“Άνθρωπος Κοινός”

Από την ποιητική συλλογή “Μουσικές Πατρίδες Παντού” (2009)
Ποίημα που γράφτηκε στις 15/11/2002. Έμπνευση για πολλά από τα τωρινά αποφθέγματα του Ανθρώπου στο ΝηΣί, όπως το: “Ένα μετά έρχεται πάντα καθυστερημένο”

[minti_divider style=”1″ icon=”” margin=”30px 0px 30px 0px”]

Στις φλέβες μου μέσα ποτάμι οι πηγές

απ’ όπου αναβλύζει το κρυσταλλωμένο αίμα

Μια σπίθα ανάβει τη ροή προς τη καρδιά

η ίδια που την καίει

—————–

Όταν καίγομαι η φωτιά μου φταίει

—————–

Αναπνέω τη λύπη στον αέρα

πιστεύω το μίσος που με τρέφουν

στο άρπισμα της λύρας τους φιλιώνω

με τις νότες που κούρδισαν τη μοίρα

—————–

Όταν με μοιρολογούν θρηνώ

—————–

Ξεδιψώ την ουσία της ζωής

με κρασί κερασμένο

από τα νηφάλια κελάρια των σωτήρων

δημοσιογράφων, πολιτικών, παρουσιαστών

—————–

Είμαι ότι με κερνούν

—————–

Αγγίζω μέχρι εκεί που φτάνω

κι όταν προσπαθώ για κάτι παραπάνω

ζητώ συγνώμη απ’ το ταβάνι

που χτίσανε για σύνορό μου

—————–

Όταν τα πόδια μου δένουνε, πετώ

—————–

Προσεύχομαι στο Θεό

ώστε όταν δεν τον χρειάζομαι

να τον ξεχνώ

—————–

Θεέ μου Με πιστεύω

—————–

Νοικιάζω την άποψή μου

απ’ το περίπτερο δυο ευρώ

αυτή που έχει δώρο

τρία DVD

—————–

Νοικάρης στα όνειρά μου

—————–

Ερωτεύομαι τον εαυτό μου

κι όσους κρατούν

καθρέφτες διπλής όψεως

Αυτοί είναι οι φίλοι μου

—————–

Γλύφω το δάχτυλο που με δείχνει

Για πιο μεγάλα είμαι γεννημένος

και τα μεγάλα αδικούνται

που δεν γεννήθηκαν κι αυτά για μένα

Ακόμα προχωρούν σε εκτρώσεις

—————–

Στη θέα της γέννας λιποθυμώ

—————–

Κοσκινίζω τον ουρανό

μήπως και βρω χρυσάφι

κι όταν απ’ τον ήλιο καίγομαι

το χρώμα του καταριέμαι

—————–

Όταν η Γη γυρίζει λείπω

—————–

Θέλω στο πιάτο το γλυκό

εκτός κι αν είναι κουταλιού

αυτό το θέλω στο βαζάκι

να βουτώ, να βουτώ, να βουτώ

—————–

Κρατώ την ανάσα μου να μην πνιγώ

—————–

Λέω από μέσα μου το σ’ αγαπώ

μη πονέσουνε τ’ αυτιά μου

Λέγε, λέγε, σ’ αγαπώ

αγάπησα τα σωθικά μου

—————–

Πονέσαν ψίθυρους τ’ αυτιά μου

—————–

Απορώ που έμοιαζε τόσο σίγουρο

αυτό που μόλις έχασα απ’ τα χέρια

Μεταμφιεσμένο ήταν

ή εγώ το πέρασα για άλλο;

—————–

Όταν σφίγγω στη χούφτα κάτι π’ αγαπώ

μπήγω τα νύχια μες στη σάρκα

—————–

Μ’ αρέσει να παίζω το κρυφτό

μα ξεχνώ από ποιον κρύβομαι

όταν κάνει ώρα να με ψάξει

Τρέχω τότε να τον βρω

μα πάντοτε εγώ

στο τέλος τα φυλάω

—————–

Φτου ξελευτερία συντροφιά

—————–

Αρνούμαι πρώτος να δεχτώ

και τελευταίος ν’ αρχίσω

Γι΄ αυτό δέχομαι νέες

απ’ την αρχή αρνήσεις

—————–

Η κάθε μου Αρχή το Τέλος προετοιμάζει
Τα όνειρά μου δίνουν νόημα

στον ύπνο μοναχά

κι ο ελπίδες μου κοιμούνται

όταν ονειρεύομαι με τα μάτια ανοιχτά

—————–

Κοιμάμαι για να μη νυστάξω

—————–

Όταν αφήνω το τώρα για μετά

το τώρα εκδικείται το μετά

λίγο πιο μετά

όταν πια, είναι πολύ μετά

—————–

Ένα “μετά” έρχεται πάντα καθυστερημένο

—————–

Το δίχως νόημα αγαπώ

γιατί μοιάζει στο ατέρμονο βλέμμα

που απέκτησα στο σχολείο

—————–

Τι ωραίο να κοιτάς σε άδεια σχήματα!

—————–

Το λόγο μου κρατώ

για κείνους που τ’ αξίζουν

και τώρα που μιλάμε

που τον έκρυψα τελευταία φορά

δεν το θυμάμαι

—————–

Ο λόγος μου με αποφεύγει

—————–

Κάποιοι είπαν:

Τούτος ο άνθρωπος εστί

ο homo sapiens ο κοινός

—————–

Ο άνθρωπος ο κοινός μην ακούσει

και παρεξηγήσει την “homo” καταγωγή του

φοβήθηκα

—————–

Φοβήθηκα

Φοβόμουν

την ώρα που διψώ

να βγω στη βροχή

—————–

όχι να πιω

μα απλά να βραχώ

—————–

Επιθύμησα

Επιθυμώ

να δώσω στην έκπληξη

την ευκαιρία να γεννοβολήσει

νέους κόσμους

—————–

να παραγγείλω

στο εργοστάσιο του ματιού

έγχρωμες εικόνες

—————–

Κατάλαβα αργά

μα κατάλαβα ευτυχώς

—————–

Όνειρα μου σας μιλώ

τίθεστε σ’ εφαρμογή

—————–

Λουσμένος από ηλιόφως

που πνεύμα σπέρνει όπου κρινογγίξει

αναρριχούμαι μέσα απ’ την πράσινη έρημο

προς τη σκιά του ήλιου

με ένστικτο και με καρδιά

—————–

Σχοινοβατώ πάνω στη γραμμή του ορίζοντα

όπου μπερδεύονται ανατολή και δύση

να καταλήξω στην άκρη τ’ ουρανού

Δεν έχει πιο πέρα από κει

—————–

Σε κείνο το μέρος που κρύφτηκε το βιβλίο της Γέννησης

πολύ πριν τον πρώτο θάνατο

πολύ πριν σμίξουν η μοίρα με τον άνθρωπο

Σε κείνο το μέρος που κρύφτηκε το βιβλίο της Αποκάλυψης

μακριά απ’ του Θεού τη γραφίδα

ψηλά, πιο ψηλά κι από Κείνον

στο πατάρι Του

κάτω από ξεραμένους πυλούς

δίπλα στ’ απομεινάρια

κι άλλων πειραμάτων

—————–

Σε κείνο το μέρος που κρύφτηκε το βιβλίο του Αύριο

να σιγουρέψει πως η γραφή του

θα μείνει αόρατη

η γλώσσα του

θα μείνει άλαλη

—————–

Κατάλαβα αργά

μα κατάλαβα ευτυχώς

—————–

πως οι λέξεις παρασύρθηκαν απ’ τα νοήματα

και τα νοήματα λαμπύρισαν μέσα απ’ τ’ αστέρια

που μοιάζουν πια, φωτεινές άνω τελείες

Πως ο τίτλος μάζεψε τους τόνους του

τις έκαμε σπίθες

ανεξίτηλα σημαδεύοντας το εξώφυλλο

και μετανάστευσε στον ουρανό

κομήτης πια, που κόβει στα δυο τη νύχτα

—————–

Τι αγαπημένος αυτός ο αριθμός

της σελίδας

που θα κρύβει για πάντα ο σελιδοδείκτης!

—————–

Σηκώνω τα μάτια και τι να δω;

Η μέρα ακτινοβόλησε φωτοελπίδες

Ξημέρωσε, το διάβασα στο πρωινό

αυτό, και κάτι ακόμα:

—————–

“Δεν είμαι πλέον άνθρωπος κοινός

γράφουμαι από δω και στο εξής

μοναδικός”

—————–