Νικόλας Σμυρνάκης | Άσε κάτω τα Σι Ντι ρε! (διήγημα)

tumblr_lujxt4Vy6M1r4hp3vo1_500

δημοσιευμένο στο www.peopleandideas.gr, 2011

Μαλλί χτενισμένο από τον άνεμο, μελαχρινός αλλά όχι μαύρος, μπλάβα χείλη μισάνοιχτα. Γύρω στα τριάντα, Πακιστανός, φορά μαύρο σακάκι με σηκωμένους γιακάδες και ασορτί παντελόνι. Ο γιακάς του πουκαμίσου ίσα που διαγράφεται κάτω απ’ το λαιμό. Πριν δέκα, δεκαπέντε χρόνια ίσως και να θεωρείτο καλοντυμένος.

Πώς να τον λένε; Χαγκί, Ρανά, Σαλέμ, Ραφίκ; Τι σημασία έχει; Έχει, πώς δεν έχει; Το όνομα σμιλεύει την ιδιοσυγκρασία του ανθρώπου. Να τον ρωτήσω; Θα τον ρωτήσω, γιατί όχι; Όταν θα έρθει από εδώ.

Πουλάει CD. Πόσες ώρες να είναι στο δρόμο; Να δεις που αυτός ο άνθρωπος κάνει άνετα είκοσι χιλιόμετρα την ημέρα. Να μη ξεχάσω να τον ρωτήσω και γι’ αυτό όταν θα πλησιάσει.

Σίγουρα θα μένει με άλλους οχτώ συμπατριώτες του στην ίδια γκαρσονιέρα. Πώς να βρέθηκε στην Ευρώπη, στην Ελλάδα, στην Κρήτη, στο Ηράκλειο, στα Λιοντάρια, στην απέναντι καφετέρια; Θα ήταν εντελώς παράλογο να σκεφτώ ότι έψαχνε να με βρει για να μου γεννήσει όλα αυτά τα ερωτήματα. Είναι, αλλά τώρα είναι αργά. Οι σκέψεις, ακόμα και οι πιο ελαττωματικές από αυτές, δεν επιστρέφονται.

Ήθελε να βρει δουλειά. Δουλειά ή δουλεία. Πολλές φορές το ίδιο κάνει. Στον τόνο θα τα χαλάσουμε τώρα; Κατέληξε να πουλάει CD. Πέντε ευρώ το ένα. Αυτός θα κρατάει ψίχουλα και τα χοντρά πάνε σε εκείνους που τον πέρασαν από τα σύνορα. Χίλια ευρώ το κομμάτι επί… Πόσους να πέρασαν εκείνη τη νύχτα; Οχτώ. Ναι. Εκείνον και τους υπόλοιπους εφτά συγκατοίκους του. Οχτώ επί χίλια. Να πόσο τιμάται η ελευθερία για τους δουλεμπόρους. Για τον Ραφίκ – έτσι θα τον ονομάσω για την ώρα, μην ξεχάσω όμως να τον ρωτήσω το πραγματικό του όνομα – αυτοί οι δουλέμποροι είναι γνήσιοι απελευθερωτές. Κι ας τον θεωρούν ένα κομμάτι κρέας. Η ελευθερία για τον Ραφίκ δεν έχει τιμή. Δεν έχει τιμή, αλλά από υπερηφάνεια, άλλο τίποτα.

Λες να κρατάνε τα χαρτιά του και να τον απειλούν ότι θα τον στείλουν πίσω; Σίγουρα πράγματα. Όταν έρθει θα προσπαθήσω να φέρω τη συζήτηση προς τα εκεί. Να δεις που ούτε το κρύο, ούτε η ορθοστασία, ούτε o συνωστισμός στη γκαρσονιέρα, ούτε τα πενιχρά έσοδα, ούτε η εκμετάλλευση τον ενοχλούν. Αυτά τα «όχι», όμως… Ναι, αυτά θα τον τρελαίνουν. Θα κοιμάται και θα ονειρεύεται υπερμεγέθη τέρατα που ξερνάνε φλογερά «όχι». Από την ώρα που τον είδα πρέπει να έχει επισκεφτεί εικοσιπέντε τραπέζια. «Όχι», «πήραμε», «δε θέλω», «άσε μας», «φύγε». Οι πιο ευγενικοί «ευχαριστώ». Σε ποτίζει αυτό το «όχι». Γι’ αυτό μου φαίνεται βρεγμένος από την κορυφή ως τα νύχια. Δεν είναι απ’ τη βροχή, απ’ τα «όχι» είναι. Στάζει όμικρον, χι και ιώτα.

Και λοιπόν; Εκεί που ζούσε δεν μπορούσε να ονειρεύεται ότι θα αποκτήσει ποτέ τίποτα. Με ένα όπλο πάνω από το κεφάλι να απειλεί τη ζωή του, τι να ονειρευτεί; Ήρθε εδώ και πάλι τίποτα δεν έχει. Κι αυτό, όμως, κάτι είναι. Είναι σε θέση να έχει, έστω και το «τίποτα».

Καλώς τον. Έρχεται προς τα εδώ. Πλησιάζει. Χαμογελάει. Μα πάει καλά; Πώς μπορεί να χαμογελάει με τόσα «όχι» σφηνωμένα μέσα του. Δεν τον πληγώνουν; Θα είναι υπεράνθρωπος, δηλαδή αυτάρκης. Δεν του λείπει τίποτα γιατί ορίζει, κυβερνά το «τίποτα». Τι μπορώ να του προσφέρω εγώ; Όπως πάνε τα πράγματα, σε λίγο ίσως να βρεθώ στη θέση του. Γίνονται και τόσες ληστείες καθημερινά, όλοι είναι εξοργισμένοι, λες και μόνο οι μετανάστες κλέβουν. Ε, λοιπόν, θα το κάνω, κι ας με περάσουν για τρελό.

Σι, Ντι, Σι Ντι…

Άσε κάτω τα Σι Ντι ρε και κάτσε να πιούμε έναν καφέ.