“Άνθρωπος Κοινός”

2009: Έπαινος, 26ος Παγκρήτιος Διαγωνισμός Ποίησης

————

Στις φλέβες μου μέσα ποτάμι οι πηγές απ’ όπου αναβλύζει το κρυσταλλωμένο αίμα.

Μια σπίθα ανάβει τη ροή προς τη καρδιά η ίδια που την καίει

Όταν καίγομαι η φωτιά μου φταίει

———— 

Αναπνέω τη λύπη στον αέρα, πιστεύω το μίσος που με τρέφουν

Στο άρπισμα της λύρας τους φιλιώνω με τις νότες που κούρδισαν τη μοίρα

Όταν με μοιρολογούν θρηνώ

———— 

Ξεδιψώ την ουσία της ζωής με κρασί κερασμένο από τα νηφάλια κελάρια των σωτήρων

δημοσιογράφων, πολιτικών, παρουσιαστών

Είμαι ό,τι με κερνούν

———— 

Αγγίζω μέχρι εκεί που φτάνω κι όταν προσπαθώ για κάτι παραπάνω

ζητώ συγνώμη απ’ το ταβάνι που χτίσανε για σύνορό μου

Όταν τα πόδια μου δένουνε, πετώ

———— 

Προσεύχομαι στο Θεό ώστε όταν δεν τον χρειάζομαι να τον ξεχνώ

Θεέ μου, Με πιστεύω

Ερωτεύομαι τον εαυτό μου κι όσους κρατούν καθρέφτες διπλής όψεως

Αυτοί είναι οι φίλοι μου

Γλύφω το δάχτυλο που με δείχνει

———— 

Για πιο μεγάλα είμαι γεννημένος και τα μεγάλα αδικούνται που δεν γεννήθηκαν κι αυτά για μένα. Ακόμα προχωρούν σε εκτρώσεις

Στη θέα της γέννας λιποθυμώ

———— 

Κοσκινίζω τον ουρανό μήπως και βρω χρυσάφι κι όταν απ’ τον ήλιο καίγομαι το χρώμα του καταριέμαι

Όταν η Γη γυρίζει, λείπω

———— 

Θέλω στο πιάτο το γλυκό εκτός κι αν είναι κουταλιού, αυτό το θέλω στο βαζάκι

να βουτώ, να βουτώ, να βουτώ

Κρατώ την ανάσα μου να μην πνιγώ

———— 

Λέω από μέσα μου το σ’ αγαπώ μη πονέσουνε τ’ αυτιά μου.

Λέγε, λέγε, «σ’ αγαπώ» αγάπησα τα σωθικά μου

Πονέσαν ψίθυρους τ’ αυτιά μου

————

Απορώ που έμοιαζε τόσο σίγουρο αυτό που μόλις έχασα απ’ τα χέρια

Μεταμφιεσμένο ήταν ή εγώ το πέρασα για άλλο;

Όταν σφίγγω στη χούφτα κάτι π’ αγαπώ

μπήγω τα νύχια μες στη σάρκα

————

Μ’ αρέσει να παίζω το κρυφτό, μα ξεχνώ από ποιον κρύβομαι όταν κάνει ώρα να με ψάξει

Τρέχω τότε να τον βρω μα πάντοτε εγώ στο τέλος τα φυλάω

Φτου ξελευτερία συντροφιά

————

Αρνούμαι πρώτος να δεχτώ και τελευταίος ν’ αρχίσω

Γι΄ αυτό δέχομαι νέες απ’ την αρχή αρνήσεις

Η κάθε μου Αρχή το Τέλος προετοιμάζει

————

Τα όνειρά μου δίνουν νόημα στον ύπνο μοναχά

κι ο ελπίδες μου κοιμούνται όταν ονειρεύομαι με μάτια ανοιχτά

Κοιμάμαι για να μη νυστάξω

Νοικάρης στα όνειρά μου

————

Όταν αφήνω το τώρα για μετά, το τώρα εκδικείται το μετά, λίγο πιο μετά

όταν πια είναι πολύ μετά

Ένα «μετά» έρχεται πάντα καθυστερημένο

————

Το δίχως νόημα αγαπώ γιατί μοιάζει στο ατέρμονο βλέμμα που απέκτησα στο σχολείο

Τι ωραίο να κοιτάς σε άδεια σχήματα!

————

Το λόγο μου κρατώ για κείνους που τ’ αξίζουν και τώρα που μιλάμε

που τον έκρυψα τελευταία φορά δεν το θυμάμαι

Ο λόγος μου με αποφεύγει

————

Κάποιοι είπαν «Αυτός είναι ο ορισμός του Ανθρώπου του Κοινού»

Πίστεψα στις νεάντερταλ λέξεις μόλις που χωρούσαν στις κουφάλες των δοντιών τους

τους αποθηκευτικούς χώρους της σάπιας σκέψης

Όχι γιατί με πείσαν, ξεδοντιάρες ως ήταν, μα γιατί γρύλισαν στ’ αυτιά μου

σαν ξεστρατισμένες λύκαινες κλονίζοντας για μια στιγμή την αδαμάντινη πεποίθηση μου

για μιαν άτριχη καταγωγή χωρίς ουλίτιδες σκέψεις και εκκρεμότητες στο στόμα

από προγονικές λέξεις έγκλειστες στα λευκά του νου σφραγίσματα

————

Σαν τύμπανο στα μέσα αυτιά μου ακόμα ακούω τον τροχό του φόβου

μα και τον αθάνατο οδοντογιατρό της εξέλιξης να με καθησυχάζει όλος πόνο

«Κάνε υπομονή Άνθρωπε Κοινέ, τελειώνουμε σε χίλια χρόνια

Άλλος απ’ τον τροχό, δεν κινεί τον κόσμο»

————