είναι το μεγαλύτερο κίνητρο εν ζωή, τόσο που για να αποκτηθεί, έστω και μέσα στο νερό, μπορεί να οδηγήσει σε τούμπα έξω από αυτό.

Αργότερα επιβιβαστήκαμε σε ένα σκάφος μην έχοντας ιδέα πού πάμε: κάτι για γκρέιλαντ είχα ακούσει, ένα νησί με δάσος για εξερεύνηση νόμιζα στην άλλη άκρη του δικού μας νησιού. Τελικά το γκρέι ήταν ρέι (ray) που στα ξένα σημαίνει… Θα το δείτε σε λίγο τι σημαίνει, μη χαλάσω το σασπένς.

Δυο, τρία μίλια λοιπόν μετά σταματήσαμε καταμεσής μιας θάλασσας απέραντης που από πράσινη άρχιζε να γίνεται χρυσογάλαζη. Κι αυτό γιατί ο πάτος της ανέβηκε τόσο ψηλά που ο καπετάνιος έριξε άγκυρα, μαζί της βουτήξαμε κι εμείς βρισκόμενοι σε ένα νησί ανάβαθα βυθισμένο στο νερό. Το να κολυμπάς με δελφίνια κι αμέσως μετά να αγγίζεις σαλάχια στη μέση της θάλασσας -αυτή ήταν η ρέι έκπληξη, το νερό ήταν γεμάτο γιγάντια σαλάχια- τρία μίλια από την ακτή, σε ένα νησί μισοβυθισμένο στο νερό όσο χρειάζεται για να περπατάς μισοβρεγμένος εσύ, είναι μια εμπειρία.

Όσα γίνονται μετά από αυτό είναι μια άλλη ιστορία που θα διηγηθούμε σε επόμενο κείμενο, καθώς αυτό το ταξίδι συνεχίζεται σε παρελθοντικό χρόνο, αλλά με μελλοντικές λέξεις…

Στην ερώτηση “του μπι, ορ νοτ του μπι;”, εμείς απαντάμε “του μπι κοντίνιουντ”…

Ο Νικόλας Σμυρνάκης αλλού γεννήθηκε κι αλλού ζει. Καταδιώκεται στον ύπνο και στον ξύπνιο του από έναν άνθρωπο σε ένα ΝηΣί, ο οποίος του συστήνεται και ως Σκιά (όχι πολύ υπάκουη – για σκιά πάντα). Συχνά γράφει αντί γι’ αυτόν στο facebook.com/man.of.island.
Το www.IslandOfMan.me είναι ο δικτυακός τόπος που μοιράζονται. Όχι πάντα αναίμακτα.  

Travel-Stories-1

Νικόλας Σμυρνάκης | Στη Νίκαια και στο Μονακό

Η Νίκαια, δεν μπορώ να πω ότι μας ξετρέλανε. Πολύ τραμ, αρκετοί πεζόδρομοι, μαγαζάκια, μια κεντρική πλατεία που δεν διαφέρει από τις άβερεϊτζ κεντρικές πλατείες της Ευρώπης, καφέ, εστιατόρια χωρίς χρώμα, όμορφη παραλιακή – Promenade des Anglais το όνομά της, δηλαδή αγγλικός περίπατος – για αμέριμνες βόλτες με μπλαζέ διαθέσεις.

[minti_divider style=”1″ icon=”” margin=”30px 0px 30px 0px”]

Ο άνθρωπος στο ΝηΣί σκέφτεται: Όταν το μυαλό είναι παραγεμισμένο από καθημερινές εικόνες αδυνατεί να γεννήσει νέες ιδέες. Και επειδή η πιο ωραία ιδέα είναι η νέα ιδέα, ας ταξιδέψουμε. Αν δεν μπορούμε να ταξιδέψουμε, ας ταξιδέψουμε κι άλλο. Άλλωστε, το μεγαλύτερο ταξίδι εν ζωή γίνεται με τα μάτια κλειστά.

2012: Γαλλία: 
Νίκαια – Μονακό

Στο αεροπλάνο για Αθήνα έγινε το ανήκουστο. Δεν μας σέρβιραν ούτε καφέ. Πιθανότητα αναταράξεων, είπαν, οι αεροσυνοδοί δεμένες. Και αναρωτήθηκα: «Μα δεν είναι εκπαιδευμένες σε περίπτωση αναταράξεων να υπομένουν τα χτυπήματα; Ο εσωτερικός μου εαυτός με αποκάλεσε κάφρο και ξέχασα τη σκέψη.

Έπειτα ήταν η σειρά της Ε. να σκεφτεί: «Self service δεν έχει να πάρουμε το ρίσκο εμείς»; Δίκιο είχε. Εκείνη τη στιγμή θα χτυπούσα – χωρίς τη βοήθεια αναταράξεων – το κεφάλι μου στο παράθυρο με θέα το χιλιοστό τετρακοσιοστό έκτο σύννεφο ανατολικά της Μήλου για έναν καφέ. «Έναν καφέ στο 10F ρε παιδιά. Τι χρειάζεται; Δύο κουταλιές και τέσσερις κουτουλιές; Δίνω μπουρμπουάρ τέσσερις πληγές βραδείας επούλωσης».

Με αυτά και με τα ίδια, φτάσαμε Μιλάνο. Δε λέω, όμορφη είναι για βιομηχανική πόλη. Αυτή τη φορά δεν την περπατήσαμε γιατί είχαμε δρόμο μπροστά μας. Όταν βρεθήκαμε Νίκαια – δεν ήταν τόσο απλό όσο υπονοούν οι τρεις λέξεις: «Όταν» «βρεθήκαμε» «Νίκαια» αλλά χρειάζεται ξεχωριστό ταξιδιωτικό διήγημα για την συγκεκριμένη διαδρομή. Πιο συγκεκριμένα το Νίκαια – Μονακό είναι ένα τσιγάρο δρόμος, ενώ το Μιλάνο – Νίκαια ένα πακέτο, έντονος ξερόβηχας και απόφαση να το κόψεις, εκτός κι αν το έχεις κόψει οπότε παίρνεις απόφαση να το ξεκινήσεις – τι έλεγα, αν ναι, αφού το έχω γραμμένο λίγο πιο πριν, όταν βρεθήκαμε Νίκαια, η Νίκαια μας φάνηκε ότι μοιάζει με Γαλλία. Όταν πάλι φτάσαμε Μονακό – λίγο πιο δίπλα – το Μονακό μας φάνηκε ότι μοιάζει μόνο με το Μονακό.

Πιο πολλές ήταν οι φεράρι από τα τουγιότα. Συγκεκριμένα οι φεράρι ήταν δεκάδες και τα τουγιότα ανύπαρκτα και καθώς από την εποχή του Πυθαγόρα το δέκα ήταν πάντα μεγαλύτερο από το μηδέν, το συμπέρασμα παραμένει το ίδιο: Πιο πολλές ήταν οι φεράρι από τα τουγιότα.

Στο Μονακό τώρα, εκτός από τις φεράρι, άξιες λόγου ήταν και οι Λαμποργκίνι. Αστειεύομαι. Καθώς πλησιάζει κανείς το φοβερό αυτό μέρος περνώντας από στενά τούνελ και χαριτωμένα δρομάκια που χωράνε μετά βίας δύο αυτοκίνητα νιώθει μέρος αγώνα F1. Για να βρεθείς στη θάλασσα κατηφορίζεις έναν δρόμο που νομίζεις σε πηγαίνει σε έναν πεντάστερο Παράδεισο. Όλα γύρω λάμπουν. Η θέα από κάθε σημείο του διαδρομής εξαίσια, κόβεται απότομα μόλις βρεθείς στη χαμηλότερο σημείο του λιμανιού. Εκεί αρχίζει ένα θρίλερ με παιχνίδια λούνα παρκ και φαγώσιμα πανηγυριού που πληγώνουν την αισθητική του τόπου και βοηθούν στην γρήγορη απομυθοποίησή του αλλά και στο δρόμο της επιστροφής.

Η Νίκαια, δεν μπορώ να πω ότι μας ξετρέλανε. Πολύ τραμ, αρκετοί πεζόδρομοι, μαγαζάκια, μια κεντρική πλατεία που δεν διαφέρει από τις άβερεϊτζ κεντρικές πλατείες της Ευρώπης, καφέ, εστιατόρια χωρίς χρώμα, όμορφη παραλιακή – Promenade des Anglais το όνομά της, δηλαδή αγγλικός περίπατος – για αμέριμνες βόλτες με μπλαζέ διαθέσεις.

Στην πλατεία Massena φάγαμε τις πιο μεγάλες γαρίδες που έχω δει στη ζωή μου, πιθανότατα προϊόν μολυσμένου από πυρηνικά απόβλητα εργαστηρίου, και μια ψαρόσουπα χωρίς ψάρια από αλεσμένα κοχύλια, πεταλίδες και άλλα όστρακα του ωκεανού που τραγάνιζε στα δόντια και έγδερνε λάγνα το λαρύγγι σε κάθε γουλιά.

Μια νύχτα βραχήκαμε ως το μεδούλι του εσωτερικού εαυτού μας, μαζί και του «είναι» μας, αυτού που εμπεριέχει το «εγώ» μας, για να μάθουμε να μην ακούμε τον μετεωρολόγο μέρας φίλο που κοιτάζοντας ψηλά αναφώνησε, «μη βαλετέ στο αυτοκίνητό εισι-τη-ριό για το πα-ρκ-ίνγκ, σε λιγό θα βρε-ξεί και δε θα βγει κανείς για γρά-ψι-μό».

Σε ποια γλώσσα το είπε, μη με ρωτάτε. Χρησιμοποίησε όλες τις γλώσσες, εκτός από τη δική του για όλο αυτό το κατεβατό που χαριτογράφοντας προσπάθησα να μεταφέρω με γαλλική προφορά και ελληνικά γράμματα. Χρησιμοποίησε όλες τις γλώσσες εκτός από τη δική του, όχι τη γλώσσα της χώρας του, δηλαδή τα γαλλικά, μάλλον δηλαδή, εκτός από τη γλώσσα του στόματός του. Ω, ναι. Αυτό εί-ναί που στην πραγμα-τι-κό-τη-τά εννοώ με αποτυχη-με-νό γαλλι-κό αξάν.

Κάναμε αμέριμνοι βόλτα και καταλήξαμε να παίξουμε τα back stage του dancing in the rain. Σε γενικές γραμμές περάσαμε τέλεια μην ακούτε που υπερβάλλω. Άνθρωπος είμαι. Απλά πολλαπλασιάστε ό,τι γράφω επί 0,7 και θα δείτε την ωμή αλήθεια.

Αν τα πολλαπλασιάσετε όλα, την πατήσατε γιατί θα πολλαπλασιάσετε και το «Απλά πολλαπλασιάστε ό,τι γράφω επί 0,7 και θα δείτε την ωμή αλήθεια» και θα έχουμε 0,7 επί 0,7 = 0,49 επί 0,7 επί 0,7… και θα καταλήξουμε στο μηδέν δηλαδή στην αρχή μπερδεμένοι, με μια σκέτη ωμή χωρίς αλήθεια.

Δεν θα υπερβάλλω άλλο. Ζήσαμε πρωτόγνωρες εμπειρίες, σπουδαίες στιγμές σε κατάμεστο από 2000 ανθρώπους θέατρο στο οποίο μας μετέφερε μια λιμουζίνα δεκαπέντε μέτρ… Εντάξει σταματώ όντας απόλυτα πεπεισμένος ότι τώρα αναρωτιέστε επί πόσα να πολλαπλασιάσετε το παραπάνω. Αν όλοι μας έχουμε κάτι σπουδαίο να μοιραζόμαστε είναι ότι ανήκουμε σε ένα είδος που αρέσκεται να συλλέγει εμπειρίες. Η αλήθεια πίσω από αυτές είναι μια έννοια σχετική.

Αν κάτι νομίζω ότι αξίζει να μεταφέρω από το συγκεκριμένο ταξίδι δεν είναι ούτε οι αλήθειες του, ούτε οι υπερβολές του. Είναι κάποιες σκέψεις που γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού. Και με αυτό κλείνω (το μπάντζι τζάμπινγκ από τον τριακοστό όροφο του ξενοδοχείου θα το περιγράψω άλλη φορά):

«Ταξιδεύουμε για να δούμε ή για να ταξιδέψουμε; Γιατί η προσμονή του “τι θα δούμε” μοιάζει μεγαλύτερη από τη χαρά όταν το βλέπουμε. Το ταξίδι μοιάζει να κλείνει μία από τις πρωτόγονες τρύπες στη ψυχή του ανθρώπου. Από πού έρχομαι, πού πάω, ποιος είμαι; Έρχεσαι από παντού, πας παντού, είσαι τα πάντα. Καλά ταξίδια και καλή χρονιά σε όλους».

Ο Νικόλας Σμυρνάκης αλλού γεννήθηκε κι αλλού ζει. Καταδιώκεται στον ύπνο και στον ξύπνιο του από έναν άνθρωπο σε ένα ΝηΣί, ο οποίος του συστήνεται και ως Σκιά (όχι πολύ υπάκουη – για σκιά πάντα). Συχνά γράφει αντί γι’ αυτόν στο facebook.com/man.of.island.
Το www.IslandOfMan.me είναι ο δικτυακός τόπος που μοιράζονται. Όχι πάντα αναίμακτα.  

karakoy1

Νικόλας Σμυρνάκης | H πόλη μέσα στην Πόλη

Οι Τούρκοι είναι απίστευτα ευγενείς. Τους λείπει πολλές φορές το χαμόγελο, μην κοιτάτε τον Ονάν, περίπτωση ο τύπος, αλλά έχουν άλλους τρόπους να σου φερθούν ευγενικά. Τη φωνή, την κίνηση, το μειδίαμα.

[minti_divider style=”1″ icon=”” margin=”30px 0px 30px 0px”]

Ξέρω ότι υποσχέθηκα συνέχεια στην μπάλκαν σίριαλ κίλερ ταξιδιωτική ιστορία που ξεκίνησε από τη μαμά Σερβία, συνέχισε στη Ρου-Μανία και ήταν να τελειώσει στη «Βουλγαρία αγάπη μου» το αρχαίο έτος 2008, έλα μου όμως που προέκυψε ολοκαίνουργια εμπειρία στην Πόλη του Κωνσταντίνου – που αν τον φώναζες Κώστα σου έκλεινε δίκλινο στην αρένα με λιοντάρι – τόσο καινούρια που τη ζω καθώς τη γράφω, κάθε μέρα μια παράγραφο. Η πρώτη μας επαφή με την Τουρκία – ταξιδεύω με την Ε.Υ.Α. ή αλλιώς το φορητό μου τζι πι ες, ο κινητός μου γκάιντ και τα δύο σε συσκευασία συντρόφου – άκρως φοβιστική. Βρεθήκαμε στον κεντρικό σταθμό και φωνές παντού, αγριεμένα από τη φύση πρόσωπα. Γυναίκες με μαντίλες, οικογένειες με πλαστικά σακιά και σακούλες σκουπιδιών γεμάτες με ό,τι… Οτιδήποτε αλλά κι ό,τι να ‘ναι. Χριστέ και Απόστολε τι γίνεται εδώ, Χριστέ με το συμπάθιο, εδώ δε περνά ο λόγος σου, εσένα Απόστολε αν σου βάλουμε ένα σαρίκι και σε βαφτίσουμε Προφήτη κάτι μπορεί να γίνει.

Φτάσαμε στην περιοχή Sultanahmet, παλιά Πόλη σαν να λέμε γύρω απ’ την Αγία Σοφία και το Μπλε Τζαμί. Την Αγία Σοφία για έναν περίεργο λόγο Αγία Σοφία τη λένε και εδώ (κι όχι Τζαμί Σουλτάνα ή κάτι τέτοιο) στο τουρκικό αξάν βεβαίως, και το μπλε τζαμι, για ένα ακόμα πιο περίεργο λόγο καθόλου μπλε δεν είναι.

Αφού αποκατασταθήκαμε, “ταξιδέψαμε” πεζοί στον εμπορικό δρόμο Istiklal και έπειτα επισκεφτήκαμε την όαση πρασίνου Yildiz. Ένα αστικό πάρκο στην περιοχή Μπεσίκτας – πάμε πάλι – ένα δάσος μέσα στην πόλη, στην πόλη Πόλη δηλαδή, στο οποίο εύκολα μπαίνεις, το δύσκολο είναι να βρεις τρόπο και διάθεση να βγεις. Με το που πέφτει η νύχτα βεβαίως το ειδυλλιακό τοπίο αρχίζει και μετατρέπεται σε σκηνικό ταινίας με λυκανθρώπους οπότε η αναζήτηση της εξόδου επιβάλλεται από χημικές ενώσεις με βάση την αδρεναλίνη.

Η δεύτερη μέρα ξεκινά με διάθεση να μπούμε στην Αγιά Σοφιά αλλά μία ουρά 200 μέτρων μας άλλαξε τα σχέδια. Την είδαμε απ´ έξω. Θαυμάσια πράγματι. Κι από μέσα θαυμάσια θα είναι. Φαντάζομαι. Και η φαντασία μου είναι μεγαλύτερη της αντιληπτικής μου ικανότητας. Για φαντάσου! Πριν ξεκινήσουμε την περιήγηση με ένα λεωφορείο αξιοθέατων – τι μπανάλ, αρκετά χρηστικό όμως, για μπανάλ πάντα – ζήτησα από τον Ονάν λεωφορειατζή του χαπ ον, χαπ οφ λεωφορείου, να μου δώσει έναν χάρτη. Με ρωτάει «Από πού είσαι;». Του απαντάω. Μεταξύ χαμόγελου και μεγάλου χαμόγελου μου λέει: «Γεια σου Γιώργο». «Νικόλα του λέω». «Γεια σου Κώστα», μου λέει «βρε Νικόλας» του λέω. «Γεια σου Μαρία» μου λέει και εκεί κατάλαβα ότι συνεννοηθήκαμε για σήμερα. Ανταπέδωσα τη χαιρετούρα, γελάσαμε όλοι πλατιά και ξεκίνησε το λεωφορείο.

Παρατήρηση, τώρα που το θυμήθηκα. Οι Τούρκοι είναι απίστευτα ευγενείς. Τους λείπει πολλές φορές το χαμόγελο, μην κοιτάτε τον Ονάν, περίπτωση ο τύπος, αλλά έχουν άλλους τρόπους να σου φερθούν ευγενικά. Τη φωνή, την κίνηση, το μειδίαμα. Πολλές φορές φτάνουν στα όρια της δουλοπρέπειας. Βασικά, δεν είναι αυτοί ευγενείς. Οι ευγενείς είναι αυτοί. Αν νομίζετε ότι υπερβάλλω, ρωτήστε τους «αυτοί». Περνώντας παραλιακά του Βοσπόρου μάθαμε ότι η γέφυρα που ενώνει παλιά με νέα πόλη, φέρνει σε επαφή την Ασία με την Ευρώπη σε μόνο δύο λεπτά. Μοναδική στον κόσμο για αυτή της την ιδιότητα.

Συνεχίσαμε στην κλειστή αγορά Kapali Carsi, πήξαμε στο χαλί και στο φωσφορίζων ασημικό από μπρούτζο και καταλήξαμε σε ένα καφέ (δεύτερο σιντριβάνι δεξιά) στο οποίο βολεύονται μόνο παιδάκια καθώς κάθεσαι σε μικροσκοπικές καρεκλίτσες, σχεδόν κατάχαμα.

Κάπου εκεί ένας περιστρεφόμενος δερβίσης εντυπωσίαζε τα διερχόμενα πλήθη και τις δραμαμίνες με την ταχύτητα που θα τις κατανάλωνε μετά και ο ιμάμης από τον κοντινότερο μιναρέ ακούστηκε στα αμάθητα αυτιά μας σαν κραυγή από χαλασμένο βινύλιο που το έβαλαν να παίζει ανάποδα κι από πάνω.

Έπειτα βόλτα στο Karakoy, η λιγότερο τουριστική ψαραγορά. Εδώ τρώνε οι Τούρκοι ψαράδες και οι τουρκικές γάτες. Ψάρι στο ψωμί, όπως θα λέγαμε εμείς κρέας στη λαδόκολλα. Γκουρμεδιά που σερβίρεται σε λερωμένο κιλίμι (κάτι σαν τραπεζομάντηλο). Όσο πιο λερωμένο τόσο πιο παραδοσιακό το έδεσμα και πιο εξυψωτική η εμπειρία.

Λίγο μετά γνωρίσαμε τον Έλληνα της πόλης Αγγελή. Γνωστός για το φοβερό του site angelisandtheistanbul.blogspot.gr που βρίσκεις εντελώς δωρεάν τα πάντα για την Πόλη. Είχε την ευγενή καλοσύνη να μας συναντήσει και να μας περιλούσει με το φέγγος των ιδεών του.

Μας κατατόπισε σε μία ώρα για όλα. Τι να φάμε, πού να το φάμε, τι να δούμε, γιατί να το δούμε. Φύγαμε με πολλές πληροφορίες στο αποθηκευτικό μας σύστημα – όλες για το κάποτε Βυζάντιο – και πρώτιστα με υπέροχη διάθεση. Κατευθυνθήκαμε σε ένα καλά κρυμμένο υπόγειο λεμονόκηπο (Limonlu bahçe), η είσοδος του οποίου ήταν από μια πολυκατοικία με κόκκινη τέντα (μην κάνετε συνειρμούς) και που για να βρεθείς εκεί περνούσες μια σειρά από κατακόμβες με άγρια θηρία να απειλούν τη ζωή σου και έπρεπε να απαντήσεις και ένα δυσεπίλυτο γρίφο στο τέλος για να σε αφήσουν να μπεις.

Αστειεύομαι, πάντως η υπόγεια διαδρομή πράγματι δεν προμηνύει τον κήπο στο αίθριο, η είσοδος του οποίου βρίσκεται σε μια πολυκατοικία, μέσα από το υπόγειο της οποίας πρέπει να περάσεις και που για να βρεθείς εκεί συναντάς μια σειρά από κατακόμβες με άγρια θηρία να απειλούν τη ζωή σου και πρέπει και από πάνω να απαντήσεις σε ένα δυσεπίλυτο γρίφο…

Αλλά ας μην επαναλαμβάνομαι. Αλλά ας μην επαναλαμβάνομαι. Αλλά ας μην επαναλαμβάνομαι. Φτάνει. Φτάνει. Φτάνει. Με συγχωρείτε, ξέφυγα. Είναι που σε αυτό το μέρος θρύλος και πραγματικότητα ανακατεύονται μέχρι που γίνονται ένα.

Λίγο αργότερα βόλτα στην Istiklal και καυκάσιο φαγητό σε ένα από τα άπειρα Ficcin στην Kalavi Sokak. Το τι παραγγείλαμε φοβάμαι να το αναφέρω γιατί μπορεί να παρακολουθεί από δορυφόρο η δίωξη σπατάλης και λαιμαργίας.

Παρατήρηση, πληροφορία: Να ξέρετε ότι εδώ παζαρεύεις τα πάντα. Όχι μόνο εμπορικά είδη αλλά και φιξ τιμές όπως αυτές ενός εισιτηρίου για ένα καράβι ή ενός γεύματος σε ένα εστιατόριο. Μόνο τα εισιτήρια τρένου που βγάζεις απ´ το μηχάνημα δεν παζαρεύεις.

Την επομένη μέρα βόλτα στο Βόσπορο. Επιβιβαστήκαμε και φύγαμε με οδηγό τον άνεμο και προωθητική δύναμη από τη μηχανή του πλοίου. Κάναμε ένα θαλάσσιο τουρ και καταλήξαμε στην ασιατική πλευρά, στο Karakoy. Αυτή τη φορά δοκιμάσαμε balik soup, ψαρόσουπα κοινώς, με παλαμίδα και σαρδέλα βουτηγμένες στο ζωμό τους. Καταπληκτική γεύση σε ένα υπαίθριο “κάτι σαν εστιατόριο” μέσα στην ψαραγορά, δίπλα από μαγαζάκια με κόμπους, σχοινιά και άγκυρες.

Μετά κι από αυτό είπαμε να φύγουμε από την Πόλη του Κωνσταντίνου – που αν τον φώναζες Κώστα σου έκλεινε δίκλινο στην αρένα με λιοντάρι – και να αναζητήσουμε καινούριες εμπειρίες, τόσο καινούριες που τις ζω καθώς τη γράφω, κάθε μέρα μια παράγραφος.

Τι ωραίο να πρέπει να ζεις πρώτα για να γράψεις έπειτα και στο τέλος να συνειδητοποιείς ότι – τι άλλο – ζεις για να γράφεις.

Ο Νικόλας Σμυρνάκης αλλού γεννήθηκε κι αλλού ζει. Καταδιώκεται στον ύπνο και στον ξύπνιο του από έναν άνθρωπο σε ένα ΝηΣί, ο οποίος του συστήνεται και ως Σκιά (όχι πολύ υπάκουη – για σκιά πάντα). Συχνά γράφει αντί γι’ αυτόν στο facebook.com/man.of.island.

Το www.IslandOfMan.me είναι ο δικτυακός τόπος που μοιράζονται. Όχι πάντα αναίμακτα.   

tumblr_m7j8brT2cK1r4hp3vo1_500

Νικόλας Σμυρνάκης | ΠαραΛογική

tumblr_m7j8brT2cK1r4hp3vo1_500

Διήγημα δημοσιευμένο στο περιοδικό FRESH, 2012

Γράφει ο Νικόλας Σμυρνάκης

«Ρε Μαρία, μήπως πήρες κατά λάθος μαζί σου τη φωτογραφική μηχανή;».

«Τη φωτογραφική; Πότε;».

«Χθες που ήταν η μέρα των κατά λάθος κουβαλημάτων».

«Α, δεν ξέρω. Μπορεί. Δηλαδή λες; Άσε να πάω σπίτι να δω και θα σε πάρω τηλέφωνο».

«Εντάξει, φιλιά».

Έτσι ξεκίνησαν οι παραδιάλογοι. Τους μεταφέρουμε ακριβώς όπως ξεκίνησαν πρώτον γιατί είμαστε ακριβείς και δεύτερον γιατί έτσι ξεκίνησαν. Γιατί τους λένε παραδιαλόγους; Γιατί είναι παραδιάλογοι. Υπάρχει καλύτερος λόγος από αυτόν;

Πού λαμβάνουν χώρα, λόγο, και γλώσσα οι παραδιάλογοι; Στη μοναδική χώρα που θα μπορούσαν να λάβουν χώρα οι παραδιάλογοι. Στην Παραχώρα. Πού αλλού; Εκεί που όλα είναι παρά. Ο μόνος είναι παραμόνος, η ωραία είναι παραωραία, ο ψηλός παραψηλός, η λογική παράλογη, οι μάνες παραμάνες, το ‘και πέντε’ ‘παρά πέντε’. Γενικότερα διακρίνεται από μια υπερβολούλα η Παραχώρα, αλλά ας μην παρααναλύουμε τα παρααυτονόητα και τα κάνουμε ανόητα.

«Ρε μάνα, εσύ την είχες τελικά τη φωτογραφική; Και ρωτούσα άδικα τη Μαρία. Για κάτσε όμως να την πάρω ένα τηλέφωνο να τη ρωτήσω μπας και τη βρήκε και αυτή. Ωραίο θα ήταν να έχουμε δύο».

Πολύ λογική βρίσκουμε την παραλογική της Παραχώρας. Παραλογική δηλαδή υπερβολική λογική, παραλογική δηλαδή παράλογη λογική, λογική αμάθητη στα μαθηματικά, δηλαδή αμαθηματική, παραμαθηματική και παραμυθική αλλά και πάλι εξαιρετικά λογική. Για παραλογική πάντα.

«Παιδί μου, πήρες τηλέφωνο τη Μαρία να δεις αν βρήκε κι αυτή την κάμερά σου;».

«Ρε μάνα, ξέχασα το τηλέφωνό της. Το θυμάσαι;».

«Πώς δεν το θυμάμαι. Παίρνεις;».

«Ναι, λέγε».

«Τ Η Λ Ε Υ Ο Ν Ο Μ Α Ρ Ο Ι Α Σ».

«Πήρα».

«Καλεί παιδί μου;».

«Σώπα. Ναι, έλα Μαρία».

«Δεν είμαι η Μαρία».

«Ποια είσαι, πού πήρα;».

«Πήρες ένα νούμερο παρα-όμοιο με αυτό της Μαρίας. Μοιάζω με τη Μαρία, αλλά δεν είμαι αυτή».

«Ρε μάνα, λάθος μου το είπες το τηλέφωνο; Βγήκε μια παραΜαρία».

«Ε, ρώτησέ τη μήπως κι αυτή βρήκε μια παρα-όμοια κάμερα. Άσχημα θα ‘τανε να ’χουμε τρεις;».

* Ο Νικόλας Σμυρνάκης καταδιώκεται στον ύπνο και στον ξύπνιο του από έναν άνθρωπο σε ένα ΝηΣί που συχνά γράφει αντί γι’ αυτόν. Το www.IslandOfMan.me είναι ο δικτυακός τόπος που μοιράζονται. Όχι πάντα αναίμακτα.

tumblr_opmwv0rCc11rwc5jio1_500

Νικόλας Σμυρνάκης | «Ro-maniac»

Φεύγοντας από το Βελιγράδι, αποχαιρετώντας τη μαμά Σερβία και συνεχίζοντας το «εδώ είναι Βαλκάνια δεν είναι παίξε γέλασε» τουρ μου, μπήκα στο τρένο για Ρουμανία…

[minti_divider style=”1″ icon=”” margin=”30px 0px 30px 0px”]

Ο άνθρωπος στο ΝηΣί σκέφτεται:
– Αν έχει κύματα το ταξίδι; – Θα δροσιστούμε. – Αν έχει τέρατα; – Θα τα αγαπήσουμε. – Κι αν έρθει η Σειρήνα; – Θα της τραγουδήσουμε.

2008 Ιούλιος
Φεύγοντας από το Βελιγράδι, αποχαιρετώντας τη μαμά Σερβία και συνεχίζοντας το «εδώ είναι Βαλκάνια δεν είναι παίξε γέλασε» τουρ μου, μπήκα στο τρένο για Ρουμανία.

Αφού έγινα μάρτυρας λαθρεμπορίου – ξήλωσαν με χειρουργικές κινήσεις την οροφή του τρένου και παράχωναν εκεί ψάθινες τσάντες δεμένες με διάφανη ταινία – αφού πίστεψα καμιά δεκαριά φορές ότι θα βρισκόμουν πεταμένος σε κανένα χαντάκι, σε ημιεμβρυακή στάση, ακίνητος αιώνια ή τουλάχιστον μέχρι να εξαϋλωθώ από σερνόμενα πλάσματα, κοινώς σκουλήκια, έφτασα στον σταθμό της Τιμισοάρα.

Τιμισοάρα. Ο σταθμός αυτής της πόλης είναι ο χειρότερος που έχω βρεθεί ποτέ στη ζωή μου. Και έχω βρεθεί σε αρκετούς. Στα σοκάκια τρυπημένοι άνθρωποι από βελόνες που ακόμα πρέπει να στάζουν αίμα, όρθιες οδοντογλυφίδες που τρέκλιζαν και έβγαζαν από τις τεράστιες φαρδιές τσέπες τους δίλιτρα μπουκάλια κρασί, όπως ένας μάγος βγάζει λαγό από το μανίκι του. Ή από το καπέλο τoν βγάζουν; Ο συγκεκριμένος λαγός μπορεί να είναι άσσος. Γι’ αυτό βγαίνει από το μανίκι. Αυτό είναι το θέμα μας τώρα;

Στην αποβάθρα 4 τώρα, περίμενα το τρένο για Sibiu, πιστεύοντας ότι έχω μια ολόκληρη ώρα στη διάθεσή μου. Τελικά έβγαλα τη νύχτα εκεί γιατί πέρασε το τρένο κι εγώ δεν επιβιβάστηκα. Κι αυτό γιατί ήταν 23:05 κι όχι 22:05 όπως νόμιζα. Δεν είχα, για άλλη μια φορά, αλλάξει την ώρα στο ρολόι μου. Στο Βελιγράδι δε μου κόστισε. Εδώ όμως…

Τελικά τα κατάφερα. Μετά από αρκετές ώρες έφτασα σώος και αβλαβής στην Sibiu, μια πόλη στην Τρανσυλβανία. Εκεί αποφάσισα να γίνω και πάλι κοινός ταξιδευτής. Το είχα ανάγκη. Άλλωστε ποτέ δε ζήτησα πρωταγωνιστικό ρόλο στην περιπέτεια που μου επιφύλασσε η τύχη ή η ατυχία μου. Τώρα που τελείωσε, δεν μπορώ να πω βέβαια πως, ως ένα βαθμό πάντα, δεν το απόλαυσα. Πολύ αδρεναλίνη. Και για κάποιο λόγο, έχω την εντύπωση ότι η αδρεναλίνη είναι ένα από τα βασικά συστατικά της ευχαρίστησης.

Επισκέφτηκα το μουσείο Brukatel όπου εντυπωσιάστηκα από την αποκαθήλωση του Χριστού του Sambach. Ο Χριστός, οι δύο Μαρίες, ο Ιωάννης, όλοι καμωμένοι από ένα ασημίζων χωμάτινο υλικό με μάτια χωρίς κόρες και χρυσές αναλαμπές στα σημεία που σκίαζαν τα σώματά τους.

Αργότερα βόλτα στην πόλη η οποία ανάβλυζε μεσαιωνικό αέρα. Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκαναν τα μεγάλα κτίρια στο σύνορο της πόλης που ήταν χτισμένα ημικυκλικά. Σαν να έκαναν στροφή, έτοιμα να δραπετεύσουν. Πάντα εκεί και πάντα έτοιμα να φύγουν.

Τα σοκάκια γεμάτα. Η ατμόσφαιρα ολόγυρα ηλεκτρισμένη. Κουβαλά κάτι από την αίσθηση της Φλωρεντίας. Η αρχιτεκτονική της φέρνει πολύ σε αυτήν της ιταλικής πόλης. Αλλά δεν είναι για να μείνω άλλες 200 λέξεις. Έχει κι άλλες πόλεις η διαδρομή γι’ αυτό ας προχωρήσει η γραφή σε νέους προορισμούς.

Επόμενος σταθμός, Sighisoara. Υπέροχη πόλη αλλά είχα την ατυχία να βρεθώ εκεί σε περίοδο ανακαίνισής της. Ακόμα και τα πεζοδρόμια ανακατασκευάζονταν. Βασικά ξηλώνονταν. Δεν είχα από που να περάσω. Έσερνα τσάντες και βαλίτσες στα χώματα σιχτιρίζοντας την τύχη μου και την επιμονή μου πρώτον να ταξιδεύω και δεύτερον να ταξιδεύω μόνος.

Χτισμένη πάνω σε λόφο, με απίστευτο πράσινο. Πολύ πράσινο. Όχι βαθύ, πολύ σε ποσότητα. Οι κορυφές των σπιτιών ήταν τόσο μυτερές, που έμοιαζαν να πληγώνουν τον αέρα γύρω τους. Πλακόστρωτα σοκάκια παντού καθόλου φιλικά σε τσάντες με ροδάκια. Η δική μου έχασε τελικά και τα δύο της. Ή τα ροδάκια μου έμειναν ορφανά από τσάντα. Λες και δεν κάνει το ίδιο.

Δεν είχα κλείσει hostel και έψαχνα ξεψυχισμένος πού να μείνω. Τότε έμαθα για το καζάρε. Κάτι σαν ανάδοχοι γονείς είναι αυτό, πληρώνεις μια οικογένεια και ζεις για λίγο τη ρουμανική εμπειρία φιλοξενίας. Αυτό έκανα κι εγώ αλλά έζησα μόνο τη ρουμανική εμπειρία και όχι αυτή της φιλοξενίας γιατί ούτε παραδοσιακό φαγητό με κέρασαν ούτε και τις πρώτες ρουμάνικες λέξεις έμαθα από τους οικοδεσπότες μου, οι οποίοι δεν φάνηκαν δυο μέρες.

Τουλάχιστον επισκέφθηκα το σπίτι που γεννήθηκε ο Δράκουλας το 1431 – απ’ έξω το επισκέφθηκα – και θαύμασα την τουριστοχαζομάρα αλλά και την ανάγκη των ανθρώπων να πιστεύουν στο απίστευτο γύρω τους μπας και το βρουν μπροστά τους. Ποιος θα τους πει ότι αρκεί να πιστέψουν στο απίστευτο μέσα τους για να το βρουν μπροστά τους.

Λίγο πριν φύγω μου ήρθε η εξής φράση: «Για κάθε στιγμή σου Χρόνε που θα αφήνω αδέσποτη να ζει, αδιόρατη να περνά, να μου ασπρίζεις κι από μια μου τρίχα. Στο επιτρέπω». Χάρηκα για τη φράση και αποφάσισα να την κάνω πράξη για τις επόμενες 5,6 στιγμές. Συνολικά τα επόμενα 5 λεπτά ζούσα κάθε στιγμή στο έπακρο. Κουράστηκα κάποια στιγμή. Τότε ήταν που αποφάσισα ότι οι άσπρες τρίχες είναι γοητεία.

Την επομένη αποφάσισα να αλλάξω και πάλι πόλη. Πόλη και ζωή. Κατευθύνθηκα στο Brasov. Πρώτη μου στάση το ρεστοράντ Gustari. Δεύτερη στάση κάτι ώρες μετά ένα υπόγειο μπαρ, πάλι στο Brasov. Αυτή η πόλη με έκανε να αποβάλλω κάθε άγχος προορισμού. Δεν με ένοιαζε ούτε που ήμουν ούτε αν θα προλάβω να δω τα μουσεία και τα αξιοθέατα. Ήμουν έτοιμος να δεχτώ ό,τι θα ερχόταν κι όχι ό,τι θα επιζητούσα.

Μια κυρία μου ζήτησε ευγενικά να κάτσει στο τραπέζι μου. Έπειτα μια φίλη της μας ακολούθησε, δήθεν τυχαία. Μετά από δέκα λεπτά μου πρότειναν να κάνουμε επί πληρωμή παρέα στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου που λεγόταν «No name». Τους είπα ότι δεν μου αρέσουν τα ξενοδοχεία δίχως όνομα και τις αποχαιρέτησα επώνυμα.

Το Brasov με την πρώτη ματιά, μου θύμισε αμερικανιά. Προσπάθησα πολύ για τη συγκεκριμένη ομοιοκαταληξία. Το Β, το R, το Α, το S, το Ο, το V βρίσκονται στον πιο ψηλό λόφο του, ακριβώς όπως το H-o-l-l-y-w-o-o-d στον αντίστοιχο λόφο υπερπαραγωγή. Κατά τα άλλα, ιδιαιτέρως συμπαθητική πόλη.

Δε θα πω ψέματα, δεν επισκέφτηκα το πολυδιαφημισμένο Πύργο του παλουκωματή, ανασκολοπιστή «Δράκουλα». Τον βάζω σε εισαγωγικά αυτή τη φορά μη δραπετεύσει, αρχίσει τα ερυθρά δαγκώματα και λερώσει τη ψηφιακή σελίδα του protagon.

Το ταξίδι μου τελείωσε στο Βουκουρέστι όπου επισκέφτηκα το Muzeul National de Arta al Romaniei. Έκατσα ένα δεκάλεπτο μπροστά από το Virgin and Child του Gentileschi. Γήινη η Παναγία, ανθρώπινος ο Χριστός. Χωρίς φωτοστέφανα και θεϊκά φτιασιδώματα.  Σαν μια οποιαδήποτε μάνα με το παιδί της. Άλλωστε αυτό δεν ήταν; Θήλαζε το Χριστό με τον αριστερό μαστό της.

Λίγο αργότερα βρέθηκα στο Cismigiu Park να κάνω κούνιες στη παιδική χαρά του, νιώθοντας μια πρωτόγνωρη παιδική χαρά μέσα μου μέχρι που κουράστηκα να χαίρομαι και λυπήθηκα που ταξίδευα μόνος.

Τότε ήταν που αποφάσισα να συνεχίσω μόνος. Αυτή τη φορά ο προορισμός μου θα ήταν τελικός. Η Βουλγαρία και η Σόφια με περίμεναν αλλά δεν το ήξεραν ακόμα. Θα το μάθαιναν την επόμενη μέρα. Κι εγώ έχω ξεπεράσει κατά πολύ το όριο λέξεων οπότε του μπι κοντίνιουντ (ορ νοτ του μπι).

*Ο Νικόλας Σμυρνάκης αλλού γεννήθηκε κι αλλού ζει. Καταδιώκεται στον ύπνο και στον ξύπνιο του από έναν άνθρωπο σε ένα ΝηΣί, ο οποίος του συστήνεται και ως Σκιά (όχι πολύ υπάκουη – για σκιά πάντα). Συχνά γράφει αντί γι’ αυτόν στο facebook.com/man.of.island.

Το www.IslandOfMan.me είναι ο δικτυακός τόπος που μοιράζονται. Όχι πάντα αναίμακτα.   

tumblr_luefizPkg91r1cwub

Νικόλας Σμυρνάκης | ΝανοΔιηγήματα

tumblr_luefizPkg91r1cwub1-500x563

Ο άνθρωπος στο ΝηΣί εκτός από αποφθέγματα δημοσιεύει (εδώ και μία εβδομάδα) πολύ μικρά διηγήματα ή αλλιώς: «ΝανοΔιηγήματα με άστατο χαρακτήρα και λίγους χαρακτήρες».

Τα  ΝανοΔιηγήματα (όπως και τα αποφθέγματα) δημοσιεύονται στη σελίδα του ανθρώπου στο facebook (εδώ), στο twitter (εδώ) και μεταφέρονται στο IslandofMan.me

Νανοδιηγήματα Vol.1:

  • Μόλις σταμάτησε να πυροβολεί έγειρα το κεφάλι και κοίταξα τις τρύπες στο στήθος μου. Τότε κατάλαβα ότι έχω καρδιά.
  • Μόλις τέλειωσε το ανακάτεμα των υλικών για τη δημιουργία του κόσμου, ξάπλωσε σε ένα σύννεφο ξέπνοος και ευχαριστημένος. Δεν ξύπνησε ποτέ.
  • Πολέμησα σε 24 μάχες, σκότωσα 400 άντρες, βίασα 28 γυναίκες. Τι άλλο να ζητήσει ένας μαχητής; -Καλησπέρα. -Ποιος είσαι συ; -Η τελευταία σου μάχη.
  • Παιδιά, χρήματα, επιτυχίες, χαρά δεν είχα. Ευχαριστημένος έφευγα. Και τότε με επισκέφτηκε ο Άγγελος χαρίζοντάς μου αθανασία. Αν τον πετύχω πουθενά…
  • 92 χρονών, ξύπνησε και σήμερα ευδιάθετος. Επειδή ξύπνησε.
  • – Φίλε, είδα ένα ακραίο όνειρο. Πέθανα, πήγα στην Κόλαση, συνάντησα το Διάβολο που μάλιστα σου έμοιαζε και.. – Άσε ξέρω. Και σε ρώτησε γιατί άργησες. Αλήθεια γιατί άργησες;
  • “Εμένα ρε απάτησες;”, ήταν η τελευταία κουβέντα που άκουσα. Ύστερα ξύπνησα στο νοσοκομείο. Η συρραφή όρχεων, μου είπαν, ήταν επιτυχής. Θα δείξει.

Νανοδιηγήματα Vol.2:

  • -Δεν μπορώ να αυτοκτονήσω. Όχι ακόμα. -Τι το θες το όπλο λοιπόν; -Θα σκοτώσω εσένα -Τι; -Χρειάζομαι τις τύψεις. Μετά θα μου είναι εύκολο. «Μπαμ»
  • 10 χρόνια στο καροτσάκι, είπε. Νιώθεις άσχημα, ρωτήθηκε. Αν δεν μου είχε συμβεί το ατύχημα δε θα είχα μάθει ποτέ να πετάω, είπε και πέταξε..
  • «Πουτάνα», κραύγασε ο πρώτος άνδρας, «γουρούνι» αντιμίλησε η πρώτη γυναίκα. Έπειτα κυλίστηκαν στα χόρτα του Παραδείσου.
  • «Κάντο σου λέω», του είπε και εκείνος της ρούφηξε το μάτι. Τότε μόνο κατάλαβε πόσο διαφορετικά βλέπει τον κόσμο. Εκείνη έμεινε με ένα μάτι, αλλά δεν ξαναμάλωσαν ποτέ
  • “Αυτό που με χαλάει πιο πολύ είναι η σούβλα. Γύρω γύρω όλη την ώρα μου ‘ρχεται μια αναγούλα, να σου γυρίζουν τ’άντερα”, σκέφτηκε και πρόσθεσε στη γλώσσα του: “Μπεεε..”
  • – Λένε ότι τις πολύ όμορφες γυναίκες είτε τις φοβούνται και δεν τις πλησιάζουν, είτε δεν ξέρουν πώς να τις φερθούν όταν τις πλησιάσουν. Να κάτσω ή να τους επιβεβαιώσουμε; – Ορίστε; – Λένε ότι.. – Περίμενε. Κάτσε πρώτα.

Νανοδιηγήματα Vol.3:

– Σταμάτα, μη με χτυπάς άλλο, θα τα πω όλα. – Ένα μόνο θέλω να μάθω. – Ό,τι κι αν είναι θα στο μαρτυρήσω. – Πόσο ακόμα αντέχεις τον πόνο..

———-

Ο Θεός αρνήθηκε τον εαυτό του, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά αλλά σύντομα τον έπιασαν τα διαόλιά του. Άρχισε να προσεύχεται να ξαναβρεί τον εαυτό του.

———-

-Σταμάτα σου λέω, σταμάτα. Είσαι με τα καλά σου; -Εντάξει. -Μα τι κάνεις; -Δε μου είπες να σταματήσω; -Να σταματήσεις να σταματάς εννοούσα…

———-

– Καθώς μιλούσ..
-Ναι
– ..και προσπαθούσα να εξηγή..
-Τι;
-..πόσο λάθ..
-Πόσο;
-είναι να με διακόπτουν όταν κρατώ μαχαίρι.
-Τι κάνεις;
-Σε δια – κόπτω.

———-

Βγήκε από το σκάφος, χόρεψε συρτάκι, έσκουξε υπέρ της ελληνικότητας του σύμπαντος. Οι Αρειανοί την πέρασαν για Ελληνίδα και δεν έδωσαν σημασία.

———-

Νανοδιηγήματα Vol.4:

“Μαζί σου και στον Παράδεισο”, είπε ο διαβολάκος στη διαβολίνα του. Ανέβασαν τη θερμοκρασία του ήλιου να δροσιστούν και ξάπλωσαν να κουραστούν..

—————-

«Πάντα να γατέεις ήντα λες, μήδε λέξη να μη περσεύγει στα χείλη σου», είπε και ξεψύχησε στην αγκαλιά του γιου του. Εκείνος, δε ξαναμίλησε ποτέ.

—————-

Μόλις έλαβε το βραβείο, ένα μπρούτζινο αγαλματάκι, εξαφανίστηκε. Το πλήθος σάστισε. Μέρες μετά προσπαθούσε να επικοινωνήσει με την καθαρίστρια που βρισκόταν στο σπίτι. Ήταν ανώφελο. Δεν τον είχε συνηθίσει ούτε τόσο ακίνητο, ούτε τόσο μπρούτζινο. Ούτε όταν του καθάριζε τη μύτη δεν κατάλαβε ό,τι γίνεσαι αυτό που επιθυμείς πιο πολύ. 

—————-

-Όλο τα βραβεία έχεις στο μυαλό σου. Παράτα με. 
-Όλο τα βραβεία έχω στο μυαλό μου, έχεις δίκιο. 
-Το παραδέχεσαι λοιπόν. 
-Ε, αφού είμαι εδώ, μαζί σου, να σου μιλώ… Θες κι άλλη επιβεβαίωση;

—————-

Δεν μπορούσε να περπατήσει, ένα καρότσι τον έσερνε όλη μέρα. Κοιτούσε τους βαδίζοντες και χαμογελούσε. Εκείνοι δεν ήταν χαρούμενοι που μπορούσαν να ανοίξουν το παράθυρο..

—————-

Εκείνη ήταν 45 κιλά. Αυτός 112. Τον σήκωσε ψηλά και τον πέταξε 10 μέτρα μακριά. Δεν ήταν σούπερ-ηρωίδα. Μάνα ήταν που απείλησαν το γιο της.

—————-

Ο πρωθυπουργός παραδομένος, το υπουργικό συμβούλιο υπό περιορισμό. Όλη η πλατεία μια αγκαλιά.
Έργο τέχνης μουσείου σε 400 χρόνια από τώρα.

—————-

Έτος 2200: Πατέρας στο γιο: ”Αν αγόρι μου οι πρόγονοί μας πριν 188 χρόνια δεν ψήφιζαν συνειδητά σε εκείνες τις εκλογές, ακόμα κατοχή θα είχαμε”.

————–

Νανοδιηγήματα Vol.5:

-Μα τι έπαθε;
-Στεναχωριέται που τελικά θα καταστραφεί ο κόσμος το ‘12.
-Πώς;
-Όλα τα κινητά είναι προγραμματισμένα να ανατιναχθούν στις…

@!ΜΠΑΜ!@ 

—————-

Κάθε μέρα, 2 ώρες πριν δύσει, τρόχιζε τα δεσμά που τον έδεναν με τη σκιά του. Δέκα χρόνια μετά, πίστεψε τα κατάφερε. Το ρολόι έδειχνε 12 το μεσημέρι και ο ήλιος ήταν στο υψηλότερο σημείο του.

—————-

Αναρχικός δάσκαλος: Πόσο καιρό έχεις να γράψεις ΝανοΔιήγημα;

Ο άνθρωπος στο ΝηΣί: Εσύ πόσο καιρό έχεις να ρίξεις μολότοφ;
Αναρχικός δάσκαλος: Από πάντα.
Ο άνθρωπος στο ΝηΣί: Και τι κάνεις;
Αναρχικός δάσκαλος: Ρίχνω λέξεις. Κάνουν μεγαλύτερο κρότο και είναι πιο εύφλεκτες. Άκου!!!
Ο άνθρωπος στο ΝηΣί: Κουφό!

—————-

-Γιατί το έκανες αυτό;
-Πώς κάνεις έτσι μωρέ;

-Όχι και πώς κάνω. 
-Σταμάτα, υπερβολικέ.
-Υπερβολικός εγώ; Τσ,τσ,τσ, μα και συ, να με πυροβολήσεις στην καρδιά..;

—————-

Νανοδιηγήματα Vol.6:

Όταν ξύπνησε, είχε μια θολή αίσθηση υπερδύναμης. Άνοιξε το ψυγείο, κοίταξε την πηγή του πάχους του και είπε όχι. Αργότερα τον βρήκαν κρεμασμένο. Η αίσθηση υπερδύναμης είχε επιβεβαιωθεί.

—————-

Εκείνη πάντα του έδινε δίκιο. Αλλά και πάντα έφευγε από κοντά του. Τότε αποφάσισε να κάνει σχέση με το δίκιο του. Πέρασαν υπέροχα μαζί. Δικαίως. Μέχρι που και το δίκιο του τον εγκατέλειψε. Τότε αυτοκτόνησε. Αδίκως.

—————-

Έβαλε το κλειδί στην πόρτα, άνοιξε, μπήκε μέσα χωρίς να το βγάλει από την κλειδαριά, έκλεισε. Όταν πήγε να ανοίξει και πάλι, ήταν κλειδωμένη. Χαμογέλασε. Ήταν και επίσημα ο γρηγορότερος άνθρωπος του κόσμου.

—————-

-Από τι πέθανα;

-Από μένα.

-Και τι έκανα για να αξίζω την Κόλαση;

-Σ’ αγαπώ.

Πολύ γρήγορα θα μάθαινε ότι συνομιλούσε με τον ίδιο το διάβολο.

—————-

Νανοδιηγήματα Vol.7:

Πριν φωτιστεί ο ουρανός απ’ την πρώτη ανατολή δυο μάγοι ανακάτευαν συναισθήματα του κόσμου που θα έρθει. Μα πάντα τους έλειπε κάτι. Ξαφνικά ο ήλιος ξεμύτισε. Για πρώτη φορά ένιωσαν να εκπλήσσονται. Το μίγμα ονομάστηκε μαγεία.

—————-

“Δε θα σε μάθω ποτέ, όχι γιατί κρύβεσαι, μα γιατί κάθε στιγμή έχεις κάτι καινούριο να μου δώσεις”, της είπε και έφυγε. Για πάντα. Ήταν λίγος.

—————-

-Τι πουλάς;

– Ωραίο χιούμορ.

– Κι εγώ το αγοράζω γελώντας. Εσύ τι πουλάς;

– Καλή παρέα.

– Κι εγώ την αγοράζω περνώντας καλά.

– Τέτοιες αγοραπωλησίες να κάνουμε πάντα, είπαν και έδωσαν τα χέρια.

—————-

“Έχω  χιλιάδες λόγους να σε χωρίσω. Δε θυμάμαι όμως κανέναν. Γιατί είναι χιλιάδες”, του είπε και κυλίστηκαν στο κρεβάτι του “για πάντα”.

—————-

tumblr_m65uieUoP61r4hp3vo1_500

Νικόλας Σμυρνάκης | “Μαμά Σερβία”

tumblr_m65uieUoP61r4hp3vo1_500
ταξιδιωτικό διήγημα δημοσιευμένο στοprotagon.gr, 2012

Ο άνθρωπος στο ΝηΣί σκέφτεται:

Αν είναι να επιστρέψουμε από κάπου, ας είναι από παντού.

Αύγουστος 2008, μέσα στο τρένο, δυο ώρες πριν το Βελιγράδι, συζητούσα με τον Ντάρκο απολαμβάνοντας την άνεση της πρώτης θέσης, με την οποία το εισιτήριό μου δεν ήθελε να έχει καμία σχέση.

Ο ελεγκτής με απομάκρυνε ευγενικά και με έστειλε σε άλλο βαγόνι. Καλό ήταν όσο κράτησε αλλά ευτυχώς που τέλειωσε, αλλιώς μπορεί να βρισκόμουν στο Σαράγιεβο χωρίς να το καταλάβω. Ο Ντάρκο, εντάξει τύπος, καλοκάγαθος πρώην μπασκεμπολίστας με κάλτσα ντιαντόρα σχεδόν μέχρι το γόνατο – συνήθεια εποχής «we are the champions» – να συνοδεύεται από κλειστή παντόφλα. Κοιτώ έξω. Εκτάσεις από καλαμπόκια, καστανιές, καρυδιές, πεύκα, κάθε λογής βλάστηση ανακατεμένη με τα σπαρμένα εδώ και κει κεραμιδόσπιτα, όλα να ακολουθούν με ανάποδη φορά την πορεία μου.

Η ώρα φαίνεται έκανε παρέα στις εικόνες έξω από το παράθυρο και πέρασε γρήγορα. Έφτασα στο Βελιγράδι. Πήγα στο χόστελ και μετά από ένα ανακουφιστικό μπάνιο με ξυστρί σαν αυτό που φανταζόταν ο Καββαδίας ότι καθαρίζει από τη μοράβια, πήρα τον πλακόστρωτο Calle Knez Mihajlova. Παντού καταστήματα, καφέ και πλανόδιοι πωλητές τοπικών εδεσμάτων.

Έφτασα στο πάρκο στην κορυφή του βουνού και μετά από δίωρη περιήγηση στην «υψηλή θέα», στα κάστρα και τους κήπους του έκατσα σε ένα παγκάκι και παρατηρούσα: Όλα εδώ μοιάζουν να υπακούουν σε γαλήνιες νότες χαλαρωτικής μουσικής για εγκύους. Οι ομιλίες των Σέρβων είναι χαμηλόφωνες και τα βήματά τους ανάλαφρα.Οι άντρες τρυφεροί, δεν ανταποκρίνονται παθητικά κι ανόρεκτα στα χάδια των συντρόφων τους αλλά τα επιζητούν διαρκώς και οι γυναίκες, ψηλές και εμφανίσιμες, σε ακινησία μοιάζουν σύγχρονα αγάλματα μιας ανθρώπινης πόλης μουσείο. Ή ενός ανθρώπινου μουσείου που μοιάζει πόλη. Ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων.

Πήρα ανάποδα την Mihajlova και βγήκα στην Skadarska με τα παραδοσιακά εστιατόρια στο στυλ των δικών μας ταβερνείων της Πλάκας. Έκατσα σε ένα από αυτά, όχι της Πλάκας, της Skadarska, ούτε της πλάκας, καλό φαινόταν. Τα δόντια κάπως ενοχλήθηκαν από το μάιλντ ψήσιμο αυτού που έμοιαζε με κρέας, αλλά επενέβη ο λαιμός και λύθηκε το πρόβλημα. Το kajmak, κάτι ανάμεσα σε βούτυρο και κρέμα τυριού, ήταν από τις πιο ενδιαφέρουσες γεύσεις που δοκίμασα.

Οι μουσικάντηδες που με πλησίασαν, ειδικοί στις νότες αλλά και στην αποκωδικοποίηση των προσώπων των ταξιδιωτών και την κατάταξή τους σε φυλές, έριξαν μια πολύ πετυχημένη κυρά Γιώργαινα, ο Γιώργης της πού πάει. Πετυχημένη γιατί τους έδωσα τιπ.

Την επόμενη μέρα πήρα το πλοίο για το νησί Ada. Μόλις έφτασα, νοίκιασα ποδήλατο και άρχισα την περιήγηση. Πράσινο παντού. Μια τεράστια έκταση, δυο παραλίες από βότσαλα στις όχθες της λίμνης και ενδιάμεσα μονοπάτια για πεζούς, ποδηλάτες, πατινέρ. Η τέλεια απόδραση λίγα χιλιόμετρα από τον πολιτισμό. Και ο πολιτισμός της πόλης από την άλλη, τέλεια απόδραση από την πολλή πρασινάδα. Εδώ ο χρόνος κινείται σε ευθεία γραμμή με ομαλά επιβραδυνόμενη κίνηση.

Άφησα το ποδήλατο και ατένιζα τη θέα προσπαθώντας να μετρήσω τον αριθμό των χρωμάτων στην παλέτα του νησιού. Είχα φτάσει στον αριθμό 86 – όλοι συνδυασμοί του πρασίνου – ή πιο απλά είχα βαρεθεί, όταν με πλησίασε μια ηλικιωμένη Σέρβα με ασπρόμαυρα μαλλιά και ροδαλό φόρεμα. Κάτι ψέλλιζε, μα δεν καταλάβαινα τίποτα. Επαναλάμβανε πολλές φορές τη λέξη σάντολετ ή κάτι παρόμοιο. Της χαμογελούσα αμήχανα. Πίσω μου ένας περαστικός νεαρός με πλησίασε επιφυλακτικά και μου εξήγησε: «Θέλει να σε κεράσει παγωτό γιατί της θυμίζεις το γιο μιας φίλης της».

Το ίδιο βράδυ δοκίμασα σπιτικό kajmak στο σπίτι της κυρίας Μπογιάννα. Στο τραπέζι ήταν και η φίλη της που μου έδειξε φωτογραφία του γιου της. Πράγματι του έμοιαζα. Δεν καταλάβαινα τίποτα από όσα μου λέγανε αλλά μπορούσα να μεταφράσω αυτολεξεί κάθε τους νεύμα. Γιατί συνοδευόταν από ένα καταδεχτικό χαμόγελο που επιτήδεια προσπαθούσε να καμουφλάρει την υποψία θλίψης που κρυβόταν στις άκρες των χειλιών τους.

Εμπειρίες – Πληροφορίες:

Σάβα: Η όχθη του ποταμού Σάβα είναι γεμάτη πλωτά εστιατόρια, καφέ και κλάμπ. Όλα μαζί αποτελούν ένα νεροχωριό μοναδικής αρχιτεκτονικής.

Zemun: Μικρά κουκλόσπιτα με μεγάλες τριγωνικές στέγες, πετρόστρωτα σοκάκια, ήσυχος προορισμός. Στην κορυφή του λόφου συνάντησα μια εκκλησία που φιλοξενούσε στο χώρο της ένα θεατράκι.

Kalemegdan: Οχυρό του παρελθόντος που προσφέρει θέα στο «μέλλον».

Νησί Ada: Αυτή δεν είναι απλά μία από τις μεγαλύτερες αστικές παραλίες της Ευρώπης, αποτελεί κι ένα υπέροχο πάρκο. Κι ένα υπέροχο κέντρο άθλησης, θαλάσσιων σπορ, σημείου συνάντησης, περιπάτου… Φτάνει γιατί θα πω και τίποτα που δεν είναι.

Zeleni: Το πιο κεντρικό μπαζάρ στην πόλη. Αγοράζεις τον εαυτό σου σε τιμή ευκαιρίας.

Skadarska: Ταβερνάκια λίγο τουριστικά για τα γούστα μου αν και έπεσα στην παγίδα να δοκιμάσω ένα από αυτά. Ντόπιοι και τουρίστες κάνουν αναγκαστική παρέα. Αρκετοί μουσικοί στο δρόμο δίνουν χρώμα στο χώρο. Ήχο δίνουν τα όργανά τους.

tumblr_m4skz4Qo1a1r4hp3vo1_250

Νικόλας Σμυρνάκης | “Λέξη κλειδί”

tumblr_m4skz4Qo1a1r4hp3vo1_250

διήγημα δημοσιευμένο στο περιοδικό Chimeres, 2012 www.chimeres.info

«Είναι τόσο ανόητος», είπε το κλειδί του αυτοκινήτου στο κλειδί της εξώπορτας. «Κάθε φορά που μας ψάχνει, νομίζει ότι δεν θυμάται πού μας έχει βάλει. Φαντάζεσαι να μάθαινε ότι ένα κλειδί της δικής μου μάρκας, παραμένει ακίνητο μόνο όταν βρίσκεται στο οπτικό πεδίο ενός ανθρώπου;».
Το κλειδί τεντώθηκε να αναδείξει την πολυτελή καταγωγή του, δηλαδή τα τρία κεφαλαία γράμματα στην πλαστική λαβή του. Το Β λόγω εκτοπίσματος δεν άφηνε πολύ χώρο στο Μ και στο W, αλλά το μήνυμά τους ήταν αρκετά ξεκάθαρο για ανθρώπους και κλειδιά.
Το κλειδί της εξώπορτας συμφώνησε σιωπηρά.
Το πιο μικρό κλειδάκι του μπρελόκ, μισοσκουριασμένο και ξεχασμένο ακόμα και από την πόρτα που ανοίγει, αν και κρατιόταν για αρκετή ώρα, λύγισε τελικά.
Κυριολεκτικά.
Να τι είπε:
«Να μιλάτε καλύτερα για το αφεντικό. Χωρίς αυτόν θα καταντούσατε άχρηστα αντικείμενα».
«Σαν εσένα;», του πρόφτασε κουνάμενο συνάμενο το κλειδί του αυτοκινήτου.
«Βρε άντε σπάσου», απάντησε το μικρό κλειδάκι.
«Σιγά μη στραβοανοίξεις μωρή σκουριάστρο», συνέχισε το πολυτελές κλειδί τις προσβολές.
«Ό,τι και να λες ηλίθιο, να ξέρεις ότι από το ίδιο μπρελόκ κρεμόμαστε όλοι. Τι νομίζεις δηλαδή, ότι εσύ είσαι λιγότερο αλυσοδεμένο από εμένα;».
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε μια ανθρώπινη φωνή από το μέσα δωμάτιο.
«Πού στο διάολο έβαλα πάλι τα κλειδιά μου;».

910013_magic-lamp-of-arabian-night-wallpapers-hd-of-aladdin-lamp_2560x1600_h

Νικόλας Σμυρνάκης | «Ένα τζίνιους τζίνι που φορούσε τζιν»

 

– Η δεύτερη Λεξήμα: ένα παιχνίδι λέξεων με σχήμα χωρίς σημεία στίξης – 

Η (6)ζωή μου

          μια σκάλα

                  που άλλοτε

                             την ανέβαινα

                                         κι άλλοτε

                                                 (3)την κατέβαινα καμιά φορά

                                                                                      κουτρουβαλώνας

                                                                       άλλοτε ασθμαίνοντας

                                                                Όταν παρουσιάστηκε

                                                         μπροστά μου

                                                  το τζίνι δυο

                                           πράγματα

                                   δ    ε    ν

                            περίμενα

             Πρώτον ότι αυτό που μου παρουσιάστηκε ήταν τζίνι και δεύτερον

                                    το τζίνι που μου παρουσιάστηκε (2)να

                                                     είναι πραγματικό 

                                                                τζίνι 

                                                                 Ότι

                                                                  λες 

                                                                  θα 

                                                                γίνεται 

                                                          πραγματικότητα 

               είπε              και               δεν               τον               πίστεψα             

μέχρι

    που τον

           είδα να

                      κατεβάζει το τζίνι τζιν του

                                                           και πετώντας να

                                                              με κυνηγά με 

                                                            το κωλαρίκο του 

                                                                       έξω 

                                                               αφοδεύοντας 

                                                                                                          ταυτόχρονα

                                                                                                εναέρια 

                                                                                 και ασύστολα

                                                                                 επειδή εντελώς χαριτωμένα

                                                                                 τον παρότρυνα  να  το κάνει 

                                                                                μην  περιμένοντας  ότι θα το 

                                                                                πάρει   στα  σοβαρά  δηλαδή 

                                                                                ένα απλό δε μας  χέζεις   του 

                                                                                είπα  πού   να  φανταστώ ότι 

                                                        ΕίναιΠραγματικόΤζίνι

Τελικά μια σκέψη μου

με έσωσε κι  απ τα  καλά

και τα κακά του συγκεκριμένα

η απλή σκέψη μακάρι να σωνόμουν      α Π  ό   δ    Α     ύ      Τ       Ο       ν

Τελικά όπως ήταν αναμενόμενο

                                      κατέληξα να

                                               φοβάμαι τις σκέψεις μου

                                                      γιατί 

                                   σκεφτόμουν

                                                        ότι

                                                                        φοβόμουν

                                                        Ειδικά 

                                                                     για

                                                                                ανθρώπους

                                        βρωμόλογους

                                                                          σαν 

εμένα (1)τι να (4)κάνω

είμαι άνθρωπος καθόλου του μέσου

και πολύ της α μεσότητας τέτοιες ευχές και

(5)τέτοια τζίνι μπορεί να αποδειχτούν πολύ επικίνδυνα 

Διάφοροι άνθρωποι με τους οποίους ήρθα σε αντιπαράθεση κατέληξαν να

συνουσιάζονται μπροστά μου οι όρχεις μου πρήστηκαν από τις πολλές

αναφορές και πολλές μαμάδες βρέθηκαν στο πεζοδρόμιο Κάποια

στιγμή κουράστηκα μα κυρίως βαρέθηκα σαν τον άλλο από 

την άλλη Λεξήμα την πρώτη ναι αυτήν τη Λεξήμα με

τον τόνο στο ήτα κι όχι ουδέτερο με τον

τόνο στο έψιλον ε τι έλεγα α ναι

κουράστηκα βαρέθηκα

κι έκανα τη μοιραία

σκέψη Αυτή η

πουτάνα

η μοιραία σκέψη ήταν αρκετή για να είναι η τελευταία μου εξού και μοιραία

Ευτυχώς είχα προλάβει νωρίτερα και είχα φανταστεί τη ζωή μετά θάνατον και

μπορώ τώρα να σας γράφω Κάτι είναι κι αυτό

Η τελευταία μου σκέψη μου ένα τσούρμο αριθμημένες λέξεις

————————————

Η λύση στη δεύτερη Λεξήμα (εδώ) 

460b74871fb9f7745aa93b12def1ac3c

Νικόλας Σμυρνάκης | Λεξήμα : Ο Σίβας δεν είναι δολοφόνος

– Η πρώτη Λεξήμα: ένα παιχνίδι λέξεων με σχήμα χωρίς σημεία στίξης –  

Ποτέ

δεν

πίστεψα

ότι

με

σκότωσε

ο

ΣίΒας

 

Καλό παιδί από την κούνια του ωραία κούνια στρογγυλή με προέκταση για να

χωρά το μωρό μετά τους έξι μήνες λίγο τρελός βέβαια από τους

τρελούς που δεν ξέρουν ότι είναι τρελοί κι αυτό

τους κάνει γνήσιους τρελούς

 

Όταν

με

πλησίασε

με

το

δεκάποντο

μαχαίρι

πίστεψΑ ότι θέλει να παίξουμε ζίου τσίου όταν με κάΡφωσε στο στήθος

θεώρησα ότι προσπαθεί να κάνει το παιχνίδι αληθοφανές όταν το

 πρώτο δοντάκι της μακριάς λάμας γαργάλισε την δεξιά

αορτή της καρδιάς μου ε τότε τον σταμάτησα

Δεν παίζεις δίκαια Σίβα Και την

προηγούμενη φορά

στα

 

δΕξιάμεκάρφωσες

Καινασουπωκάτι

 

βαριέμαι απεριόριστα αυτό το παιχνίδι του είπα κάνοντας

αυτό που ήξερα να κάνω καλύτερα από παιδί

 

ΤοΒαΡιΕσΤηΜέΝο

 

Δυο

μέρες

μετΆ

με

βρήκαν

νεκρό

Η

νεκροψία έδειξε δώδεκα

τρύπες στην καρδιά αλλά δεν με σκότωσε

αυτό Τους το φωνάζω μα δεν με ακούνε Οι νεκροί

φημίζονται για δύο πράγματα Ότι δεν ακούγονται και ότι μοιάζουν

όλοι καλοί και συνετοί Εντάξει τρία πράγματα Και ότι είναι ακίνητοι βέβαια κι ότι

βαριούνται θανάσιμα κι ότι παγώνουν εύκολα και πολλά άλλα

πράγματα που τελικά είναι περισσότερα από τρία Κι

αφού είναι περισσότερα από τρία δεν

μπορεί παρά να είναι

περισσότεΡα κι

από

2

Αυτό που με σκότωσε είναι ένα τσούρμο χρωματισμένα γράμματΑ

————————-

Αν δεν έχετε βρει τι σκότωσε τον πρωταγωνιστή χωρίς όνομα πατήστε (εδώ)

Δημοσιευμένο στο www.ideostato.gr

tumblr_m1lljskyaG1r4hp3vo1_r1_400

Νικόλας Σμυρνάκης | Οι θαλάσσιες τίγρεις επιτίθενται

tumblr_m1lljskyaG1r4hp3vo1_r1_400

διήγημα δημοσιευμένο στο περιοδικό ποίησης και άλλων αμαρτημάτων “Το Παράθυρο”, 2012

Ήμουν τυχερός, πολύ τυχερός. Προφανώς δεν με επέλεξαν γιατί θεώρησαν ότι είχα περισσότερες πιθανότητες να ξεφύγω. Είναι άδικο, αλλά πάντα την πληρώνουν οι πιο αδύναμοι.

Άδικο! Πόσο σχετικό είναι κι αυτό. Το άδικο για κάποιους αποτελεί το λόγο ύπαρξής μου σήμερα. Κι αυτό δεν μπορεί να είναι άδικο.

Γιορτινές μέρες, όλοι ντυμένοι στην πένα. Έπινα τον καφέ μου στο κέντρο της πόλης με καμπόσους από τους καλοντυμένους συμπολίτες μου. Κάτι τέτοιες ευκαιρίες περιμένουν και οι θαλάσσιες τίγρεις για να επιτεθούν. Άφθονη λεία, εύκολα θηράματα. Στα λεξικά φράσεών μας, δίπλα στη φράση «εύκολο θήραμα» θα έπρεπε να βάλουν τη φωτογραφία εκατό ανθρώπων καθισμένων σε μια καφετέρια να ρουφούν τον καφέ τους λαίμαργα και να κοιτούν ανήσυχα δεξιά κι αριστερά για πιθανό διώκτη.

Θυμάμαι ότι ίσα που ακούστηκαν κάτι φωνές από απόσταση να αχνοπρολογίζουν την επίθεση αλλά πού να προλάβουμε να αντιδράσουμε. Μουλωχτά ζώα. Κολυμπούν ως το λιμάνι, βγαίνουν γρήγορα στο μώλο και αναπτύσσουν τεράστιες ταχύτητες. Μέχρι να τις δουν οι πρώτοι άνθρωποι και να ειδοποιήσουν, έχουν ήδη φτάσει στον προορισμό τους. Ναι, πάντα ξέρουν που χτυπούν. Και πότε. Πέρυσι την ίδια εποχή είχαν φάει καμπόσους στο καφέ “Τουλούζ”.

Όσο γρήγορα τρέχουν, κολυμπούν. Διανύουν μεγάλες αποστάσεις υποβρυχίως οπότε είναι δύσκολο να τις εντοπίσει κανείς. Και κυνηγούν πάντα σε αγέλες. Έτσι προστατεύονται αλλά και περικυκλώνουν τα θύματά τους.

Όταν χίμηξαν στην καφετέρια, άλλοι άρχισαν να τρέχουν, άλλοι παρέμειναν στη θέση τους κοκαλωμένοι να τρέμουν σύγκορμοι κι άλλοι έπεσαν στα γόνατα και κάλυψαν τα κεφάλια τους. Ειδικά οι τελευταίοι, δεν ξέρω τι νόμιζαν ότι θα καταφέρουν. Πρέπει να είχαν δει κανένα ντοκιμαντέρ του στυλ «πώς να προστατευτείς όταν σου επιτεθούν σκυλάγριοι», και μπέρδεψαν τα ζώα. Το λέω γιατί οι θαλάσσιες τίγρεις καταπίνουν, σα σε σφηνάκι, χέρια, κεφάλι και τον μισό κορμό μαζί.

Όσοι τρέξαμε γλιτώσαμε κι αυτό γιατί πάντα αυτοί που μένουν είναι αρκετοί για να χορτάσουν την πείνα των μεγαλόζωων. Δεν κράτησε δέκα λεπτά η επίθεση και η βρώση των θυμάτων και οι θαλάσσιες τίγρεις εξαφανίστηκαν όπως είχαν εμφανιστεί. Εδώ θα ταίριαζε το «από το πουθενά» αλλά ό,τι ταιριάζει με κάτι άλλο, δε συμβαίνει αναγκαστικά. Αφού εμφανίστηκαν από κάπου και συγκεκριμένα από το λιμάνι, δεν μπορεί παρά από κει να εξαφανίστηκαν.

Οι περισσότεροι από εμάς επιστρέψαμε στις όποιες θέσεις είχαν μείνει όρθιες και συνεχίσαμε τα υπολείμματα καφέ ή παραγγείλαμε άλλους. Δεν υπάρχει πιο ασφαλές καταφύγιο από το σημείο στο οποίο έχουν μόλις επιτεθεί οι θαλάσσιες τίγρεις. Άλλα μεγαλόζωα δεν πρόκειται να έρθουν σύντομα γιατί έχουν προλάβει πριν φύγουν να σημαδέψουν κατουρώντας την περιοχή και εκείνες είναι αρκετά χορτασμένες ώστε να μείνουν σε απόσταση για μερικές ημέρες. Η μυρωδιά των κάτουρων και του ωμού κρέατος συνηθίζεται γρήγορα. Οι πρώτες δύο, τρεις επιθέσεις είναι δύσκολες.

Ναι, είναι αλήθεια πως τις έχουμε συνηθίσει αυτές τις επιθέσεις. Μια ζωή προσπαθούμε ξεφύγουμε από δαύτες και άλλες όμοιές τους. Μάχη μας την έμαθαν τη ζωή από όταν ήμασταν νιάνιαρα και κρυβόμασταν από τις σπουδαιο-ύαινες – εκείνη την εποχή ήταν ο πιο σημαντικός εχθρός μας – μάχη εξακολουθεί να είναι και τώρα, μόνο που έχει αλλάξει ο εχθρός.

Να πω την αλήθεια, άλλη ζωή δεν μπορώ να φανταστώ. Μια ζωή χωρίς κυνηγητό και αγώνα για να παραμείνω ζωντανός, μου φαίνεται σχεδόν παράλογη. Μάλλον, καλύτερα, μου φαίνεται αφύσικη.

Πώς θα ήταν διαμορφωμένη μια κοινωνία που δεν υπακούει τους νόμους της ζούγκλας; Πώς θα ζούσαμε αν ήμασταν λιγότερο ευάλωτοι, αν μόνο τρώγαμε τα υπόλοιπα ζώα και δεν μας έκαναν ό,τι κάνουμε και εμείς σε ουκ ολίγα από δαύτα;

Αν δεν προετοιμαζόμουν στη μισή ζωή μου για να ξεφύγω από τους διώκτες μου που θέλουν να με φάνε ζωντανό, ώστε την υπόλοιπη μισή ζωή μου να τρέχω να τους ξεφύγω, τότε… Αλήθεια, τι θα έκανα; Θα έπρεπε να βρω κάτι εξίσου δημιουργικό να κάνω και στα δύο μισά της ζωής μου. Άσε τώρα, δεν είμαστε για τέτοια.

 

Μάθετε περισσότερα για το IslandofMan Success Coaching

Εγγραφείτε στο newsletter για να λαμβάνετε
αποφθέγματα, συμβουλές, videos, ενημερώσεις

YouTube Subscribe εδώ

Χριστουγεννιάτικη προσφορά success coaching 

tumblr_m1cwpp8czh1r4hp3vo1_500

Νικόλας Σμυρνάκης | Η τόλμη του παρακάτω

tumblr_m1cwpp8czh1r4hp3vo1_500

διήγημα δημοσιευμένο στο λογοτεχνικό περιοδικόΒακχικόν, 2012

Βρίσκονται ακριβώς από κάτω μου. Τέσσερις ή πέντε κοπέλες. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά γιατί τους έχω γυρίσει πλάτη. Κάθομαι στο διαχωριστικό κάγκελο στην άκρη του υπερυψωμένου δρόμου, ακριβώς πάνω από το λιμάνι. Καμιά δεκαπενταριά μέτρα με χωρίζουν από την κεντρική αποβάθρα. Το ένα μου πόδι ακουμπά στο μεσαίο σίδερο του κάγκελου, το άλλο στο έδαφος. Ίσα που το φτάνω. Χρησιμοποιώ σαν αποκούμπι το γόνατό μου και γράφω σε πρόσωπο πρώτο, προς αναγνώστη άγνωστο. Να τι του γράφω:«Σου υπόσχομαι, αυτή την ιστορία δε θα τη διανθίσω. Θα καταγράψω ό,τι βλέπω. Μα για να καταγράψω ό,τι βλέπω πρέπει πρώτα να δω αυτά, που έπειτα θα καταγράψω. Γι’ αυτό, ας μην χρονοτριβώ άλλο».Λίγο πριν βάδιζα στον κεντρικό δρόμο που βγάζει στο λιμάνι και διασταυρώθηκαν τα βλέμματά μας. Μου χαμογέλασαν. Νομίζω όλες. Τις τρεις τις θυμάμαι σίγουρα. Δεν ανταπέδωσα το χαμόγελο. Η έκπληξή μου παρέλυσε τους μυς του προσώπου μου την πιο ακατάλληλη στιγμή. Μουρμούρισαν κάτι με απογοήτευση και μια δόση υπεροψίας.

Έχουν περάσει τρία λεπτά από την ώρα που ξεκίνησα να γράφω. Τις έχω πάντα πλάτη. Δεν ξέρω καν αν είναι ακόμα εκεί. Άλλαξα στάση, δήθεν να γράφω καλύτερα. Χειρότερα γράφω αλλά τώρα τις έχω ευθεία μπροστά. Μάλλον, δηλαδή. Θέλω να πω, δεν κοίταξα ακόμα αλλά νιώθω καθαρά τις παρουσίες τους. Α, μόλις τις άκουσα. Εγώ πάνω στο δρόμο, όπως πάντα, κι εκείνες από κάτω στο λιμάνι, μια ανάσα από το καράβι που προφανώς μιλά τη γλώσσα τους. Τα μεγάφωνα ηχούν κι ακούγεται μια ανακοίνωση στα εβραϊκά, στα αραβικά ή στα τούρκικα. Δεν ξεκαθαρίζω. Και να ξεκαθάριζα θα καταλάβαινα;
Τελικά ήταν τέσσερις. Γύρω στα 18. Σίγουρα πρώτη φορά μακριά απ’ το σπίτι τους. Στα πρόσωπά τους καθρεφτίζεται η ασίγαστη έκπληξη του πρωτοταξιδευτή. Φαίνονται τολμηρές. Αρκετά τολμηρές ώστε να κοιτούν κατάματα, να χαμογελούν στα υποψιασμένα αρσενικά και να απολαμβάνουν το θράσος τους χασκογελώντας.«Πολύ γενικόλογο αυτό το “κοιτούν κατάματα και χαμογελούν στα υποψιασμένα αρσενικά”, άγνωστε αναγνώστη. Δε φτάνει μόνο να καταγράφω πιστά ό,τι βλέπω αλλά κι ό,τι σκέφτομαι. Οι γενικότητες δε βοηθούν σε αυτό, είναι όμως ο καλύτερος τρόπος να περάσεις προσωπικά μηνύματα, χωρίς να φανεί ότι η πρόθεσή σου είναι να περάσεις προσωπικά μηνύματα. Θα μου πεις, πάλι αυτό έκανα. Θα σου πω, πόσο δίκιο έχεις. Και έπειτα θα σου πω και κάτι άλλο. Θα προσπαθήσω από δω και πέρα να αποδίδω πιστότερα αυτά που σκέφτομαι. Τέρμα οι γενικότητες. Αλλά ας μην χρονοτριβώ άλλο».Επιβεβαιώνω γι’ άλλη μια φορά ότι αυτές οι ηλικίες δεν υπακούουν στους νόμους των ανθρώπινων σχέσεων. Τολμούν να δείξουν ανεπιτήδευτα όσα αργότερα θα παλεύουν να αποκρύψουν. Μου δίνουν, παρόλα αυτά, την αίσθηση ότι τους λείπει το «θάρρος του παρακάτω». Τα ασφαλή κακαρίσματά τους δεν είναι παρά αέρινες υποσχέσεις για επισφαλείς πραγματοποιήσεις.
Μόλις με χαιρέτησαν.
–    Πού πάτε; τους έγνεψα.
–    Go go, πήρα την απάντησή μου. Με αποστόμωσαν και έκαναν να φύγουν.
Η πιο ψηλή ξαναγύρισε. Την ακολούθησαν δειλά κι ανόρεχτα οι άλλες. Τώρα με κοιτούσαν διερευνητικά κι οι τέσσερις.
–    What you print; πήρε πρώτη το λόγο η ψηλή με τα κατάσπαστα αγγλικά.
–    What; τη ρώτησα.
Πλησίασαν κι άλλο. Κοιτούσαν ψηλά με το χέρι αντήλιο στοχεύοντας τις προθέσεις μου.
–    What you print; το λόγο είχε πάντα η ψηλή.
–    I write. I don’ t paint, απάντησα ελπίζοντας να είχα καταλάβει τι εννοούσε.
–    Aaaa, χορωδία κουαρτέτο κι απομακρύνθηκαν λες και είχαν επιτελέσει το χρέος που όφειλαν στη διερευνητική τους φύση.
Η ψηλή πρώτη. Οι άλλες από πίσω της. Έτσι, χωρίς προειδοποίηση. Κατευθύνονταν προς το κέντρο της πόλης. Τις ακολούθησα δειλά κι από απόσταση από τον κατηφορικό δρόμο πάνω απ’ το λιμάνι. Λίγο πιο κάτω βρεθήκαμε στο ίδιο επίπεδο εδάφους. Το ανυπόμονο βλέμμα μου τις έκλεισε ξανά στο οπτικό του πεδίο. Με κατάλαβαν. Έριχναν κλεφτές ματιές πίσω τους. Σε μια στιγμή σταμάτησαν και κρεμάστηκαν από τα κάγκελα του μικρότερου λιμανιού με τα σκαφάκια και τις ψαρόβαρκες. Έδειχναν προς τη μεριά του πελάγους, στην κατεύθυνση ενός τίποτα χαμένου στα βάθη της θάλασσας. Έκαναν ότι το σχολίαζαν, μα ούτε το κοιτούσαν.
«Θα μου πεις, άγνωστε αναγνώστη, πώς να κοιτάξει κανείς ένα τίποτα; Επέτρεψέ μου να σου πω κάτι που ήδη έχεις καταλάβει. Το τίποτα δεν υπήρχε, ήταν μόνο μια αφορμή. Στην πραγματικότητα συζητούσαν για τον «τύπο» που τώρα τις είχε σχεδόν φτάσει. Κι ας συνέχιζαν να χειρονομούν με ενθουσιασμό προς την πλευρά του τίποτα. Και τώρα που το είπα, μη ρωτάς γιατί σου λέω κάτι που έχεις ήδη καταλάβει. Μάλλον ρώτα. Σε παρακαλώ να ρωτάς ελεύθερα ό,τι θέλεις. Αλλά ας μην χρονοτριβώ άλλο».Πλησίασα επιφυλακτικά. Μίλησα στις πλάτες τους. Στην αρχή, τίποτα. Σαν αυτό του πελάγους. Έπειτα γύρισαν. Οι τρεις από τις τέσσερις. Η ψηλή είχε χαθεί κάπου στη διαδρομή προς το τίποτα.
–    I write a book, βρήκα το θάρρος και ψέλλισα.
–    What;
–    A book.
–    What book;
–    A book about a trip.
–    What trip;
–    This trip.
Τους έδειξα το έδαφος από κάτω μου λες και αντιπροσώπευε όλο τον Άγιο Νικόλαο.
–    Agios Nikolaos is my first stop.
«And last» έκανα να τους πω, μια και δεν είχα σκοπό να γράψω κανένα βιβλίο. Τουλάχιστον όχι μέχρι τη στιγμή που τις είδα. Δεν μίλησα, όμως, γιατί δεν θα καταλάβαιναν.
–    Tell me your names. Where are you from; Τόνισα τις λέξεις μία μία, πολύ
προσεκτικά, μήπως κι αποφύγω δυο τρία «what tell;» και «what names;». Με χαμόγελα σβησμένα, μου συστήθηκαν.
–    Sarel, Mary, Josephine. From Israel.
Είχα δίκιο. Δεν είχαν το θάρρος του παρακάτω. Η ψηλή χαμένη κι οι άλλες τρεις ανήσυχες, μια και είχαν αρχίσει να συλλαμβάνουν την απουσία της.
«Εβραίες ε; Καλά σας κατάλαβα», σκέφτηκα. Βέβαια και Τουρκάλες να ήταν το ίδιο θα έλεγα.
–    Mine is Alex.
–    What;
Αυτή τη φορά δεν ήμουν το ίδιο προσεκτικός.
–    A-l-e-x.
«Αρκετά», σκέφτηκα. «Σήμερα δεν είναι η μέρα μου». Τις χαιρέτησα από απόσταση μια και η αρχική διαχυτικότητά τους είχε αντικατασταθεί πλήρως από την επιφυλακτικότητα του χειροπιαστού «και τώρα;».
Ένιωσα την ανάγκη να φύγω από το λιμάνι. Το υγρό στοιχείο μου θύμιζε ένα τίποτα χαμένο στα βάθη του πελάγους. Κίνησα ίσια πάνω, προς τον πεζόδρομο που ενώνει το λιμάνι με την κεντρική πλατεία της πόλης. Στο τέλος του πλακόστρωτου άκουσα τ’ όνομά μου. Δεν γύρισα μια και δεν πίστευα πως υπήρχε κανείς σε απόσταση εκατό χιλιομέτρων που να με αναζητούσε. Πόσο μάλλον σε ξένη γλώσσα. Πόσο μάλλον με κατάσπαστη αγγλική προφορά.
–    Alex, επέμεινε.
Γύρισα προς το μέρος της φωνής. Με περίμενε, μόνη, η τέταρτη και πιο ψηλή της παρέας. Η μέχρι πρότινος χαμένη. Είχε ένα χαμόγελο πιο μεγάλο απ’ την, κατά τ’ άλλα χαριτωμένη, εβραϊκή της μύτη.
Η πεποίθησή μου για την «τόλμη του παρακάτω» των τεσσάρων κοριτσιών είχε ανέλπιδα πληγεί. Κατά το ένα τέταρτό της. Εμένα πάντως μου ήταν αρκετό.
Το βιβλίο που δεν είχα ποτέ σκοπό να γράψω απέκτησε τίτλο: «Μα πώς ήξερες το όνομα μου;», μια ψηλή ηρωίδα ονόματι Ramonda και μια ανολοκλήρωτη ιστορία.
«Έχουν περάσει δυο χρόνια κι ακόμα τη ζω, άγνωστε αναγνώστη. Όπως ζω όλες μου τις ιστορίες. Μέσα από σένα… Σε ευχαριστώ που με άκουσες κι απόψε. Καληνύχτα».Ο Νικόλας Σμυρνάκης ζει στο Ηράκλειο της Κρήτης. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή Μουσικές Πατρίδες Παντού (Ιδ. έκδοση, 2009), το e-book Η καταγωγή του Τάνγκο (IslandOfMan, 2012) κι έχει συμμετάσχει στις συλλογές διηγημάτων (e-book) Δήγμα Γραφής (OpenBook.gr, 2011) και 12/12/12 – Οκτώ Ιστορίες για μια Πλατεία(OpenBook.gr, 2012).
tumblr_m1cu2y3hCu1r4hp3vo1_r1_500

Νικόλας Σμυρνάκης | Αγάπησα ένα μυρμήγκι

tumblr_m1cu2y3hCu1r4hp3vo1_r1_500

διήγημα δημοσιευμένο στο ηλεκτρονικό περιοδικό deity.gr , 2012

Γράφει ο Νικόλας Σμυρνάκης

Πρέπει να είμαι ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος πάνω στη Γη. Και δικαίως. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι πώς δεν είναι και όλοι οι άλλοι το ίδιο. Θα ήταν βέβαια μεγάλο μπέρδεμα να είμαστε όλοι οι άνθρωποι οι πιο δυστυχισμένοι άνθρωποι πάνω στη Γη, αλλά δε μας αξίζει τίποτα περισσότερο από αυτό.

Και πώς να μας αξίζει όταν και μόνο επειδή υπάρχουμε πεθαίνουν μυριάδες γύρω μας. Φοβάμαι να περπατήσω, να αναπνεύσω, να οδηγήσω γιατί κάθε φορά που περπατώ, που αναπνέω, που οδηγώ, γίνομαι δολοφόνος. Δεν αντέχω τις τύψεις και το μόνο πια που μου μένει είναι, μέσα στους μυριάδες που σκοτώνω, να τελειώσω άλλον έναν, μήπως και ησυχάσω μια και καλή.

 

Σκέφτομαι καιρό να αυτοκτονήσω, αλλά πριν από αυτό θα ήθελα ένας γίγαντας να με πατήσει, να μου συντρίψει τα κόκαλα αλλά να μη με σκοτώσει, να γκρεμίσει το σπίτι μου και να με αφήσει να βολοδέρνω στη παγωμένη φύση, να επιτεθεί στα παιδιά μου, έτσι από ανία, μια μέρα που δεν θα έχει πώς αλλιώς να σκοτώσει το χρόνο του.

Η αρρώστια μου – ίσως να το έχετε καταλάβει ως τώρα – είναι ότι θεωρώ ότι όλα τα ζώα και τα φυτά έχουν ακριβώς την ίδια αξία με εμένα. Σε κάθε έναν από τους μύριους θανάτους γύρω μου, θρηνώ, πονώ και δακρύζω όπως θα θρηνούσα, θα πονούσα και θα δάκρυζα για έναν δικό μου άνθρωπο. Είμαι επομένως καταδικασμένος να θρηνώ, να πονώ και να δακρύζω συνεχώς και όταν για μερικά λεπτά ξεχνιέμαι μέσα στο σπίτι, κλείνω τα μάτια και δε βλέπω μια μύγα σε έναν ιστό ή πεθαμένη στο πάτωμα από φυσικά αίτια, που δε σκέφτομαι πως ένας αθέατος στο μάτι μικροοργανισμός χάθηκε γιατί χθες η Κυρά Φρόσω, η σπιτονοικοκυρά μου, έβαλε ηλεκτρική σκούπα στο σπίτι της, αναπολώ και μετανιώνω για τις ζωές που πήρα πριν αρρωστήσω.

Μυρμήγκια που πάτησα γιατί κοιτούσα ευθεία μπροστά κι όχι κάτω, χορτάρια που ξεπάτωσα για να φυτέψω φυτά τις επιλογής μου, λουλούδια που απέκοψα από τον κορμό της μάνας τους γιατί ήθελα κάπου να τα δωρίσω, σαλιγκάρια που έσπασα γιατί δεν ξεκολλούσαν από τα κουτσούρια που μάζευα για να ζεσταθώ το χειμώνα, αρνάκια που έφαγα για να κορέσω την πείνα μου.

Δεν τρώω, αρνούμαι να ζεσταθώ, δεν πλένω τα ρούχα μου, δεν βγαίνω από το σπίτι, η κατάστασή μου τελευταία έχει επιδεινωθεί, η αρρώστια έχει προχωρήσει, την νιώθω στο κεφάλι σαν έναν υπερμεγέθη όγκο που κατατρώει τις σκέψεις μου. Είμαι ένας ζωντανός νεκρός που κάποτε άφηνε νεκρούς στο πέρασμά του για να παραμείνει ζωντανός και τώρα παρακαλεί να γίνει σύντομα ένας σκέτος νεκρός.

Καμιά φορά βυθίζομαι σε λήθαργους ύπνου που μοιάζουν με προσωρινούς θανάτους. Το μόνο που τους διαφοροποιεί από τον οριστικό θάνατο είναι τα όνειρα με τα οποία συνοδεύονται.

Ένα από αυτά, το πιο συχνό απ’ όλα, είναι το αγαπημένο μου:

Σέρνομαι με τις λιγοστές μου δυνάμεις προς την εξώπορτα, έτοιμος να βγω και πάλι στον έξω κόσμο. Με τύψεις, είναι η αλήθεια, αλλά η επιθυμία μου ξεπερνά για λίγο τις ενοχές για τις ζωές που θα χαθούν. Καταφέρνω και την ανοίγω με εξαιρετική δυσκολία. Ένας καινούριος κόσμος απλώνεται μπροστά μου.

Ανακτώ αμέσως τις δυνάμεις μου, παίρνω δέκα κιλά που με δείχνουν και πάλι υγιή, σηκώνομαι στα πόδια μου και περπατώ κατά μήκος τεράστιων γεφυρών που οδηγούν στον ουρανό. Δεν πατώ στο χώμα, πουθενά τσιμέντο, κανένα πλάσμα δεν πεθαίνει, δεν πονά εξαιτίας μου. Είμαι για πρώτη φορά χαρούμενος.

Λίγο πιο πέρα, πάντα πάνω στη γέφυρα, ανάμεσα σε δύο αστέρια της ημέρας, λίγο πριν τον ήλιο, στο σημείο που θα βγει το βράδυ η σελήνη – μη ρωτάτε που τα ξέρω όλα αυτά, οι αστρονομικές αυτές γνώσεις είναι μέρος του ονείρου – εξελίσσεται μια κηδεία. Όσο πλησιάζω ο θρήνος γίνεται σπαραγμός και ο αλαλαγμός οδυρμός. Πλήθος ανθρώπων συνοδεύουν στην τελευταία του κατοικία τον νεκρό. Το ανοιχτό φέρετρο είναι κοντά δύο μέτρα σε μήκος, ο άνθρωπος που φιλοξενεί σίγουρα θα είναι ευμεγέθης.

Πλησιάζω με σκοπό να κοιτάξω μέσα. Περνώ μέσα από σπρωξίματα, δάκρυα, μαλλιοτραβήγματα και φτάνω στο νεκρό. Αλλά πουθενά νεκρός. Κοιτώ πιο προσεχτικά και στο βάθος του φέρετρου τελικά κάτι ξεδιαλύνω. Ένα μυρμήγκι. Η κοινωνία αυτή θρηνεί για ένα τόσο δα μυρμήγκι.

Ξαφνικά νιώθω πως πρέπει να είμαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος πάνω στη Γη. Βλέπω τους γύρω μου να κλαίνε και δεν καταλαβαίνω πώς δεν είναι και εκείνοι το ίδιο. Θα ήταν βέβαια μεγάλο μπέρδεμα να είμαστε όλοι οι άνθρωποι, οι πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι πάνω στη Γη, αλλά δε θα μας άξιζε τίποτα λιγότερο από αυτό.

Για πρώτη φορά δεν είμαι μόνος, για πρώτη φορά κι άλλοι άνθρωποι μοιράζονται την αρρώστια μου. Μόνο που σε αυτόν τον κόσμο, το να είσαι υγιής σημαίνει να έχεις την αρρώστια μου. Μόλις περνάει η επίδραση της πρώτης χαράς μου, συνειδητοποιώ ότι είμαι ένας χαρούμενος ανάμεσα σε ένα πλήθος δυστυχισμένων. «Και πάλι μόνος είμαι», σκέφτομαι και ύστερα συνέρχομαι από τον λήθαργο ύπνου που μοιάζει τόσο με προσωρινό θάνατο.

Συνέρχομαι, όπως συνήλθα μόλις. Συνήλθα από το όραμα αλλά σαν να μην ξύπνησα. Δε βλέπω τα καχεκτικά χέρια μου, το μαύρο από την απλυσιά στρώμα μου. Για πρώτη φορά όλα γύρω μου, μα πρωτίστως μέσα μου είναι κενά, σαν έναν θάνατο δίχως όνειρα, σαν έναν θάνατο οριστικό.

tumblr_lujxt4Vy6M1r4hp3vo1_500

Νικόλας Σμυρνάκης | Άσε κάτω τα Σι Ντι ρε! (διήγημα)

tumblr_lujxt4Vy6M1r4hp3vo1_500

δημοσιευμένο στο www.peopleandideas.gr, 2011

Μαλλί χτενισμένο από τον άνεμο, μελαχρινός αλλά όχι μαύρος, μπλάβα χείλη μισάνοιχτα. Γύρω στα τριάντα, Πακιστανός, φορά μαύρο σακάκι με σηκωμένους γιακάδες και ασορτί παντελόνι. Ο γιακάς του πουκαμίσου ίσα που διαγράφεται κάτω απ’ το λαιμό. Πριν δέκα, δεκαπέντε χρόνια ίσως και να θεωρείτο καλοντυμένος.

Πώς να τον λένε; Χαγκί, Ρανά, Σαλέμ, Ραφίκ; Τι σημασία έχει; Έχει, πώς δεν έχει; Το όνομα σμιλεύει την ιδιοσυγκρασία του ανθρώπου. Να τον ρωτήσω; Θα τον ρωτήσω, γιατί όχι; Όταν θα έρθει από εδώ.

Πουλάει CD. Πόσες ώρες να είναι στο δρόμο; Να δεις που αυτός ο άνθρωπος κάνει άνετα είκοσι χιλιόμετρα την ημέρα. Να μη ξεχάσω να τον ρωτήσω και γι’ αυτό όταν θα πλησιάσει.

Σίγουρα θα μένει με άλλους οχτώ συμπατριώτες του στην ίδια γκαρσονιέρα. Πώς να βρέθηκε στην Ευρώπη, στην Ελλάδα, στην Κρήτη, στο Ηράκλειο, στα Λιοντάρια, στην απέναντι καφετέρια; Θα ήταν εντελώς παράλογο να σκεφτώ ότι έψαχνε να με βρει για να μου γεννήσει όλα αυτά τα ερωτήματα. Είναι, αλλά τώρα είναι αργά. Οι σκέψεις, ακόμα και οι πιο ελαττωματικές από αυτές, δεν επιστρέφονται.

Ήθελε να βρει δουλειά. Δουλειά ή δουλεία. Πολλές φορές το ίδιο κάνει. Στον τόνο θα τα χαλάσουμε τώρα; Κατέληξε να πουλάει CD. Πέντε ευρώ το ένα. Αυτός θα κρατάει ψίχουλα και τα χοντρά πάνε σε εκείνους που τον πέρασαν από τα σύνορα. Χίλια ευρώ το κομμάτι επί… Πόσους να πέρασαν εκείνη τη νύχτα; Οχτώ. Ναι. Εκείνον και τους υπόλοιπους εφτά συγκατοίκους του. Οχτώ επί χίλια. Να πόσο τιμάται η ελευθερία για τους δουλεμπόρους. Για τον Ραφίκ – έτσι θα τον ονομάσω για την ώρα, μην ξεχάσω όμως να τον ρωτήσω το πραγματικό του όνομα – αυτοί οι δουλέμποροι είναι γνήσιοι απελευθερωτές. Κι ας τον θεωρούν ένα κομμάτι κρέας. Η ελευθερία για τον Ραφίκ δεν έχει τιμή. Δεν έχει τιμή, αλλά από υπερηφάνεια, άλλο τίποτα.

Λες να κρατάνε τα χαρτιά του και να τον απειλούν ότι θα τον στείλουν πίσω; Σίγουρα πράγματα. Όταν έρθει θα προσπαθήσω να φέρω τη συζήτηση προς τα εκεί. Να δεις που ούτε το κρύο, ούτε η ορθοστασία, ούτε o συνωστισμός στη γκαρσονιέρα, ούτε τα πενιχρά έσοδα, ούτε η εκμετάλλευση τον ενοχλούν. Αυτά τα «όχι», όμως… Ναι, αυτά θα τον τρελαίνουν. Θα κοιμάται και θα ονειρεύεται υπερμεγέθη τέρατα που ξερνάνε φλογερά «όχι». Από την ώρα που τον είδα πρέπει να έχει επισκεφτεί εικοσιπέντε τραπέζια. «Όχι», «πήραμε», «δε θέλω», «άσε μας», «φύγε». Οι πιο ευγενικοί «ευχαριστώ». Σε ποτίζει αυτό το «όχι». Γι’ αυτό μου φαίνεται βρεγμένος από την κορυφή ως τα νύχια. Δεν είναι απ’ τη βροχή, απ’ τα «όχι» είναι. Στάζει όμικρον, χι και ιώτα.

Και λοιπόν; Εκεί που ζούσε δεν μπορούσε να ονειρεύεται ότι θα αποκτήσει ποτέ τίποτα. Με ένα όπλο πάνω από το κεφάλι να απειλεί τη ζωή του, τι να ονειρευτεί; Ήρθε εδώ και πάλι τίποτα δεν έχει. Κι αυτό, όμως, κάτι είναι. Είναι σε θέση να έχει, έστω και το «τίποτα».

Καλώς τον. Έρχεται προς τα εδώ. Πλησιάζει. Χαμογελάει. Μα πάει καλά; Πώς μπορεί να χαμογελάει με τόσα «όχι» σφηνωμένα μέσα του. Δεν τον πληγώνουν; Θα είναι υπεράνθρωπος, δηλαδή αυτάρκης. Δεν του λείπει τίποτα γιατί ορίζει, κυβερνά το «τίποτα». Τι μπορώ να του προσφέρω εγώ; Όπως πάνε τα πράγματα, σε λίγο ίσως να βρεθώ στη θέση του. Γίνονται και τόσες ληστείες καθημερινά, όλοι είναι εξοργισμένοι, λες και μόνο οι μετανάστες κλέβουν. Ε, λοιπόν, θα το κάνω, κι ας με περάσουν για τρελό.

Σι, Ντι, Σι Ντι…

Άσε κάτω τα Σι Ντι ρε και κάτσε να πιούμε έναν καφέ.

anagnwstes---gelio-arxonta-twin-towers280_436781a-thumb-large

Νικόλας Σμυρνάκης | Θα σου κοπεί το γέλιο, άρχοντα…

anagnwstes---gelio-arxonta-twin-towers280_436781a-thumb-large

δημοσιευμένο στη στήλη αναγνωστών: www.protagon.gr, 2011

Αφιερωμένο στους απανταχού άρχοντες που κρέμονται πάνω απ’ τα κεφάλια μας και γελάνε

Πρόσταξε τον καλύτερο τεχνίτη σου, να φτιάξει το πιο αχρείαστο προϊόν (για να φτιάχνεται εύκολα και φθηνά). Είναι εύκολο, το ξέρω, σαν φλύαρη οδηγία, μα για μετά σου ‘χω κάτι πιο γνωστικό.

Πείσε τους όλους να το αγαπάν, κι αν τους το αρνηθούν ποτέ, να κλαίν’, γιατί χωρίς αυτό όπως πριν, δε θα μπορέσουνε να ζήσουνε ξανά. Αρκεί να νοικιάσεις τα πρώτα χίλια κλάματα, και δάκρυα θα βρεθούν, όσα μάτια μείναν να βουρκώσουν. Υγρή επένδυση με ρίσκο μα, πώς αλλιώς θα στάξεις την πρώτη γαλάζια απόχρωση, στων φτωχικών πληγών σου το καταπιεσμένο αίμα;

Τώρα είσαι έτοιμος να χτίσεις, γιατί μοιάζεις πιο μπλε και καλοζωισμένος. «Πρώτα, ρίχνεις τα θεμέλια. Σιγουρεύεσαι ότι τα έθαψες ανάβαθα, για να σκαλίζεις πιο εύκολα το χώμα από πάνω τους, μα κυρίως αυτό ανάμεσά τους. Μετά κατασκευάζεις ορόφους. Κάθε όροφος και μια ιδέα, του πώς μπορεί να είναι ένας κατασκευασμένος κόσμος. Στο μπαλκόνι του ρετιρέ εσύ, σκύβεις να δεις τι έχεις δημιουργήσει (Να το πρώτο λάθος). Κάτω κοιτάς, μόνος γελάς, και πουλάς, πουλάς, πουλάς». Για πόσο καιρό δεν ξέρω, μα μια μέρα, ο κόσμος από κάτω σου, δεν θ’ αντέξει το βάρος της ξεκαρδιστικής επίκυψής σου, και θ’ αρχίσει η πτώση.

Νόμιζες θα άλλαζες τους νόμους, στο διαρκές παιχνίδι της ανόδου. Μα μόνο ένα μικρό ξυλάκι (ευτυχώς όχι πάντα το εκατοστό πρώτο), χρειάζεται για να γκρεμιστεί, ο πύργος με τα εκατό ξυλάκια. Κι είναι αυτό που κάθεται πιο άγαρμπα, στη διαρκώς επιδεκτική κορυφή του πύργου, νομίζοντας πως είναι ξέχωρο, νομίζοντας πως είναι αρχοντικό. Θα πέφτεις άρχοντα, πάνω στα ερείπια που δημιούργησες, κι ούτε αυτά δεν θα’ ναι πια δικά σου. Πρόλαβες πριν πέσεις κι υπόγραψες, να πουληθούν σε άλλον. Δεν σκέφτηκες να κρατήσεις, ούτε μια πέτρα καρτ-ποστάλ.

Και τότε, θα σου κοπεί το γέλιο άρχοντα. Όχι το δικό σου γέλιο. Κάθε πτώση συμπονώ. Για κείνον που τώρα αρχίζει, αρχοντικά να ονειρεύεται μιλώ, νομίζοντας πως όλος ο κόσμος, θα πιαστεί στις μπλε κολλητικές εκκρίσεις, των ονειρώξεών του. Ναι, για σένα μιλώ, που αγόρασες τα ερείπια, και θες να μας πουλήσεις νέους κόσμους Θα σου χαλάσουμε την καινούρια επένδυση άρχοντα,

Μα πριν απ’ αυτό θα σβήσουμε το γέλιο σου απ’ τα χείλη

tumblr_ltmhx0PVS41r4hp3vo1_400

Νικόλας Σμυρνάκης | Restart

tumblr_ltmhx0PVS41r4hp3vo1_400

δημοσιευμένο στη στήλη αναγνωστών: www.protagon.gr, 2011

Άκου “τι θα άλλαζα από αυτά που συμβαίνουν γύρω μας”; Σάμπως εγώ τα δημιούργησα; Δεν είναι δουλειά μου να ορίζω τη μοίρα. Τέτοιες πολυτέλειες ανήκουν σε Θεούς και δαίμονες. Η δικιά μου μοίρα είναι να επιβεβαιώνω τη μοίρα μου, όχι να την αλλάζω. Πόσο μάλλον αυτή των άλλων.

Όσο όμως και να το καθυστερείς το αναπόφευκτο, αν σε βάλει στο μάτι…. Αυτή είναι η δουλειά του. Να σε βάζει στο μάτι. Γι’ αυτό το ‘παν αναπόφευκτο. «Είναι χρέος σου να κάνεις το χρέος σου». Έτσι γράφει η οθόνη μπροστά μου. Η κεντρική μονάδα καταλαμβάνει ένα τετραώροφο κτίριο. «Συνδέεται με κάθε ζώντα οργανισμό πάνω στη Γη». Έτσι μου είπαν. Τι ευθύνη όμως! Ούτε να το σκεφτώ δεν μπορώ. Ψέματα, μπορώ. Μόλις το σκέφτηκα.

Ας δοκιμάσω. Χάνω τίποτα; Το ποντίκι και το πληκτρολόγιο μοιάζουν συνηθισμένα. Επιφάνεια Windows. Δε θα δυσκολευτώ πολύ. Λοιπόν, για να δούμε από πού θα ξεκινήσω.

Πρώτη καρτέλα. «Πολιτικοί». Ούτε να τους βλέπω δε θέλω. “Undo”. Τι; “Κλέφτες”; Δε μ’ αρέσει αυτό. Ξανά “Undo”. Φορτώνει ακόμα… Φόρτωσε. Για να δούμε τι κάναμε; «Η επιλογή σας άλλαξε σε: Οι πολιτικοί θα λένε αλήθεια, οι κλέφτες δε θα γίνονται πολιτικοί». Δεν ήξερα ότι ήταν τόσο εύκολο; Ένα μένει. “Apply to all”. Τέλος με αυτό. Έχει κι άλλες επιλογές η ίδια καρτέλα. «Οι ομιλίες των κομμουνιστών είναι βαρετές». “Cancel”. «Σοσιαλισμός εστί βαρβαρότητα». “Delete”. Αποκτά όλο και περισσότερο ενδιαφέρον.

Άλλη καρτέλα. «Τηλεόραση». Εδώ πρέπει να έχει τουλάχιστον χίλιες επιλογές. Θέλω μια ζωή, μόνο για να τις σκανάρω. Το καλό το παλικάρι όμως… “Mute”. Ξεμπέρδεψα. Κάτσε να κάνω ένα “Save” μη χάσω τις αλλαγές.

Πάμε παρακάτω. «ΔΝΤ». Ούτε cancel, ούτε delete με αφήνει να κάνω. Μόνο save as. Φοβερό σύστημα ασφαλείας. Έτσι είσαι; “Save as”, λοιπόν. “Saveas :  Φιλανθρωπική οργάνωση”. Χα!

«Πάγοι στους πόλους». Ωπ. Εδώ τέρμα τα αστεία. Κανένα stop δεν έχει αυτό το κωλοπληκτρολόγιο; Έχει όμως Alt. Τι Αlt πού, ρε καρβούνι; Alt στο λιώσιμο των πάγων. Alt. Alt. Alt. Save save save.

Νέα κατηγορία. «Άρρωστα παιδιά στην Αφρική». “Save”. «Τα Windows δεν μπορούν να σώσουν αυτό το αρχείο»; Και τώρα; Αα, πώς δεν το σκέφτηκα; “Scan for virus. Fix now”. Πάει κι αυτό.

Επόμενο. «Ανθρώπινη Μοναξιά». Εύκολο. “Add (REAL) friends (to all)”. “Likealltheircomments”. Σαν παιχνίδι είναι τελικά. «Άστεγοι». “Home”. «Έγκλημα». “Control”. «Εξουθενωτικές ώρες εργασίας». “Pause”. Για όλα έχει λύσεις το άτιμο. «Επίσημη γλώσσα του κόσμου». Είναι σκανταλιά αυτό που θα κάνω αλλά χέστηκα. “Alt-shift ”.

Και εγώ που νόμιζα ότι ήμουν πολύ μικρός για να αλλάξω τον κόσμο. Ήμουν μικρός, είχα δίκιο, που πίστευα ότι ήμουν μικρός για να αλλάξω τον κόσμο. Αλλά μέχρι πότε θα συνεχιστεί αυτό; Τόσες καρτέλες, τόσες επιλογές.

«Κατεστραμμένες ζωές». Τι να κάνω τώρα γι’ αυτές; Νομίζω ότι, ναι, ξέρω. Κάτι αναβοσβήνει όμως στην οθόνη. Τι; Μη μου λες εμένα “να μην κάνω σε καμία περίπτωση restart” με τόσες κατεστραμμένες ζωές γύρω μας.

Βρε άντε και ούτε δεύτερη σκέψη : “Restart”!

yoga-thumb-large

Νικόλας Σμυρνάκης | Ο Αναρχικός Δάσκαλος 2.0

yoga-thumb-large

Οι δυο δικτάτορες συναντήθηκαν στα πλαίσια της συνδιάσκεψης που διοργάνωσε η δημοκρατική σέκτα «Πλειοψηφία του ενός». Οι παρουσία των αρχιστράτηγων κρατήθηκε μυστική για να μην δημιουργηθούν αντιδράσεις.

Πρώτος μίλησε ο αρχιστράτηγος Μιναμήλ. Να τι είπε.

«Όπως ο συγγραφέας για να γίνει καλύτερος πρέπει να προσέχει τις τεχνικές ενός βιβλίου που διαβάζει, έτσι κι εγώ παρατηρώ τα τερτίπια των σύγχρονων πολιτικών. Αλήθεια, τι νομίζεις ότι είναι στην πραγματικότητα οι πολιτικοί;».

«Μη μου πεις ότι πιστεύεις και συ τις ασυναρτησίες εκείνου του αναρχικού που αυτοαποκαλείται δάσκαλος;», απάντησε ο στρατηγός Γαβνόλ. Τα χείλη του ξεράθηκαν πριν προλάβει να πει άλλη κουβέντα.

«Σε κάποια πράγματα έχει δίκιο στρατηγέ. Ωραιοποιημένοι δικτάτορες είναι οι πολιτικοί. Η διαφορά τους από εμάς, είναι ότι δεν πήραν την εξουσία ασκώντας σωματική, αλλά ψυχολογική βία. Ψηφίστε μας γιατί αλλιώς βουλιάζουμε, ψηφίστε μας για να αντιμετωπίσουμε την τρομοκρατία, ψηφίστε μας για να αλλάξουμε. Προβάλλουν το υποτιθέμενο ενδιαφέρον τους για τους πολίτες και αφήνουν, δήθεν, σε δεύτερη μοίρα τους εαυτούς τους. Δεν άκουσες τον δάσκαλο; Όταν ένας άνθρωπος λέει “εγώ ”, οι άλλοι δεν ακούνε τι έχει να πει για τον εαυτό του, αλλά τι στερεί ο εαυτός του από εκείνους».

«Άντε πάλι αυτός ο δάσκαλος. Αν τον πετύχω πουθενά θα τον ξεκάμω με τα ίδια μου τα χέρια», είπε Γαβνόλ.

«Να μάθουμε από αυτόν πρέπει στρατηγέ. Όχι να τον σκοτώσουμε»

«Τι εννοείς;»

Ο αρχιστράτηγος Μιναμήλ καθάρισε το λαιμό του και έφτυσε τα υπολείμματα του βήχα του.

«Οι άνθρωποι είναι τόσο εγωιστές, που θέλουν να έχουν πάντα δίκιο. Και να τους το αναγνωρίζουν οι άλλοι. Αντί λοιπόν οι πολιτικοί να βγάζουν το στρατό στους δρόμους για να κατακτήσουν την εξουσία, λένε στους ανθρώπους ότι πράττουν εξ ονόματός τους. Έτσι ικανοποιούν τον εγωισμό των πολιτών τους, τους κοιμίζουν δηλαδή και κάνουν ανεμπόδιστα ότι τους καπνίσει».

«Και εμείς τι σχέση έχουμε με όλα;», αναρωτήθηκε ο αρχιστράτηγος Γαβνόλ.

«Μα δεν καταλαβαίνεις; Οι δυτικοί είναι σε κάποια πράγματα πιο εξελιγμένοι από εμάς. Αν θέλουμε να κρατήσουμε την εξουσία, πρέπει να τους μοιάσουμε, να ξανακερδίσουμε τους πολίτες μας. Δες τους πολιτικούς. Να σου τα διαφημιστικά, τα άρθρα, οι αφίσες, τα σχόλια υπέρ τους στα δελτία ειδήσεων. Επικοινωνία. Αυτή είναι η δύναμη στη Δύση σήμερα. Κάνουν ότι σέβονται τους ψηφοφόρους τους και χρησιμοποιούν τα Μέσα Ενημέρωσης για να περάσουν τις θέσεις τους. Αργά αργά. Πετυχαίνει όμως. Δε βλέπεις στην Ελλάδα; Δικαιώματα, μετά από αγώνες τριάντα χρόνων, καταπατήθηκαν σε μια νύχτα χωρίς αντίσταση. Βρήκαν μια σωστή πρόφαση, την ονόμασαν κρίση, χρεοκοπία, έσπειραν σταδιακά το φόβο, χρησιμοποίησαν τα κατάλληλα μέσα για να τη στηρίξουν, έπεισαν τους ανθρώπους ότι αν δεν πληρώσουν από την τσέπη τους, δε θα έχουν τσέπη για να πληρώνουν τίποτα και πέτυχαν το σκοπό τους. Και στην υπόλοιπη Ευρώπη τα ίδιο πάνε να κάνουν. Στην Αμερική το κατάφεραν λίγο νωρίτερα, με αφορμή την τρομοκρατία. Δικτατορική υποταγή και εκμετάλλευση, με την κατάλληλη δημοκρατική πρόφαση. Οι άνθρωποι είναι επιστήμονες».

Ο Γαβνόλ είχε αρχίζει να εκνευρίζεται. Και όταν εκνευριζόταν τραύλιζε. Με πολύ δυσκολία είπε:

«Αρχίχχ – ίζεις και και με εκνευρίζεις αα – ρχιστράτηγε. Τι Τι θέλεις να κάνουμε τώρα, δη-δη – λαδή; Να τυπώσουμε αφίσες από αα – τσαλάκωτο χα – χα – ρτί, να αλλάξουμμμ – ε πολίτευμα και και και να προκηρύξουμε ε-ε-εκλογές;»

«Να κάνουμε ότι κατηγορεί αυτός ο αναρχικός δάσκαλος. Αυτό θέλω. Έτσι, ίσως μια μέρα να κατηγορεί κι εμάς στις πύρινες διαλέξεις του. Μόνο τότε θα νιώσω ότι κάτι έχουμε καταφέρει».

[minti_divider style=”1″ icon=”” margin=”20px 0px 20px 0px”]

Το κείμενο αυτό του Νικόλα Σμυρνάκη δημοσιεύτηκε στη σελίδα του protagon.gr το 2012. Είναι η δεύτερη συνέχεια του κειμένου που βραβεύθηκε από τα e-awards ως το καλύτερο άρθρο που δημοσιεύθηκε στο διαδίκτυο το 2011.

“Ο αναρχικός δάσκαλος 3.0”

“Ο αναρχικός δάσκαλος 1.0”

tumblr_inline_nqugxfrXXQ1r1cwub_500

Νικόλας Σμυρνάκης | Ο Αναρχικός δάσκαλος (καλύτερο διαδικτυακό άρθρο 2011)

tumblr_inline_nqugxfrXXQ1r1cwub_500

Δεκάδες άνθρωποι συνωστίζονταν γύρω από το δάσκαλο. Κατάπιε το σάλιο του, πήρε μια βαθιά ανάσα και μίλησε. Να τι είπε:

«Οι πλειοψηφίες είναι ικανές μόνο για να ρίχνουν στην πυρά τις πιο πρωτότυπες ιδέες. Και μετά από καιρό να φτιάχνουν βωμούς και αγάλματα με τα αποκαΐδια τους. Αν η πλειοψηφία είναι στοιχείο δημοκρατίας, τότε η μειοψηφία ή ακόμα η μονάδα, είναι στοιχείο ανατροπής του σκοταδισμού που δημιουργούν χρόνιες πλειοψηφίες.

Ωραία η δημοκρατία, σοφή η δικαιοσύνη, αλλά πού είναι; Αν μου τις βρείτε θα τις προσκυνήσω πρώτος. Κανείς δεν μας απαγορεύει να διαβάσουμε την εφημερίδα της αρεσκείας μας, αλλά ρωτώ.

Οι εφημερίδες που ελεύθερα επιλέγουμε, μας λένε την αλήθεια; Κανείς δεν μας διώχνει από το σπίτι μας με τη βία, αλλά δεν μας το παίρνουν κομμάτι-κομμάτι με τα δάνεια που έμμεσα μας αναγκάζουν να πάρουμε; Κανείς δε μας συλλαμβάνει, δε μας δένει, δε μας ανακρίνει για τις απόψεις μας, αλλά δεν ξέρουν ανά πάσα στιγμή τι γράφουμε στο διαδίκτυο, τι ψωνίζουμε, τις αξίες που ενστερνιζόμαστε;

Πόσους ενόχους βλέπουμε, νιώθουμε ή φανταζόμαστε ότι κυκλοφορούν ελεύθεροι, είτε γιατί έχουν ψηφίσει άσυλο για τον εαυτό τους, είτε γιατί εξαγοράζουν την ελευθερία τους;

Δεν υπάρχει δικαιοσύνη και δημοκρατία στην πρωτότυπη, στην πλατωνική μορφή τους. Κάθε εποχή μεταφράζει τη δικαιοσύνη, μεταφράζει τη δημοκρατία, κατά πώς βολεύει αυτούς που ασκούν την εξουσία. Τους άρχοντες, τους βασιλείς, τους πολιτικούς.

Η πλειοψηφία έχει λάθος, γιατί ακολουθεί τις αξίες, – μάλλον – την μετάφραση των αξιών, που εξυπηρετούν τους λίγους. Αυτοί οι ίδιοι είναι που επέβαλλαν την κρίση, για να πλουτίσουν σε βάρος των πολλών. Σε βάρος μας».

Ποτέ ξανά μια τόσο ξεκάθαρη άποψη ενάντια στη μορφή που έχει πάρει η σύγχρονη δημοκρατία, δεν έβρισκε τόση αποδοχή. Αξίες που χτίζονται χίλια χρόνια μπορεί να καταπέσουν σε μια μέρα, φτάνει αυτός που τις αμφισβητεί να απευθύνεται στο κατάλληλο κοινό. Σε ανθρώπους με ψαλιδισμένους μισθούς και κομματιασμένα όνειρα.

[minti_divider style=”1″ icon=”” margin=”20px 0px 20px 0px”]

Το κείμενο αυτό του Νικόλα Σμυρνάκη δημοσιεύτηκε στη σελίδα του protagon.gr το 2012. Είναι η τρίτη συνέχεια του κειμένου που βραβεύθηκε από τα e-awards ως το καλύτερο άρθρο που δημοσιεύθηκε στο διαδίκτυο το 2011.

“Ο αναρχικός δάσκαλος 2.0”

“Ο αναρχικός δάσκαλος 3.0”

tumblr_m1ctzr13vl1r4hp3vo1_250

Νικόλας Σμυρνάκης | “Μια κωλόμυγα λιγότερη”

tumblr_m1ctzr13vl1r4hp3vo1_250

Διήγημα δημοσιευμένο στοwww.onestory.gr, 2011

– Ανοικτή λογοτεχνική πλατφόρμα που φιλοξενεί κάθε μέρα και μια καινούρια ιστορία από διαφορετικό συγγραφέα –

«Δικέ μου, ε, φιλαράκο, μα πού είσαι;». Α, να τον. Κοιμάται του καλού καιρού. «Έλα σήκω». Zzzzzz. «Σήκω σου λέω, θέλω να παίξουμε». Zzzzzz.

Χμ, μια επίθεση στο δεξί ρουθούνι θα τον πείσει. Είναι το αγαπημένο του. Οχτώ μέρες τώρα, από τότε που ήμουνα μικρή δηλαδή – μα πώς περνάει έτσι ο καιρός – επισκέπτομαι το δεξί του ρουθούνι και εκείνος, ο γλυκός μου, ανταποκρίνεται αμέσως.

Zzzzzz. «Επιτέλους ξύπνησες». Χαχα. Το κυνηγητό άρχισε. Α, τι όμορφα! «Λοιπόν αυτά τα κολλημένα μεταξύ τους πεπιεσμένα χαρτιά καθόλου δεν μπορούν να απειλήσουν μια Musca Domestica Linnaeus, απόγονο των πιο γρήγορων μυγών του κόσμου που τα έβγαζαν πέρα με τους δεινόσαυρους της Καινοζωϊκής Περιόδου».

Ένα πέταγμα διπλή πιρουέτα – τι βολικό να μπορεί κανείς να πετά ανάποδα – και ζαπ, να ‘μαι στο ταβάνι. Τον έπιασα στα δίχτυα μου. Τώρα θα κάνει την αγαπημένη του κίνηση. Ναι, ναι, να τον. Παίρνει θέση. Κρατά στα χέρια του τα πεπιεσμένα χαρτιά, λυγίζει τα γόνατα, τεντώνει τα χέρια που σχεδόν ακουμπούν στο έδαφος και – στο σημείο αυτό είναι που εγώ έχω ήδη απομακρυνθεί αλλά εκείνος θα το καταλάβει μόλις αστοχήσει – εκσφενδονίζει τα χαρτιά με στόχο το ταβάνι και τη μικρή μυγούλα.

Χαχα, μα πόσο πλάκα έχει το γλυκό μου. «Λοιπόν, δεν στο έχω πει ποτέ, κι ας γνωριζόμαστε τόσες μέρες, αλλά αν ήσουνα μυγούλα θα σε παντρευόμουν».

Μόλις ξανακάτσω στο ταβάνι θα ξεκινήσει δεύτερος γύρος. Σύντομα θα καταλάβει, για πολλοστή φορά, ότι με τα πεπιεσμένα χαρτιά δεν καταφέρνει τίποτα – και πώς θα μπορούσε αφού η αντίσταση του αέρα είναι μεγάλη, άρα η ταχύτητά τους πολύ μικρή – και θα αρπάξει μαινόμενος το συνοθύλευμα πούπουλων που έχει στην πάνω μεριά του κρεββατιού του. «Μα πόσο καλά σε ξέρω!». Άντε πάλι η κίνηση ‘‘κάνω κακάκια σε βαθύ κάθισμα’’, δωσ’ του το χέρι σφεντόνα να πετάει τα πούπουλα προς τα πάνω, μαζί με το περιτύλιγμά τους και… Μα ούτε ένα να μη με αγγίξει; Χαχα.

Πόσο διασκεδαστικό είναι αυτό το παιχνίδι! Αφού αν μια μέρα δεν παίξουμε μελαγχολώ. Όπως εκείνη την ημέρα, που έλειπε όλη μέρα και μελαγχόλησα. Δεν έχω περάσει χειρότερη μέρα στη ζωή μου, ένιωσα ότι πήγε όλη η μέρα χαμένη, ότι έχασα μια μέρα από τη ζωή μου και μιλάμε για μια ολόκληρη μέρα. Μια μέρα! Τόσος πολύς χρόνος, ποτέ δεν πρέπει να πηγαίνει χαμένος.

Θυμάμαι έκανα μια μακρινή βόλτα να ξεχαστώ και πέτυχα έναν στάβλο. Μα ούτε αλογίσιες ουρές είχα όρεξη να αποφύγω, ούτε καν τα παιχνιδιάρικα ασπρόμαυρα φύλλα χαρτιού που κάνουν χρατς χρατς με ενδιέφεραν, αυτά που χρησιμοποιούν για να τυλίγουν αντικείμενα ντε. Και είχε αρκετά από δαύτα στο σπίτι δίπλα στο στάβλο. Τα κρατούσαν δυο δερμάτινες παλάμες μέσα στο σπίτι. Αυτό δίπλα στον στάβλο. 

Όπως είχε κι ένα τεράστιο ψίχουλο ζυμωμένο στο φούρνο, αχνιστό αχνιστό κι ακόμη ένα γιγάντιο καζάνι πάνω στο μάτι της κουζίνας με αγνώστου ταυτότητας αλλά λαχταριστό περιεχόμενο. Ούτε να τα φτύσω να μαλακώσουν δεν είχα όρεξη. Σε όλα αυτά δεν έβρισκα παρά το ασήμαντο νόημα μιας ασήμαντης ύπαρξης. Ούτε να διαιωνίσω το είδος μου για οχτακοσιοστή πεντηκοστή όγδοη φορά ήθελα, γιατί αυτό θα έδινε κάποιο νόημα στην ασήμαντη ζωή μου.

Γύρισα στο στάβλο, έκατσα σε ένα περίττωμα και θυμήθηκα τα παιδικά μου χρόνια. Συγκινήθηκα και δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ. Γέννησα τελικά το οχτακοσιοστό πεντηκοστό ένατο παιδί μου. Κι άλλα εκατόν πενήντα αδερφάκια του δηλαδή…

Zzzzzz. Η βόλτα στο Λούνα Παρκ συνεχίζεται. Ώρα να πετάξω γύρω του. Είναι η φάση που μου κάνει αέρα με τις ανοιχτές δερμάτινες παλάμες του κι εγώ εκμεταλλεύομαι τα ρεύματα και πετάω χωρίς να κουνάω τα φτερά μου.

Μία παλάμη. «Πιο δυνατά». Δεύτερη παλάμη. «Έλα σου λέω, ακόμα πιο δυνατά». Τρίτη παλάμη. «Τέλεια! Ευχαριστωωωώ!». Αυτή είναι πτήση. Zzzzzz.

Όταν γύρισα στο σπίτι αργά το βράδυ, εκείνη την αποφράδα ημέρα, κατάκοπη και μελαγχολική, πιστεύοντας ότι από δω και πέρα μόνη παρέα μου θα είναι οι – πάντα πιστοί είναι η αλήθεια – εκατό παθογόνοι παράγοντες που κουβαλώ στην πλάτη, εκείνος ήταν ήδη εκεί. Ο γλυκός μου, είχε ανοίξει την μπαλκονόπορτα και με περίμενε. Ήμουν πολύ κουρασμένη για να τον προσκαλέσω στο παιχνίδι μας. Μου αρκούσε όμως που κόλλησα σε μια γωνιά του τοίχου και τον κοίταζα. Είναι όμορφος, όχι γιατί μπορώ να διακρίνω την ομορφιά του όντος που αντιπροσωπεύει – κι ας έχω τέσσερις χιλιάδες ξεχωριστά μάτια, κι ας διακρίνω διακόσιες εικόνες το λεπτό – αλλά γιατί όλα τα όντα είναι όμορφα όταν φέρονται τόσο τρυφερά στα άλλα όντα. Και εκείνος με προσέχει, παίζει μαζί μου, με αγαπά παρόλο που είμαι σίγουρη πως δε με βρίσκει δα και πανωραία.

Zzzzzz. Και τώρα το παιχνίδι θα κλείσει με την πιο απολαυστική σκηνή αποφυγής. Εκείνος θα… δε χρειάζεται να το προλογίσω, το κάνει ήδη. Πάει μέσα στο μπάνιο για να εξοπλιστεί. Θα φέρει μια πετσέτα και θα αρχίσει τα ζιπ, τα ζαπ, τα σπατς, τα φλαπ. Ξέρει ότι βλέπω τα πάντα σε αργή κίνηση και ότι είμαι σε θέση να αποφεύγω όποιο χτύπημα κι αν μου καταφέρνει. Αυτό είναι και το νόημα του παιχνιδιού. Να συνεχίζεται.

Κοιμηθήκαμε μαζί στο δωμάτιο και την επομένη το πρωί, έκατσα στο πέτο του. Εκείνος έκανε ότι δε με είδε. Μάλλον ήταν πολύ αγουροξυπνημένος για να ξεκινήσει το γνωστό μας παιχνίδι. Ούτε μια φιλική σπρωξιά για να αλλάξω πέτο, δε μου έδωσε. Ένιωσα τόσο όμορφα. Εγώ να τον μυγιάζω τρίβοντας πόδια και φτερά, εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη μου για το νόημα που έδινε στην ύπαρξή μου, κι εκείνος να με αφήνει να κάθομαι πάνω του, να τον μυγιάζω, δηλαδή, να δίνω νόημα στην ύπαρξή μου. Πόσο διαφορετικοί είμαστε, αλλά πόσο ανάγκη έχουμε ο ένας τον άλλον. Είμαι σίγουρη ότι και εκείνου του αρέσει όταν τον μυγιάζω. Δεν έχω καταλάβει ακόμα γιατί, αλλά είμαι σίγουρη ότι του αρέσει. Κι ας κάνει τον ανήξερο.

Zzzzzz. Τον ακούω να γυρίζει από το μπάνιο. Έχω κουραστεί λίγο, αλλά θα βάλω τα δυνατά μου για να ικανοποιήσω τη δίψα του για παιχνίδι. «Επίμονος που είσαι όμως». Αυτή τη φορά δεν κρατά πετσέτα αλλά ένα… «Άλλαξες τους όρους του παιχνιδιού βλέπω, επιτέλους μήπως γίνει λίγο πιο ενδιαφέρον. Βαρέθηκα να σε βλέπω να χάνεις». Δεν ξέρω ακριβώς τι είναι αυτό που κρατά αλλά έχει πλαστική λαβή και καταλήγει σε μια εξίσου πλαστική παλάμη, στο μέγεθος μιας κανονικής από δέρμα, η οποία όμως είναι γεμάτη από τρύπες στο μέγεθος περίπου του σώματός μου. «Τι θα το κάνεις αυτό, καλέ; Να πετάξω ή πρέπει να μείνω ακίνητη; Τάχα μου, τάχα πως δε σ’ έχω δει και τέτοια».

«Καλά καλά, πετάω, σώπα». Zzzzzz. Αυτό το πράγμα είναι πολύ γρήγορο ακόμα και για μένα. Λογικό, αφού με τις τρύπες η αντίσταση του αέρα μειών… Zzzzzz. Σιγά, έτσι που πας θα με πετύχεις. Χα, χα. Zzzzzz. Ωπ, μα τι γίνεται; «Παραλίγο να τα καταφέρεις δικέ μου, το ξέρεις; Αυτή η πλαστική παλάμη κάνει θαύματα». Zzzzzz. «Άλλη μια τέτοια και μου φαίνεται πως…». Zzz.

Ε, τι γίνεται; Πώς βρέθηκα έτσι μπλεγμένη; Ένα μου πόδι κολλημένο στα φτερά και τέσσερα μάτια μου στο πάτωμα. Και τα φτερά μου κομμένα. Τη στάση είναι αυτή; Θα σηκωθώ. Δεν μπορώ. Όχι, θα σηκωθώ και θα πετάξω. Πρέπει να τελειώσουμε το παιχνίδι. Ναι, απλά είμαι λίγο κουρασμένη. Θα κάτσω λίγο εδώ και θα ξεκουραστώ και σε λίγο θα πετάω πάλι. Θα περιμένω να κοιμηθεί και θα ζουζουνίσω το δεξί του ρουθούνι που τόσο του αρέσει. Ο καλός μου!

Μα, γιατί δεν μπορώ να κουνηθώ; Βοήθεια. «Πού είσαι; Βοήθεια». Μάλλον με χτύπησε περισσότερο απ’ ότι ήθελε κατά λάθος. Κάτι δεν πάει καλά. Και τώρα; Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό που… Αποκλείεται να είναι αυτό. Όχι, άλλωστε, ο εγκέφαλός μου είναι πολύ μικρός για να χωρέσει και να δεχθεί την ιδέα του θανάτου κι ας έχω δει χιλιάδες άλλες μύγες να μολύνονται από αυτόν.

Πώς να δεχθώ κάτι τόσο παράλογο και τόσο βασανιστικό; Ναι, είναι βασανιστική μια τόσο αργή επίγνωση θανάτου. Μα, είναι δυνατόν; Ακόμα και το θάνατό μου, να τον ζω σε αργή κίνηση; Να Ζω, το Θάνατο. Είναι τρελό και αρνούμαι να το δεχθώ.

Αν το ήξερα, θα είχα προσπαθήσει λίγο περισσότερο να αποφύγω την πλαστική παλάμη. «Όχι, δε φταις εσύ. Άλλωστε σε λίγες ώρες θα έκλεινα την ένατη μέρα της ζωής μου. Είμαι, αυτό που λένε πλήρης ημερών».

«Το ξέρω ότι ήταν ατύχημα. Πάνω στο παιχνίδι… Μην έχεις τύψεις. Να το ξέρεις, εγώ σε συγχωρώ. Μόνο μη, μη, σε παρακαλώ, τι πας να κάνεις; Μη με πατήσεις κι από πάνω. Άσε με λίγο ακόμα. Δεν το εννοούσα όταν έλεγα ότι είναι βασανιστική μια τόσο αργή επίγνωση θανάτου. Απολαυστική είναι, φτάνει να ζήσω λίγο ακόμα. Ακόμα και σε αυτή την κατάσταση. Μόνο να ζήσω. Σε παρακαλώ, μη με πατάς. Σε παρ-αααα…

«Ε.Π.Ι.Τ.Ε.Λ.Ο.Υ.Σ.! Μια κωλόμυγα λιγότερη».

tumblr_lyimxgAqhy1r1cwub

Νικόλας Σμυρνάκης | Είμαστε όλοι καρνάβαλοι

tumblr_lyimxgAqhy1r1cwub

– διήγημα δημοσιευμένο στην εφημερίδα πόλης Monitor, 2011

– στήλη Το ΝηΣί του ανθρώπου

Κρίση δεν υπάρχει, οι άνθρωποι ευημερούν κι η δημοκρατία θριαμβεύει. Παράλληλη πραγματικότητα περιγράφω, ό,τι θέλω λέω.

Η μόδα του Ηρακλείου ταξιδεύει γρήγορα. Η Αθήνα είναι ήδη πνιγμένη στα κομφετί και μόλις χθες αποφασίστηκε να κλείσει η Πατησίων και να χρησιμοποιείται, 355 μέρες το χρόνο, αποκλειστικά από καρναβαλικές ομάδες. Η Νέα Υόρκη ακολουθεί κατά πόδας την ελληνική μόδα, κλείνει το Χρηματιστήριο Αξιών το οποίο πια φιλοξενεί, μόνο εκθέσεις τέχνης με θέμα τις απόκριες.

Το σύμπαν αποκλίνει από την πορεία του και η παράλληλη πραγματικότητα γίνεται καθολικό παγκόσμιο φαινόμενο. Οι απόκριες δεν είναι πια γιορτή, αλλά καθημερινότητα και οι άνθρωποι βγάζουν τις μάσκες, μόνο δέκα μέρες το χρόνο. Τότε γυρίζουν στις δουλειές τους, κατσουφιάζουν, πεινάνε, θυμώνουν, ψηφίζουν, πληρώνουν, χαλιούνται με λίγα λόγια, για να έχουν λόγο να επιστρέψουν στην ατέλειωτη όσο και παράλληλη, πραγματικότητα του γέλιου και της χαράς.

Επιστρέφουν και αρχίζουν τις προετοιμασίες. Ράβουν στολές, φτιάχνουν μάσκες και ξεχύνονται και πάλι στους δρόμους. Ντύνονται φτωχοί και κάνουν ότι πεινάνε, πολιτικοί και κάνουν ότι κλέβουν, επιχειρηματίες και κάνουν ότι ξεπλένουν χρήματα, βάζοντάς τα κάτω από τη βρύση. Και να σου τα γέλια. Και να σου οι αγκαλιές και τα φιλιά. Μη ξεχνάμε ότι τίποτα από αυτά δεν είναι αλήθεια. Έτσι το κάνουν.

Ντύνονται διαδηλωτές και κάνουν ότι διεκδικούν, καναπεδάκηδες και κάνουν ότι βλέπουν τηλεόραση, εγκληματίες και κάνουν ότι σκοτώνουν, αστυνομικοί και κάνουν ότι συλλαμβάνουν, κληρικοί και κάνουν ότι πιστεύουν, δικαστές και προσποιούνται τους δίκαιους, υπάλληλοι και κάνουν ότι δουλεύουν, πολιτικοί και κάνουν ό,τι θέλουν. Και να σου τα γέλια. Και να σου οι αγκαλιές και τα φιλιά. Μη ξεχνάμε ότι τίποτα από αυτά δεν είναι αλήθεια. Έτσι το κάνουν.

Στην 355η μέρα, οι άνθρωποι βγάζουν τις μάσκες και γίνονται και πάλι ο εαυτός τους. Οι περισσότεροι έχουν ξεχάσει ποιοι ήταν ακριβώς και συνεχίζουν να κάνουν ό,τι και πριν, αυτή τη φορά δίχως μάσκες. Μόνο που δε γελάνε πια, δεν αγκαλιάζονται και δε φιλιούνται. Γιατί αυτή φορά, ό,τι κάνουν, το παίρνουν στα σοβαρά.

Ευτυχώς οι δέκα μέρες περνάνε γρήγορα, οι μάσκες μπαίνουν και πάλι, τα γέλια επιστρέφουν, τα φιλιά δίνουν και παίρνουν, η χαρά τελειωμό δεν έχει.

Το Ηράκλειο ανακηρύσσεται και επίσημα πολιτιστική πρωτεύουσα του σύμπαντος. Αιτήσεις αδελφοποίησης φτάνουν από κάθε γωνιά της Γης. Βρέθηκε επιτέλους ζωή στον Άρη. Η αίτηση των Αρειανών καθυστερεί γιατί βρίσκονται ακόμα σε μικροβιακή μορφή.

Οι δρόμοι όλης της Γης έχουν γεμίσει κόσμο, όλοι παίζουν και γελάνε, κανείς δεν προβληματίζεται, δεν ανησυχεί, ένα μεγάλο παιχνίδι έχει γίνει η ζωή, κανείς δε φοβάται, δε χτυπά, δε πληγώνεται στ’ αλήθεια. Αφού όλα τα κάνουν στα ψέματα.

Ένα αγόρι στα δεκατρία με σκισμένα τζιν και όρθια μαλλιά, βρίσκεται στην πλατεία Ελευθερίας. Παίζει, χοροπηδά και πασίχαρης φωνάζει «Τι ωραία! Είμαστε όλοι Καρνάβαλοι!».

Ξαφνικά, οι φωνές σιγούν, τα παιχνίδια τελειώνουν. Όλοι συνειδητοποιούν ότι ζουν ένα ψέμα, η παράλληλη πραγματικότητα αποκλίνει και πάλι της πορείας της, γίνεται τέμνουσα, μέχρι που γκρεμίζεται σε μια τρύπα του σύμπαντος. Οι άνθρωποι βγάζουν τις μάσκες και τις πετάνε στα σκουπίδια, γκρεμίζουν τα ροπαλόφωτα, βάφουν τους τοίχους με πλαστικό χρώμα, τα κομφετί απαγορεύονται, οι στολές καίγονται, τα χρηματιστήρια ανοίγουν, οι καρναβαλικές ομάδες διαλύονται.

Το καρναβάλι που λέγεται ζωή, έχει μόλις ξεκινήσει.

tumblr_mchx15CQcl1r4hp3vo1_400

Νικόλας Σμυρνάκης | “Ο άνθρωπος δίχως πρόσωπο”

tumblr_mchx15CQcl1r4hp3vo1_400

– διήγημα δημοσιευμένο στην εφημερίδα πόλης Monitor, 2010 και στο περιοδικό Fresh, 2012

– στήλη Το ΝηΣί του ανθρώπου 

Ο άνθρωπος δίχως πρόσωπο. Όλοι κοιτούσαν το πρόσωπο του ανθρώπου δίχως πρόσωπο ακριβώς γιατί ένας άνθρωπος δίχως πρόσωπο είναι ένα θέαμα αξιοπρόσεχτο.

Πώς είναι δυνατόν, θα μου πείτε, να κοιτά κάποιος καταπρόσωπο έναν άνθρωπο δίχως πρόσωπο; Δηλαδή τι ακριβώς κοιτά; Το κενό που γεμίζει το χώρο ανάμεσα στον ασθενικό λαιμό και τα αιωρούμενα μαύρα σγουρά μαλλιά του; Και πάλι, μπορεί ένα κενό να γεμίζει έναν χώρο;

Γιατί ο άνθρωπος δίχως πρόσωπο, μάτια είχε. Πρόσωπο δεν είχε. Μόνο που τα παραείχε, καθώς είχαν μέγεθος τουλάχιστον δυο φορές μεγαλύτερο απ’ το σύνηθες και πετάγονταν έξω απ’ τις κόγχες τους έτοιμα να κρεμαστούν απ’ τα βλέφαρα.

Είχε και χείλια. Πρόσωπο δεν είχε. Για την ακρίβεια είχε μόνο ένα χείλος. Το πάνω του χείλος έμοιαζε περισσότερο με μια ουλή, που σαν να είχε προέλθει από δαγκωματιά άγριου θηρίου. Πιο εύκολα το παρομοίαζες με απουσία χείλους, παρά με χείλος.

Η μύτη του ήταν σκυφτή και τα ρουθούνια του σχεδόν αναποδογυρισμένα. Είχε πλατύ κούτελο, μικροσκοπικά αυτιά με διπλωμένες άκρες και τα δύο μπροστινά δόντια του ζούλαγαν μόνιμα το κάτω και μοναδικό χείλος του. Τα σμιχτά φρύδια και το πεταχτό, ανασηκωμένο πηγούνι του, ολοκλήρωναν μια εικόνα απελπιστικά φοβιστική ως και εντυπωσιακά αστεία.

Ο άνθρωπος δίχως πρόσωπο δεν είχε πρόσωπο. Είχε μόνο χαρακτηριστικά προσώπου. Όλοι έβλεπαν ένα κενό στη θέση του προσώπου του, συγκεντρωμένοι τόσο στα στοιχεία που το αποτελούσαν. Τα εμφανώς διαφορετικά ή για κάποιους απεχθή αυτά χαρακτηριστικά ήταν τόσο αξιοπρόσεχτα που οι άνθρωποι, όπως ήταν φυσικό, τα αξιο-πρόσεχαν. Και ξεχνούσαν την βαθύτερη αξία ενός προσώπου. Όσο απομακρύνεσαι απ’ τη Γη, οι λίμνες, οι οροσειρές, τα δάση της, ενώνονται και γίνονται μια καθολική σφαίρα. Οι άνθρωποι δεν κατάφεραν ποτέ να δουν από ψηλά τον άνθρωπο δίχως πρόσωπο. Να δουν την σφαιρική εικόνα του.

Ο άνθρωπος αυτός, αν και είχε όλα τα συστατικά στοιχεία ενός ανθρώπου με πρόσωπο, παρέμενε ο άνθρωπος δίχως πρόσωπο.

Αν και δε ζούσε σε ένα βουνό απομονωμένος, αλλά αντίθετα στην πόλη ανάμεσα στους ανθρώπους, δεν είχε δει ποτέ κανέναν. Όχι, ανθρώπους είχε δει. Δεκάδες συναντούσε καθημερινά, τυχαία στο δρόμο. Πρόσωπο δεν είχε δει κανένα.

Είχε μάθει να μην απαντάει στις προκλήσεις των ανθρώπων. Να απλώνει στα πρόσωπά τους λίγη από την αόρατη πούδρα που και ο ίδιος δεν παρέλειπε να χρησιμοποιεί μπροστά στον πάντα ανειλικρινή καθρέφτη του. Εκείνη την πούδρα που κρυφά τον προμήθευαν, εδώ και χρόνια, οι άνθρωποι με τα αδιάκριτα βλέμματα. Αυτοί που νομίζουν ότι είναι φυσιολογικοί επειδή έτυχε να μοιάζουν μεταξύ τους. Ποιος να βρεθεί να τους πει, χωρίς να κατηγορηθεί απ’ τους ίδιους ως αναρχο-κακοποιό στοιχείο, πως αν η πλειοψηφία είναι στοιχείο δημοκρατίας, τότε η μειοψηφία ή ακόμα η μονάδα, είναι στοιχείο ανατροπής του σκοταδισμού που δημιουργούν χρόνιες δημοκρατικές πλειοψηφίες.

Μα ο άνθρωπος δίχως πρόσωπο ήξερε μόνο να «μην». Να μην απαντά, να μη μιλά και προπαντός, να μην κοιτά.

Ο άνθρωπος δίχως πρόσωπο, δεν είχε δει ποτέ κανένα απ’ τα πρόσωπα των άλλων ανθρώπων. Γιατί δεν κοίταξε ποτέ κανέναν καταπρόσωπο. Για να μην τους δει να τον κοιτάνε. Στο πρόσωπο.

Ο άνθρωπος δίχως πρόσωπο ζούσε ανάμεσα σε χιλιάδες ανθρώπους δίχως πρόσωπο. Κανείς τους δεν γνώριζε, όχι ακόμα τουλάχιστον, ότι γίνεσαι αυτό που επίμονα κοιτάς.

Ένας άνθρωπος, δίχως πρόσωπο.  

tumblr_lyil8q0eHx1r1cwub

Νικόλας Σμυρνάκης | “Πληθυντικός γνωριμίας”

tumblr_lyil8q0eHx1r1cwub

– διήγημα δημοσιευμένο στην εφημερίδα πόλης Monitor, 2010

– στήλη Το ΝηΣί του ανθρώπου

Δυο μήνες πριν. Πανεπιστήμιο Κρήτης. Βραδιά τάνγκο. Διοργάνωση, χορευτική ομάδα Πανεπιστήμιου Κρήτης.

Είχε ακούσει ότι οι βραδιές tango στο Ηράκλειο είναι βγαλμένες από μια άλλη εποχή. Ζευγάρια αγκαλιάζονται δένοντας με χέρια και σώμα έναν άλυτο κόμπο, η ατμόσφαιρα ηλεκτρίζεται κι ο χορός αρχίζει.

         Χορεύετε παρακαλώ;

         Ευχαρίστως, αλλά, ξέρετε, σήμερα έκανα το πρώτο μου μάθημα.

         Επιμένω.

Το αριστερό του χέρι συνάντησε το δεξί της, τα σώματά τους ενώθηκαν ιεροτελεστικά, σε μια στάση που σε οποιαδήποτε άλλη συνθήκη θα φάνταζε ερωτικό κάλεσμα.

Εκείνη έκλεισε τα μάτια. Ήταν σαν να περίμενε να τελειώσει ο χορός για να αντικρίσει για πρώτη φορά τον κόσμο. Της μάθαινε να περπατά με δανεικά βήματα, τα δικά του, και ένιωθε πως αυτά είναι τα μόνα βήματα που αξίζει κανείς να παίρνει στα σοβαρά. Μόνο η όσφρησή της λειτουργούσε, σαν να ήταν τόσα χρόνια τυφλή, κωφή κι είχε αναγκαστεί να γυμνάσει τους οσφρητικούς αδένες της για να έχει έναν πρωτογενή μηχανισμό αντίληψης του κόσμου. Τώρα καθοδηγούνταν από μια έκτη αίσθηση, που ενεργοποιούνταν από ένα μόνο άρωμα. Το δικό του.

Εκείνος φανταζόταν τη γυναίκα να ξυπνά δίπλα του, να χαϊδεύει τα μαλλιά του, να κάνουν κοινά όνειρα. Είχε χωρίς άλλα λογικά κριτήρια – δεν τα είχε ανάγκη – επιλέξει την ντάμα του στο tango της ζωής.

Η μουσική σταμάτησε, τα σώματα απομακρύνθηκαν. Ένα ανεπαίσθητο μειδίαμα προσγείωσε φαντασίες κι ενοράσεις, κατατάσσοντάς τις στην κατηγορία του μη γενόμενου, εκεί που ανήκουν οι πλειοψηφία των φαντασιώσεων κι ενοράσεων. Έμεινε μόνο η μυρωδιά του ενσφηνωμένη στο μυαλό της γυναίκας κι η ελπίδα μιας επόμενης συνάντησης σε αυτό του άνδρα.

Από τότε εκείνος πήγαινε σε όλες τις milonga του Ηρακλείου και εκείνη φοβόταν να πάει σε οποιαδήποτε. Ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να αγγίξει άλλον καβαλιέρο. Δεν τολμούσε όμως να αναζητήσει αυτό που φοβόταν.

Δυο μήνες μετά. Πύλη Παντοκράτορα. Βραδιά τάνγκο. Διοργάνωση, Tangoneon.

Όταν πίστεψε ότι είχε ξεπεράσει τον άνδρα, αποφάσισε να βγει. Για πρώτη φορά ένιωσε έτοιμη να χορέψει με άλλον άνδρα.

«Χορεύετε παρακαλώ;», άκουσε μια φωνή να την καλεί στο παρόν. Της θύμισε κάτι απροσδιόριστο, σαν ανάμνηση από μια προηγούμενη ζωή, κάτι σαν μήνυμα από το μέλλον που την προετοίμαζε για όσα θα ζήσει σε μια επόμενη.

Έχουν περάσει περίπου δύο χρόνια από εκείνη τη νύχτα και όποτε εξιστορούν τον τρόπο που γνωρίστηκαν, η γυναίκα παίρνει πάντα πρώτη το λόγο:

 «Αυτό που μου έκανε περισσότερη εντύπωση, εκτός από τη μυρωδιά του, είναι ότι και τις δυο φορές που μου ζήτησε να χορέψουμε, μου μίλησε στον πληθυντικό».

tumblr_lyil0x2Uc91r1cwub

Νικόλας Σμυρνάκης | Φθινοπώρωση

tumblr_lyil0x2Uc91r1cwub

– διήγημα δημοσιευμένο στην εφημερίδα πόλης Monitor, 2010

– στήλη Το ΝηΣί του ανθρώπου

Πρόσωπα

Θ: Θεός

Α: Άγγελος

Χ: Χρόνος

Έπρεπε να συναντηθούν σε ουδέτερο έδαφος. Τα έγκατα της Γης με τις πύρινες φλόγες φάνταζαν αποπνιχτικά για ένα πλάσμα, ούτε καν πλάσμα, για ένα πρόσωπο, ούτε καν πρόσωπο, για ένα Ον, ναι αυτή είναι η λέξη που του ταίριαζε περισσότερο, για ένα Ον λοιπόν, σαν το Θεό. Ο Παράδεισος με τις χρυσές λύρες και το καταπράσινο τοπίο φάνταζε πολύ βαρετός, αν όχι επικίνδυνος, για ένα ανυπάκουο πλάσμα – επιμένουμε στο πλάσμα αφού είναι δημιούργημα ενός ανώτερου Όντος – σαν τον Διάβολο. Για να μην σκανδαλιζόμαστε αδίκως, από δω και στο εξής όταν αναφερόμαστε στο Διάβολο θα τον αποκαλούμε Άγγελο.

 Ο τόπος συνάντησης καθορίστηκε στη Γη. Ούτε πολύ πάνω, ούτε πολύ κάτω. Λύση μέση, τομή χρυσή, αυτή που θα ονομάζαμε η πρέπουσα, για δυο προσωπικότητες του βεληνεκούς τους. Η μεγάλη διαπραγμάτευση είχε ήδη ξεκινήσει.

«Τι ώρα είναι;» ρώτησε ο Άγγελος. Ο Θεός κοίταξε τον ήλιο στον αριστερό καρπό του και απάντησε. «Έχουμε ακόμα καλοκαίρι». «Μα τι λες;», φώναξε με αναίδεια ο Άγγελος. «Είναι η ώρα του χειμώνα», και δεν κοκκίνισε ούτε ελάχιστα μια και είχε περάσει καιρός από την τελευταία φορά που κύλησε αίμα στις σκουριασμένες φλέβες του.

Θ: Δεν δέχομαι. Κόψε κάτι.

Α: Κάθε χρόνο την ίδια δουλειά θα κάνουμε;

Θ: Αυτή είναι η δουλειά μας. Να κάνουμε κάθε χρόνο την ίδια δουλειά. Ας αφήσουμε τους ανθρώπους να ξεκουραστούν λίγο ακόμα.

Α: Κρύψε το ρολόι σου από τον ουρανό Θεέ. Εμποδίζεις τα μαύρα μου σύννεφα να φωτίσουν τον κόσμο.

Θ: Να φωτίσουν;

Α: Χωρίς σκοτάδι τι νόημα έχει το φως; Χωρίς εμένα δε θα ήσουν αναγκαίος. Ο κόσμος θα ήταν Παράδεισος και οι άνθρωποι θα πέθαιναν από ανία. Θα αυτοκτονούσαν μετά τα ογδόντα όταν και θα καταλάβαιναν ότι μπορούν να ζήσουν αιώνια.

Θ: Άσε τα πολλά λόγια, Άγγελε. Δεν το ξέρεις ότι απαγορεύω συζήτηση άλλη από την απολύτως απαραίτητη;

Α: Τώρα είμαι σίγουρος.

Θ: Για ποιο πράγμα;

Α: Ότι το πολύγλωσσο και πολύλογο ανθρώπινο γένος δεν μπορεί να έχει δημιουργηθεί καθ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή σου.

Θ: Μην αμαρτάνεις Άγγελε.

Α: Κι άλλο;

Θ: Στο θέμα μας. Οι διακοπές δεν τέλειωσαν ακόμα. Κάποιοι είναι στις παραλίες. Σου απαγορεύω να στείλεις χειμώνα.

Α: Μα τώρα άκουσα έναν αγρότη να σε εκλιπαρεί να στείλεις μια βροχή για τα σπαρτά του. Πού να ήξερε ότι η προσευχή του προοριζόταν για μένα;

Θ: Κι εγώ έναν αδειούχο να παρακαλεί για λίγο ακόμα ήλιο. Δεν είναι η ώρα ακόμα του χειμώνα.

Α: Δε γίνεται δουλειά έτσι. Χρειαζόμαστε διαιτητή.

Θ: Αν και από τη φύση σου Άδικος, έχεις δίκιο. Χρόνε, παρουσιάσου.

Χ: Μάλιστα κύριε διοικητά.

Θ: Τι προτείνεις στο πρόβλημα; Πόλεμο, κατακλυσμό ή συμβιβασμό;

Χ: Πόλεμο δε θα το έλεγα, γιατί όλα τα πεδία μάχης είναι κλεισμένα, κατακλυσμό επ’ ουδενί γιατί πού να μετρώ τις μέρες μου πάλι απ’ την αρχή. Προτείνω ανεπιφύλακτα συμβιβασμό.

Α: Tres banal. Πάλι θα τα βρούμε;

Θ: Εξηγήσου Χρόνε.

Χ: Μάλιστα κύριε Διοικητά. Έχω δυο τρεις μήνες αναπληρωματικούς. Μπορώ να τους διαθέσω. Κρατάνε λίγη βροχή και λίγο ήλιο. Μαλώνουν όμως συχνά μεταξύ τους. Άλλοτε κερδίζει ο ένας κι άλλοτε ο άλλος. Δεν μπορώ να εγγυηθώ για το αποτέλεσμα.

Θ: Τι λες Άγγελε;

Α: Κομμάτια να γίνει. Αλλά εσείς μιλάτε για καινούρια εποχή. Πώς θα την ονομάσουμε;

Θ: Στην εποχή αυτή θα ευδοκιμεί η οπώρα.

Α: Τι είναι αυτό;

Θ: Το φρούτο.

Α: Στην εποχή αυτή θα φθίνει η οπώρα.

Θ: Τι είναι αυτό;

Α: Το φρούτο. Συ είπας.

Θ: Όχι η οπώρα ανόητε. Τι εννοείς λέγοντας «φθίνει»;

Α: Θα σαπίζει και θα πέφτει.

Θ: Έστω. Φθινόπωρο λοιπόν.

Α: Όχι. Φθινοπώρωση. Να γελάσουμε λίγο.

Θ: Δεν έχω χρόνο για άλλες διαπραγματεύσεις.

Α: Πώς δεν έχεις χρόνο; Δίπλα σου είναι ο Χρόνος έτοιμος να χοροπηδήσει στις διαταγές σου.

Θ: Αρκετά. Φθινόπωρο. Η άνοιξη του χειμώνα.

Α: Ο χειμώνας του καλοκαιριού να λες καλύτερα.

Θ: Εκεί θα κολλήσουμε τώρα;

Α: Όχι, προς Θεού. Θεέ, να σε ρωτήσω κάτι;

Θ: Μίλα.

Α: Πέρυσι τι είχαμε αποφασίσει;

Θ: Πού να θυμάμαι; Γέρασα πια και ξεχνάω τα πιο πρόσφατα. Αν με ρωτήσεις πόσα ζώα ήταν στην κιβωτό θα στα απαριθμήσω ένα ένα.

Α: Δε Σε πιστεύω. Τι Θεός είσαι Συ που δε θυμάσαι;

Θ: Δε θυμάμαι.

Α: Δε Σε πιστεύω.

Θ: Ε, εσύ δεν έχεις το Θεό σου!

Α: Τι λέμε τόση ώρα;

——-

Διήγημα του Νικόλα Σμυρνάκη δημοσιευμένο στην εφημερίδα πόλης Monitor, 2010